Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018




19/11/2018
Yπάρχουν κάποιοι άνθρωποι άντρες και γυναίκες που το να κρατούν κλειστό το στόμα τους γενικώς σε θέματα που αφορούν άλλα άτομα φαντάζει μέσα τους παράλογο.
Λες και τρέφονται σε μόνιμη βάση από διπλανά χωράφια φίλε μου.
Πάντα με καλή προαίρεση βέβαια.
Να συνέλθουμε επειγόντως τολμώ να πω.
Να καταλάβουμε έστω και λίγο, έστω και σε μεγάλη ηλικία, τι σημαίνει ΣΕΒΑΣΜΟΣ κι ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ, στον διπλανό μας,στο φίλο μας,στο γείτονά μας ,στο σύντροφό μας ,στα παιδιά δικά μας και μη.
Στα παιδιά ιδιαιτέρως και κύρια με περισσή φροντίδα.
Και ν ασχοληθούμε με τον εαυτό μας.
Να βλέπουμε με θάρρος τι κάνουμε και πως το κάνουμε.
Να διορθώνουμε.
Συνεχώς.
Εποικοδομητικά.
Με πάθος.
Εκεί χρειάζεται το ρημάδι το πάθος.
Πουθενά αλλού.
ΥΓ.
Οχι δεν με πείραξε κανείς.
Εργόχειρο είναι .
Κι αυτό.
                     

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

ΑΝΕΨΙΑ Η ΑΝΗΨΟΥΔΙ.

Υπήρξα κόρη.Πέθαναν κι οι δύο και μου πέρασε.
Δεν αισθάνομαι κόρη κανενός κι αυτό είναι μια λύπη μα και τεράστια λύτρωση.
Σκληρό ν ακούγεται .
Ακόμη πιο σκληρό όταν βιώνεται.
Σκληρές πυξίδες.
Σε προσγειώνουν στα σωστά μέρη και σ αφήνουν να δράσεις γυμνός απο κεί και πέρα κατά το μυαλό σου.
Τη σκόνη της γονικής σχέσης την φύσηξα στο πυρ το εξώτερο.
Ακόμη κι όταν τους μνημονεύω και θυμάμαι τις τρυφερές μας στιγμές, το τζάμι που κοιτάω είναι κρύσταλλο κι οι εικόνες φαίνονται καθαρές χωρίς να χρειάζονται τα τρία ζευγάρια γυαλιά που μ ακολουθούν ανελλιπώς στο βίο μου.
Οι γονείς βέβαια είναι μια υπόθεση που δεν τελειώνει εύκολα.
Μου απέμειναν ένας θείος και μια θεία από την πλευρά της μητέρας μου.
Με τον θείο Θανάση έχω κοντά 18 χρόνια διαφορά.
Οταν ήμουν 4 ετών ο ρόλος που μου φόρεσα ήταν νάμαι η μαμά κι εκείνος το μωρό.
Εβαζε το κεφάλι του, γιατί μόνο αυτό χωρούσε,στην αγκαλιά μου και τον νανούριζα τραγουδώντας παιδικά τραγούδια.
Εκείνος έκανε πως κοιμόταν.
Μεγαλωμένος στο Παπάφειο ορφανοτροφείο ήξερε μουσική κι αυτό μου άρεζε πολύ.
Επαιζε μαζί μου.
Ηταν ζωντανός κούκλος και τον λάτρευα.
Δεν τον είπα ποτέ θείο.
Αντιθέτως του έχω δώσει κατά καιρούς δικά μου ονόματα όπως Σασάκης οταν δεν μπορούσα ν αρθρώσω σωστά "Θανασάκης".
Ο Σασάκης λόγω επαγγέλματος κι άλλων υποχρεώσεων έμεινε πολλά χρόνια μακριά.
Οι παιδικές μνήμες μαζί του έχουν γεύσεις σοκολάτας αμυγδάλου,φρέσκων φιστικιών και παγωτού βανίλια.
Του ζητούσα τα πάντα.
Οτι μου γυάλιζε ,ότι κυκλοφορούσε σε παιγνίδι τόχα στο μαξιλάρι μου την επόμενη μέρα.
Τον βλέπω αραιά πια.
Είναι πάντα χαμογελαστός όταν του σκάω φιλί στο μάγουλο.
Τον τσακίζει μέρα με τη μέρα ο χρόνος κι εγώ ψάχνω απεγνωσμένα την πράσινη σπιρτάδα των ματιών του και την κορμοστασιά του οταν χόρευε μπούκι ,ροκ ε ν ρολ ,μάμπο ,τσα τσα και τουίστ .
Προσπαθούσα να βρίσκομαι κάπου κοντά του καθισμένη κούκου στο πάτωμα και να βλέπω τα μυτερά παπούτσια του να λυγίζουν στο τέμπο των ρυθμών της εποχής του 60.
Κι αισθάνομαι ακόμη ανηψούδι του.
Μικρό.
Παρ όλες τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά μου.
Εχω την εντύπωση πως αυτό θα μείνει έτσι για πάντα.
Το χρειάζομαι.
Η ζωή χωρίς σκιές είναι ανεπανάληπτη.
Το παιγνίδι όμως με τον εαυτό μας είναι που δίνει την τρισδιάστατη αίσθησή της.


                                            

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Πληρεξούσιο.
Η κυρία σήμερα στη Eurobank ,διευθύνουσα γαρ, προωθούσε ενα ολόγλυκο χαμόγελο δώθε κείθε και ολούθε γενικώς ,γάντια δεν φορούσε,μοίραζε όμως σκαμπίλια με το γάντι.
Ενα κακόμοιρο μπλε κλασικό κι άχρωμο συνολάκι συνολικά φορεμένο στο λυγερό της κορμί που το μετέφερε πέρα δώθε κι αυτό ,ολοφάνερα κατα τα άλλα βαριεστημένη Δευτεριάτικα.
Αν είχε σοβαρό και απαθές ύφος δε θα μ ένοιαζε καθόλου.
Ισα ισα.
Ομως η μοχθηρία κι η αναποδιά της βγαλμένα προς τα έξω με μελιστάλαχτο τρόπο μ εξαγρίωναν.
Παρ όλα αυτά έκατσα ήρεμα ,ατάραχα,ανέκφραστη, ακίνητη , ακουμπώντας την πλάτη μου σε μια παγωμένη απο τον πολικό παγετό του κλιματιστικού κολόνα και περίμενα υπομονετικά την σειρά μου.
Γραφειάρα μπροστά της ,καφέδες,φωτογραφίες,οθόνη,πληκτρολόγιο,ο Αγιος βοήθειά μας πίσω απο το φρέντο καπουτσίνο κι αυτός εκεί,μάτι μπλέ σε μπολάκι,χαρτούρα μπόλικη ,δύο καρέκλες γραφείου δεξιά κι αριστερά της βασιλομήτορος κι ενα ταλαίπωρο κορίτσι που κάτι συζητούσε μαζί της και κάτι της έδειχνε επι τρία τέταρτα.
Οπως το ακούτε.
Κάτι την ενόχλησε σε μένα όμως.
Δεν ξέρω τι.
Η ακινησία μου; ισως ...
Αρχισαν λοιπόν οι ερωτήσεις ενω δεν είχε τελειώσει με την κοπέλα ακόμη.
Εσείς τι θα θέλατε;
Τι ηταν ν απαντήσω;
το χαμόγελο μέχρι τ αυτιά αλλά το σώμα της χόρεψε κλακέτες στην καρέκλα.
Ξέρετε όμως θα αργήσω τουλάχιστον μισή ώρα ακόμη.
Βούβα εγω.
Μετά απο πέντε λεπτά πάλι διακόπτοντας με την έρημη την κοπελίτσα.
Ξέρετε όμως για την κατάθεση πληρεξουσίου πρέπει να πληρώσετε και 20Ε.
Βούβα πάλι εγω.
Ακίνητη.
Μετα απο λίγο πάλι.
Εχετε μήπως να κάνετε και κάποια άλλη συναλλαγή; γιατι εγω θα αργήσω.
Βουβή εγω σα να μη συμβαίνει τίποτε.
Την κοίταζα μονο την ώρα που με ρωτούσε.Μετά έστρεφα το κεφάλι μου και κοίταζα απ τo παράθυρο την παιδική χαρά.
Μία ώρα και δέκα λεπτά όρθια στην παγοκολόνα κι αυτή να κάνει όλου του κόσμου τις πιρουέτες προκειμένου να καθυστερεί.Μέχρι και εξω βγήκε με την δικαιολογία οτι λείπει το προσωπικό κι άλλαξε χαρτί στο μηχάνημα.
Στο μεταξύ της έφεραν δαμάσκηνα απ το χωριό,μετέφρασε φαρσί τις ανάγκες μιας κυρίας με ελαφρύ εγκεφαλικό,έβγαλε φωτοτυπίες τουλάχιστον δέκα φορές διασχίζοντας όλο το κατάστημα και χτυπώντας τα τακουνάκια της με σπανιόλικο ταμπεραμέντο,σήκωσε το τηλέφωνο άλλες τόσες μιλώντας εξασκημένη στην χαμηλόφωνη διάλεκτο των καθωσπρέπει υπαλλήλων και έβρασε μέσα στο ζουμί της βρίζοντας την μοίρα της που την έστειλε στην τράπεζα κι οχι στας Μπαχάμας αρχές του Σεπτέμβρη.
Εγω στη βουβαμάρα μου.
Οπότε ήρθε κάποια στιγμή η σειρά μου.
Εκατσα προσεκτικά στην καρέκλα μπρος απο τον θρόνο της, της έδωσα όλα τα παλιόχαρτα υπογεγραμμένα μέχρι κεραίας ,όλα τα φωτοαντίγραφα έτοιμα,ταυτότητες,εκκαθαριστικά ,ουρολογικές εξετάσεις, πιστοποιητικά των πιστοποιητικών κι άλλα κολοκύθια που ζητούν συνήθως ...έψαξε μάταια να βρεί κάτι που δεν υπήρχε ,ξαναέψαξε ,κοκκίνισε το ασπράδι απ το μάτι της ,δάγκωσε τα χείλη της ,έφαγε όλο το κραγιόν της και στο τέλος οταν συμπλήρωσα και την τελευταία υπεύθυνη δήλωση είπε:
Α! έχετε και email;
Βούβα εγώ.
Μόνο την ώρα που σηκώθηκα της ευχήθηκα
καλή βδομάδα, καλό μήνα και καλά κέρδη σε όλους.
Οπως το ακούτε.
Και έφυγα.
                                            
                                       

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Οταν μοιράζεσαι πολλαπλασιάζεις.
Ο ταξιτζής που ήρθε στην πόρτα ήταν εξηντάρης .
Κάτι γκρίζα σγουρά μαλλιά πήρε μόνο το μάτι μου.
Το μυαλό μου σκορπισμένο σε τρακόσιες μεριές.Το κορμί μου κουρασμένο απ τον κόπο τόσων ημερών ,απ το πάνε έλα ,απ το μάζεμα και το κουβάλημα.Κυρίως απ την προσπάθεια να τακτοποιηθεί μέσα σε λίγο χρόνο ενας σωρός απο διαφορετικά πράγματα.Πονεμένες όλες οι αρθρώσεις.Το μυαλό να κάνει χιλιόμετρα σε αποστάσεις κοντινές και μακρινές.Να ανεβάζει ανώγεια και κατώγια όπως έλεγε η μητέρα μου.Να μη φτάνει ο χρόνος για τίποτε.Να μη μένει δευτερόλεπτο ανάπαυσης,χαλάρωσης.
Μέρες τώρα με την αίσθηση οτι όλα είναι στον αέρα. Μετέωρα.
Ανακατατάξεις,ανασυγκροτήσεις,μετακομίσεις,καταργήσεις,αναρρώσεις,επαναλήψεις,δρομολόγια,έξοδα,αγωνίες.Υπάρχουν κάποιοι κομβικοί σταθμοί στη ζωή μας που έρχονται ολα μαζί.Πέφτουν επάνω μας σα να μας χτυπάει παντζούρι στο κεφάλι κι εμείς κρατώντας το πονεμένο καρούμπαλο πρέπει να συνεχίζουμε σα να μην συμβαίνει τίποτε.Σα ναναι όλα ρυθμισμένα,καλυμμένα,τακτοποιημένα.
Γιατι είναι απλό
.Αλλιώς δεν γίνεται.
Αυτό.
Αλλιώς δεν γίνεται ,δεν θα γίνει,δεν θα πραγματωθεί τίποτε.
Και γιατι θέλουμε.Θέλουμε να το κάνουμε.Για να δούμε γι άλλη μια φορά τις δυνάμεις μας να αναμετριούνται με την ζωή και τον θάνατο.Με την αλήθεια και το ψέμα.Με την ουσία της ζωής που είναι η κίνηση.Η ροή.
Η μυρωδιά της ακινησίας δεν μου πάει.Το χρώμα του βάλτου δεν μ εμπνέει.Και να με πάρει η ευχή ... όταν ανασηκώνω τον εαυτό μου απο την πληκτική επανάληψη και χαράζω καινούργιους δρόμους στο άγνωστο ακόμη κι η γεύση του καφέ γίνεται διαφορετική.Μπορεί νάναι ενας βαπορίσιος καφές κακής ποιότητας αλλά αλλάζει.Μπορεί νάναι ενα νερομπλούκι σε κάποιο άθλιο μαγαζί της εθνικής οδού αλλά αλλάζει.Τότε μόνο ο πρωινός καφές του σπιτιού μου έχει τριπλή αξία.Και πραγματικά με ανταμείβει για τον κόπο.
Ο ταξιτζής μισογύρισε το πρόσωπο του κοιτώντας πάντα την Αχαρνών.Είστε τυχερή μου είπε.Η κοπέλα που σας ξεπροβόδιζε είχε τόσο λαμπερό πρόσωπο,τόσο όμορφο χαμόγελο!
Σπάνιο!Και σας κοίταζε με τόση αγάπη!
Και όντως.Αυτές όλες τις μέρες,μέσα στη φριχτή ζέστη και τις δυσκολίες που τσάκισαν το σώμα μου κι έστυψαν το μυαλό μου κάποιοι άνθρωποι μ έκαναν να ζήσω ανεπανάληπτες στιγμές.
Με μπόλιασαν ,με πότισαν,με κοίμισαν,με τάισαν.
Ετρεξαν για μένα , βοήθησαν,μ αγκάλιασαν ,μου συμπαραστάθηκαν.
Μοιράστηκαν μαζί μου τις δυσκολίες και μείωσαν την κούρασή μου.
Μου δώσανε κομμάτια του εαυτού τους ,του χρόνου τους και πολλαπλασίασαν το κουράγιο μου.
Με τιμάει τόσο αυτή η αγάπη τους!
Με κάνει να πιστεύω πως πραγματικά υπάρχουν φίλοι.Υπάρχουν άνθρωποι μέσα στην αθλιότητα που ζούμε.
Που μπορούν να εκτιμούν τα αληθινά.
Τα ουσιαστικά.
Που αναγνωρίζουν την προσπάθεια,την αγάπη και την τόλμη μας.Που τα παράξενα και τα απ αλλού φερμένα δεν είναι μύθοι και ουτοπίες αλλά είναι και γι αυτούς όπως και για μένα το φως της ζωής.
                                                  
                                                      

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει σύντομα
                                                      

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018


Σημαδεμένο καλοκαίρι.
Τόσο γρήγορο καλοκαίρι πρώτη φορά.
Οι συνεχείς αλλαγές του καιρού ,ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί απ το γνωστό παιδικό τραγουδάκι.Το λέγαμε τότε που βγαίναμε ξυπόλυτοι στο λασπουργιό με μια ομπρέλα δήθεν να μη βραχούμε.
Εκλίψεις σελήνης ,ανάδρομος ο Ουρανός λέει θάχουμε συνεχώς ανατροπές μέχρι το δεν ξέρω πόσο,ξόφαλτσα τα παίρνει το μάτι μου τίποτε δεν πιστεύω κι όλα μαζί μου κάθονται σαν χαλασμένο φαϊ στο στομάχι.
Κατηφόρισα στα νότια είχα να δώ ξενητεμένα πουλιά και πουλάκια.
Λίγο ήταν.
Ποτέ δεν μου έφτασε όσο και να ήταν κι ούτε θα μου φτάσει.Αυτό δεδομένο αλλά δύσκολα  διαχειρίσημο.Εκανε πάλι κρακ η καρδιά μου.Ειδικά όταν οι δυό νεοσσοί έμπαιναν κι έβγαιναν στη θάλασσα.
 Κατεβαίνοντας τα τοπία καταπράσινα και μετά γυρίζοντας εκεί στην Κινέτα ολα γκρι και μαύρα να καπνίζουν .Κουβαλάω ενα κουρσούμι απο την ημέρα που έγινε αυτό το κακό.
Ηρθαν στα όνειρά μου όλοι οι πεθαμένοι μου.
Πονούσε το στομάχι μου για μέρες ,σφίχτηκαν τα σπλάχνα μου.Πως να το ξεπεράσεις αυτό;πως να  κοιμάσαι τη νύχτα ήρεμα;έγινε εφιάλτης η ειδησεογραφία κι αλλοι νεκροί,κι άλλοι αγνοούμενοι.Εχω την εντύπωση οτι αυτή η δοκιμασία θα μείνει στη μνήμη μας για πάντα κι η λύπη θα επανέρχεται πολλά χρόνια.
Η ζωή τραβάει μπροστά λέει η θεία μου ,ετσι λέει πάντα σ οτι κακό έρχεται.
Οντως τραβάει μπροστά.
Αλλάζουν και πάλι οι γεωγραφικές συντεταγμένες.
Βόρειες οι κατευθύνσεις .
Τα Βαλκάνια έχουν μυστήριες ομορφιές.
Αυτή η ανατροπή του κλίματος απο εύκρατο σε τροπικό δεν μου αρέσει καθόλου.
Πρώτη φορά φέτος γεννήθηκαν μέσα μου επιθυμίες για βουνά και ποτάμια.
Λές και η θάλασσα πήρε μέσα μου για πάντα το χρώμα του γκρίζου και της κάπνας απο κείνο το λιμανάκι του Ματιού.
    
                                                     

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

                                     Έχουμε μετρήσει ανθρώπους κι ανθρωπάκια..
                                    Και οι δυο μας.
                                   Αφήσαμε να αλωνίσουν στην ζωή μας διάφοροι τέτοιοι.
                                     Κι εμείς μείναμε να τους παρατηρούμε.
                                   Άλλοι περπάτησαν με σεβασμό, άλλοι με έπαρση.
                                   Άλλοι πίστεψαν πως μπορούσαν να μας διαλύσουν κι άλλοι έκαναν τις                                             ψευδαισθήσεις τους πραγματικότητα και νόμιζαν πως μπορούν να μας                                             παίξουν.
                                     Εμάς.

                                     newside.gr


Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Λεωφορείο η ταξί;

Αεράκι πάνω απ την πόλη σήμερα.
Τα αερικά είναι στις παραλίες απ τις αρχές του καλοκαιριού .
Θα λιάζονται ,θα ψυχανεμίζονται,θα ερωτεύονται ισα με δεκατρείς φορές μέχρι τον Σεπτέμβρη .
Μετά θα μαζέψουν παρεό,ψάθες κι αντηλιακά .
Θα ανανεώσουν τα πακέτα των δωρεάν λεπτών για τον χειμώνα να χουν να μιλάνε με τις ώρες και θα αναρωτηθούν πάλι για την ανεργία και τα επιδόματα.
Μέχρι να ξανάρθει η Ανοιξη.
Μέχρι να καταλάβουν οτι τα λεπτά της ανανέωσης χρόνου στη ζωή τους μυρίζουν μούχλα.
Οπότε θα εχουν ενηλικιωθεί.
Πικρά νιάτα που έλεγε κι η Βαγγελίτσα.
Το κορίτσι που στάθηκε στη στάση όμως ήρθε με
περπατησιά γαζέλας και τα μάτια του μισόκλειναν στον πρωινό ήλιο.
Το αεράκι σήκωνε τα μαλλιά απ το σβέρκο της.
Εβγαλε το πορτοφόλι για το εισιτήριο.
Eίχε λεπτό ξανθό χνουδάκι στο μελαχρινό της δέρμα .
Κι ύστερα
αρυτίδιαστο,ντελικάτο κι ευκίνητο το χέρι της κρατώντας το εισιτήριο υψώθηκε στο διερχόμενο ταξί.
Ο αέρας πίσω της μύρισε αρμύρα.
Γλυκά ανέμελα νιάτα!

                                                         
ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΘΟΥΝ,
 ὅταν ταυτίζουν τὸν ἔρωτα μόνο μὲ τὴ χρήση τοῦ ἄλλου. 
Δὲν φταῖνε, γιατὶ δὲν ἀσκήθηκαν ποτὲ στὴ σχέση, δὲν ξέρουν νὰ σχετίζονται, κάθε ἐπιθυμία τους ἐκπληρώνεται πατώντας ἕνα κουμπί.
 Δὲν ἔμαθαν νὰ μοιράζονται τὸ θέλημά τους, νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ ἐγώ τους. Ξέρουν μόνο τὴ χρήση, ὄχι τὴ σχέση, μόνο τὰ χρήματα, ὄχι τὰ πράγματα.

Ο Χρήστος Γιανναράς (10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και στο Παρίσι (Σορβόνη). Το συγγραφικό του έργο σχετίζεται πολύ με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 10 γλώσσες.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Τελειωμένοι έρωτες, από τον Μίλαν Κούντερα

Δεν είχαν ακόμα χωρίσει εκείνο το βράδυ, κι εκείνος επιστράτευε ήδη τη μνήμη του.
Προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν το – κρυμμένο στο μισοσκόταδο – πρόσωπό της και το – κρυμμένο στο μισοσκόταδο – κορμί της, λίγο πριν, όταν έκαναν έρωτα.Μάταια.
 Εκείνη ξεγλιστρούσε συνέχεια από τη φαντασία του.Αποφάσισε λοιπόν πως την επόμενη φορά θα κάνουν έρωτα με αναμμένο φως.
Μα δεν υπήρξε επόμενη φορά.
                                                            

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Απόσπασμα απο το ποστ του Sraosha

Η κεφαλή της Μέδουσας


"...Γνώρισα ανθρώπους που θέλησαν να αυτοπροσδιοριστούν μέσα από τον έρωτα αλλά ο έρωτας είναι άτιμος και απείθαρχος: τον ψάχνεις και λανθάνει, θες να τον αφήσεις να σε προσδιορίσει και αρνείται έστω και να σου γρατσουνίσει τον καρπό.
 Τον πιστεύεις, του ανάβεις θυμίαμα και μετά τον λησμονείς.
 Από την άλλη, θες να σε αφήσει ήσυχο και σε αφανίζει με άνεση κι ευκολία, με κάθε ανεμελιά, μια κι έξω και για πάντα και ενίοτε αμετάκλητα.
 Θες να σιωπήσει αλλά γίνεται σάλπιγγα και τύμπανο και η θάλασσα που ποτέ δεν ησυχάζει. Και αν ποτέ σιωπήσει, και αν ποτέ σου δώσει αυτό που θες, και αν κάποτε σου πει για μια μικρή γωνιά του εαυτούλη σου όπου αντανακλάται η τρομερή λάμψη της ύπαρξης, η ακτινοβολία μέλανος σώματος, δηλαδή της πάμφωτης αβύσσου μέσα σου, δεν ξέρεις και τι να κάνεις με αυτό που σου έδωσε ο έρωτας. 
Το κλείνεις στο χέρι, χαμογελάς, ακούς την ωραία σιωπή και την απόγευση· λες "είμαι πλούσιος". 
Ο έρωτας σου έχτισε ακόμα έναν τόπο μέσα στον κόσμο μέσα σου, μια νέα βασιλεία. 
Είσαι πλούσιος..."

https://sraosha2.blogspot.com/2013/11/blog-post.html

Οι εραστές

Μια πέτρα έβαλα για νου

Έναν βράχο για ψυχούλα
σκληρά να είναι και ψυχρά
να μην καταλαβαίνουν

Και έτσι κάθε βράδυ
πουλάω και τα δυο
μισή τιμή τα έβαλα
χωρίς να τα ρωτήσω

Μισή βραδιά
ένα κρεβάτι
δυο κορμιά
και τρεις οι αμαρτίες

Μία για μένα
μία για αυτόν
και μια για την αγάπη
που σήμερα εξαιτίας μας έπαψε αλήθεια να θυμίζει.

Πόρνες γίνανε οι στιγμές
που ο έρωτας πουλάει
και οι ρομαντικοί ποιητές
θυμίζουν απόψε απαγορευμένοι.

Ατέρμονη η σειρά αυτών των απόψε
Αιώνια και εκείνη αυτών που αύριο ξεχνιούνται
καθημερινή και η μοναξιά
που όλοι αυτοί μου χάρισαν.

Γράφει η Σίλεια Παπαδημητρίου

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Δεν με λένε Πηνελόπη.
To άρχισα στις 21 Μαίου του 2013.
Για συγκεκριμένο λόγο.
Για τρία χρόνια δεν το άγγιζα.
Τόχα εκεί κάπου να το βλέπω.
Ηταν μοναχό,ατελείωτο μα καθόλου παρατημένο.
Το ύφαινα με το μυαλό μου.
Το κοιτούσα υπο γωνίαν ποτέ κατάφατσα.
Μου απαντούσε το μαύρο και δάκρυζα.
Μ έγνεφε το κόκκινο και θύμωνα.
Με γήτευε το γαλάζιο του και υπομόνευα.
Αλλες φορές πάλι το κόκκινο έβαφε τα χέρια μου όπως τα βάφουν οι Ινδιάνες όταν παντρεύονται.
Το μαύρο έγραφε γράμματα,επιστολές ανεπίδοτες,υποσχέσεις,πένθιμα κείμενα προς τον εαυτό μου ,ιχνηλατούσε τα σκοτάδια μου.
Το γαλανό πάντα χαμογελούσε.
Ήλπιζε.
Μερικές φορές χαζοχαρούμενα ,αλλά το συγχωρούσα.
Οπου απόχρωση, νέα σύνδεση.
Οπου άλλο σχήμα , μετουσίωση.
Οπου χαλαρή βελονιά , ανακούφιση.
Οπου κόμπος ,πισωγύρισμα.
Σήμερα το τελείωσα.
Κάθε στημόνι έγινε δρόμος μου.
Κάθε περασιά , μουσική μου.
Κάθε υφάδι η αμφιβολία μου για το επόμενο βήμα.
Κάθε στροφή της κλωστής κουβαλάει μνήμες μηνών ,αποφάσεις,εντυπώσεις,συναισθήματα.
Ενα τόσο δα κομμάτι υφαντό κι όμως κρατάει πέντε χρόνια βιωμένα κομμάτια μου.
Ολο μαζί, τα ερωτηματικά μου και τις απαντήσεις τους.
Ηταν η αρχή και το τέλος.
Ετσι πίστευα όταν το άρχισα.
Ομως τελικά ,όλα έχουν μόνο γέννεση,σύνδεση και σύνθεση.
Ετσι πιστεύω τώρα που το ολοκλήρωσα.
Μάϊος 2013-Ιούλιος 2018

                                          

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Αγνωστη πατρίδα.
Ευχάριστο πρωινό ρίγος με το που άνοιξα τα μάτια μου.Ψύχρα στη πόλη και τα καφεδάκια πίνονται απολαυστικά χωρίς να κολλάς απο υγρασία και ιδρώτα. Οταν έχει ζέστη αν δεν είμαι στη θάλασσα δεν θέλω να ξεμυτίζω απ το σπίτι κι ας ακούω όλη μέρα το ανόητο λάγνο περιστέρι εξω απ τη μπαλκονόπορτά μου.Να μπω στη χρονομηχανή και να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο .Αυτό θέλω.Με τον ίδιο μαγικό τρόπο θάθελα να εξαφανίσω τον διπλανό κουφό ενοχλητικό τύπο που με πρήζει με τις ειδήσεις όλη μέρα και καταμεσής τη νύχτα.Μαγικά όλα λοιπόν.Αλλιώς δεν βγαίνει.Το αεράκι που ένοιωσα στο Θέατρο Δάσους το 1995 ακούμπησε πάλι χθές στο σβέρκο μου.Ισα που μ άγγιξε. Εγω το κατάλαβα όμως.Ηταν το ίδιο.Απαλό,δροσερό,ήσυχα διαπεραστικό,διάφανο.Δεν είχε καμμιά σχέση με το θαλασσινό φρεσκάρισμα που μας ανακουφίζει συνήθως τ απογεύματα του καλοκαιρού. Ερχόταν απο ψηλά.Απ τα βόρεια.Είχε την μυρωδιά της Λιχνίτιδας λίμνης .Γέμισε το μυαλό μου με τοπία που ταξίδεψα κάποτε στην Αρχαία Πελαγονία.
Αξέχαστες διαδρομές αγαπημένες.
Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσεβο, Περλεπέ, Μηλόβιστα, Νιζόπολη, Γκόπεσι, Μπεάλα, Ρέσνα, Γιαγκοβέτσι,Στρούγγα, Μεγάροβο, Τύρνοβο.
Ετσι μαγικά όλα μέσα μου.
Σαν άγνωστες πατρίδες.


Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Αλήτισσα καρδιά.
Βαθιά κι ανεξιχνίαστα τα κιτάπια του έρωτα.
Ετσι κι εκείνος.
Βασιλικός .
Πάνλευκος.
Πέρσης.
Μ ένα μάτι χρυσό κι ένα γαλάζιο.
Με στιλπνό σώμα και βήμα νωχελικό.
Αρχοντας.
Με την πριγκιπέσα στα πόδια του να τον κοιτάει στα μάτια.
Την περιφρονούσε κατάφωρα.
Ομως ο έρωτας!
Ο έρωτας τον οδηγούσε κάθε βράδυ στη πίσω αυλή.
Επαιζε στ αλώνια την ζωή του με τους αλιτήριους της γειτονιάς.
Βρώμιζε,πλήγιαζε,κινδύνευε για κείνη.
Την γύφτισσα ήθελε την μπασταρδεμένη με το ένα μάτι ,την κουτσή.
Αυτή την αλανιάρα που δεν άφηνε αρσενικό για αρσενικό.
Αυτή που μύριζε από όλους κι από όλα.
Την γούσταρε σαν τρελός.
Κι εγώ τον έλεγα Φιρούζ Βασιλικό.
Υπομονετικά τον περίμενα χαράματα.
Επεφτε στα πόδια μου και τριβόταν στις πατούσες μου,ήθελε το χέρι μου στο κεφάλι του καθησυχαστικό.
Τέτοια εποχή ήταν που με κοίταξε για τελευταία φορά κι ενα κορδόνι κόκκινο αίμα κύλησε πάνω στην άσπρη γούνα του.
Μετά μαύρισαν τα μάτια του και χάθηκε για πάντα.
Δεν τον στείρωσα ποτέ.
Ηταν γενναίο αρσενικό.
Ατόφιο μέχρι το τέλος.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

OI ΛΥΠΕΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ"
Πάνω στις λύπες μιας γυναίκας
δεν ακουμπάμε ποτέ λόγια κοφτερά,
δεν της επιτρέπουμε να παίξει με το ίδιο της το αίμα..
Πάνω στην θλίψη που την απομονώνει
δεν στέλνουμε βροχή να την ξυπνήσει.
Δεν προσπαθούμε να την τραβήξουμε απότομα.
Όλα κάνουν έναν κύκλο ..και το σώμα της χορεύει μέσα σ’αυτόν.
Βουλιάζει στα νερά του σκοταδιού της.
Το χρειάζεται..
Πάνω στις λύπες μιας γυναίκας
μην ασκήσεις πίεση, μην δώσεις τρυφερότητα..
Η απομόνωση της είναι ο σύμμαχός της.
Άφησέ την στον δικό της πόνο, έχει κι αυτός ένα μερίδιο στην ζωή της.
Θέλει το δικό της στρώμα για να κλάψει.
Θέλει η λύτρωση να είναι αποκλειστικά δική της.
Ο δρόμος της ευτυχίας περνάει από την απόγνωση πρώτα,
μόνο τότε, καταλαβαίνει και μπορεί να την αναγνωρίσει και να την εκτιμήσει.
Μην φοβάσαι τις λύπες μιας γυναίκας …
Την προετοιμάζουν για σένα.
Ο έρωτας τις είχε πάντα σύμμαχο.
Για να αναστήσεις τον νεκρό …πρέπει πρώτα να ΄χει περάσει από τον θάνατο.
ΝΙΚΗ ΤΑΓΚΑΛΟΥ
H μάνα του άντρα μου.
Η Κανέλλα μεγάλωνε σε δυό κάμαρες στη Ξάνθη.Εχασε τη μάνα της στα οκτώ της κι είχε πίσω της τρία αδερφια αγόρια.Ο πατέρας της ηταν 30 χρονών κουρέας στο επάγγελμα.Πριν τελειώσει το πένθος ούτε ενα χρόνο μετά δηλαδή ,παντρεύτηκε μια εικοσπεντάρα μπας και βολευτούν τα δεινά του.Η μητριά την σταμάτησε απο το σχολείο και την πέταξε απ το σπίτι με την δικαιολογία του αδιαχώρητου .Κοιμότανε σε μιά αποθηκούλα στην αυλή,έπλενε σφουγγάριζε,μαγείρευε, βοηθούσε κι έτρωγε ξύλο καθημερινά και σώπαινε.Ηθελε απλά να πεθάνει.Στο χρόνο απάνω ήρθε κι άλλο μωρό.Αγόρι πάλι.Η γιαγιά της, η Χρυσή, την πήρε στο σπίτι της στο διπλανό χωριό.Δεν μπορούσε να βλέπει το εγγόνι της να παιδεύεται .Το κορίτσι στενοχωριόταν όμως γιατι ήθελε να βλέπει τον πατέρα και πολλές φορές χανότανε στην προσπάθειά του να πάει στο πατρικό σπίτι με τα πόδια, πράγμα αδύνατον.Σε μια απο τις προσπάθειές της τραυματίστηκε άσχημα στο πόδι και κατέληξε στο Νοσοκομείο Ξάνθης.Την ρωτούσαν ποιανού είναι κι έλεγε μεσα στο παραμιλητό της «Δεν είμαι κανενός δεν είμαι».
Μαθεύτηκε τελικά τίνος ήταν και την κράτησαν στο νοσοκομείο να καθαρίζει τα αίματα και να πετάει τα σκουπίδια.Είχε ύπνο και φαί εξασφαλισμένο κι ούτε που ξανασκέφτηκε να γυρίσει πίσω.Εμαθε να δένει και να καθαρίζει πληγές,κάποιοι την μάθανε εκεί μέσα , να διαβάζει και να γράφει.Μετά απο λίγα χρόνια έφυγε στα βουνά με το αντάρτικο.Ηταν 13 χρονών κοριτσάκι.Μάιος ήταν μου είπε.Ολο το βουνό ήταν γεμάτο αγριολούλουδα και μοσχοβολούσε.Οι σύντροφοί της είχαν όπλα.Ηταν ζωσμένοι με φυσεκλίκια.Ανθρωποι αποφασιμένοι να πεθάνουν.Κι αυτό της άρεζε.Εγινε ενα μαζί τους.Στην αρχή την έβαλαν να βοηθάει τους τραυματίες.Κομμένα χέρια, πόδια τέτοια πράματα.Μετά ο επικεφαλής κατάλαβε οτι τόλεγε η περδικούλα της .Εμαθε σκοποβολή,αρματώθηκε κι έπαιρνε μέρος σε όλα.Απέκτησε κύρος ανάμεσα στους αντάρτες. .Υστερα εφυγε στην Πολωνία .Εχω μιά φωτογραφία της .Είναι οπλισμένη χιαστί με σφαίρες ,φοράει αντρικά παντελόνια και χαμογελάει.Αυτή η γυναίκα ηταν μάνα του πρώτου άντρα μου.Ηταν ο λόγος που άφηνα το σπίτι μου απ τα εφηβικά μου χρόνια .Ενιωθα οτι ηταν δικός μου άνθρωπος.Την θαύμαζα,την αγαπούσα ,την ήθελα μάνα μου.Λάτρευα τις σιωπές της και το περιεχόμενό τους.Σπάνια μιλούσε για την ζωή της.Είχε καρκίνο στη μασχάλη 24 χρόνια και δεν άφησε να την ακουμπήσει γιατρός.Πέθανε στα 84 της απο καρδιά .Την τσάκισε ο θάνατος του γιού της.Οταν άνοιξε το στόμα της κάποτε και μου διηγήθηκε... έμεινα κόκκαλο.Τόσο αίμα ,τόση βαρβαρότητα,τόση κακουχία.Διηγήσεις χωρίς ιχνος ηρωισμού,ίχνος κομπασμού κι έπαρσης.Η Κανέλλα δεν δέχτηκε ποτέ στη ζωή της να πάρει δραχμή γι αυτά που έκανε.Της είπαμε θυμάμαι για την σύνταξη εθνικής αντίστασης. Εφτυσε τον κόρφο της και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.<<Ποιά σύνταξη καλέ και αηδίες >><<Αχ εκείνο το Μάιο Νατάσα>> μου είπε <<οι σφαίρες να σφυρίζουν στ αυτιά μου κι εγω να κοιτάω τ αγριολούλουδα και να σκέφτομαι πως θα κάνω μαγιάτικο στεφάνι!>><<Είμασταν τόσο νέοι όλοι!>>Η γιαγιά η Χρυσή οταν πέθανε της άφησε δυό πράγματα. Μια κανάτα και μια κεντημένη πετσέτα με το μονόγραμμά της.Αυτά έχω απ την Κανέλλα.Μόνον.Κι ενα κομμάτι μέσα μου δικό της.

Για το κορίτσι μου.

Δυο χέρια.
Η καρδιά μας περνάει μέσα απ τις φλέβες τους .
Ζεσταίνονται οι σφυγμοί μας.
Θηλυκώνουμε τα μάτια μας.
Σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα.
Την ίδια στιγμή.
Χωρίς να μιλάμε.
Κι ύστερα αφρίζουν οι λέξεις στα χείλια μας.
Ωρες ατέλειωτες μέχρι το χάραμα.
Και τα γέλια λιγώνουν τα στήθη μας.
Τα κλάματα σπάνια.
Η αποδοχή κι η εμπιστοσύνη αμέριστη.
Απο μένα για σένα όλα δικά σου.
Απο σένα για μένα εσύ ο,τι θελήσεις.
Γιατί μου είσαι ακριβή.
Μοναδική μου, να ζήσεις.
Να γεράσεις βαθιά.
Να λάμπεις.
Το αξίζεις.
Ν.Φ 
3/6/2017
Αγνωστη πατρίδα.
Ευχάριστο πρωινό ρίγος με το που άνοιξα τα μάτια μου.Ψύχρα στη πόλη και τα καφεδάκια πίνονται απολαυστικά χωρίς να κολλάς απο υγρασία και ιδρώτα. Οταν έχει ζέστη αν δεν είμαι στη θάλασσα δεν θέλω να ξεμυτίζω απ το σπίτι κι ας ακούω όλη μέρα το ανόητο λάγνο περιστέρι εξω απ τη μπαλκονόπορτά μου.Να μπω στη χρονομηχανή και να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο .Αυτό θέλω.Με τον ίδιο μαγικό τρόπο θάθελα να εξαφανίσω τον διπλανό κουφό ενοχλητικό τύπο που με πρήζει με τις ειδήσεις όλη μέρα και καταμεσής τη νύχτα.Μαγικά όλα λοιπόν.Αλλιώς δεν βγαίνει.Το αεράκι που ένοιωσα στο Θέατρο Δάσους το 1995 ακούμπησε πάλι χθές στο σβέρκο μου.Ισα που μ άγγιξε. Εγω το κατάλαβα όμως.Ηταν το ίδιο.Απαλό,δροσερό,ήσυχο,διαπεραστικό,διάφανο.Δεν είχε καμμιά σχέση με το θαλασσινό φρεσκάρισμα που μας ανακουφίζει συνήθως τ απογεύματα του καλοκαιρού. Ερχόταν απο ψηλά.Απ τα βόρεια.Είχε την μυρωδιά της Λιχνίτιδας λίμνης .Γέμισε το μυαλό μου με τοπία που ταξίδεψα κάποτε στην Αρχαία Πελαγονία.
Αξέχαστες διαδρομές μου αγαπημένες.
Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσεβο, Περλεπέ, Μηλόβιστα, Νιζόπολη, Γκόπεσι, Μπεάλα, Ρέσνα, Στρούγγα, Μεγάροβο, Τύρνοβο.
Ετσι μαγικά όλα μέσα μου.
Σαν άγνωστες πατρίδες.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Κι αν δεν τολμήσεις δεν θα το μάθεις ποτέ. Μόνο που πρέπει να πας πρόσω ολοταχώς για το φως. Χωρίς πρέπει και προσδοκίες. Απλά να πας, να προχωρήσεις χωρίς το μονό σεντόνι που σε κάνει αόρατο, χωρίς το προσωπείο της παντοδυναμίας και του νικητή.
Ο έρωτας δεν έχει νικητές. Έχει μόνο χαμένους…
Κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα μπαούλα της ψυχής των ανθρώπων… 
Ο έρωτας σε πάει στους πόλους εκεί που είναι τα μεταίχμια της ζωής …
Του Κυριάκου Σπανόλιου
https://www.thessalonikiartsandculture.gr/blog/apopseis/o-erotas-den-sou-dinei-rantevou/

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Δεν έχω πια υπομονή...

Κουράστηκα. Ναι, κουράστηκα.
Το νιώθω πια, συγγνώμη εαυτέ μου, σε ταλαιπώρησα τόσο και δεν το άξιζες.
Πόσο άργησα, άραγε, να σου δείξω σεβασμό! Πόσο άργησα να βάλω αναχώματα σε σένα, άραγε!
Αρχίζω λοιπόν να σκέφτομαι ποια πράγματα στον κόσμο, στους ανθρώπους με ενοχλούν, σε ποιες συμπεριφορές δε θέλω να έχω πια υπομονή, τι με έχει κουράσει.
Με κούρασε να περιμένω κάτι που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, θέλω να φύγω, να ταξιδέψω σε άλλες πολιτείες.
Μπορώ να χτίσω άλλες, πιο όμορφες, πιο ιδανικές.
Με κούρασε αυτή η κατάχρηση της λέξης «σ'αγαπώ» και το πόσο γρήγορα την ξεχνούν αυτοί που τη λένε, κουράστηκα να την πιστεύω και να απογοητεύομαι.
Κουράστηκα να αφήνω την ευτυχία μου σε χέρια που τρεμοπαίζουν και στο τέλος να την αφήνουν και να φεύγουν.
Δεν έχω πια υπομονή για περιττές συνομιλίες, για ανθρώπους αγενείς, για ανθρώπους χωρίς σεβασμό στον εαυτό τους και στους άλλους.
Κουράστηκα να περιμένω το τηλέφωνο, το μήνυμα, το κάλεσμα που ξέρω βαθιά μέσα μου ότι δεν θα έρθει ποτέ.
Με κούρασε η ρηχότητα, η ιδιοτέλεια, ο παρτακισμός, η χυδαιότητα που είναι διάχυτη πλέον παντού.
Κουράστηκα να περιφέρομαι και να προσπαθώ να με αγαπήσουν αυτοί που δε με αγαπούν, να γίνω αρεστή σε αυτούς που δε με συμπαθούν, να προσπαθώ συνεχώς να μου δώσουν μία θέση στην καρδιά τους άτομα που δεν το επιθυμούν.
Κουράστηκα να περπατώ πάνω από ερείπια και να προσπαθώ να τα χτίσω από την αρχή, ξέρω ότι υπάρχουν τοποθεσίες μαγικές, κρυμμένες και με περιμένουν να τις ανακαλύψω.
Με κούρασε το zapping στη φθηνή (πλέον) τηλεόραση, η παραπληροφόρηση, με κούρασε η αναξιοκρατία και η ισοπέδωση των πάντων.
Με κούρασε η παχυλή αμάθεια, ο κανιβαλισμός, η εκμετάλλευση του πόνου του άλλου για μερικά νούμερα τηλεθέασης παραπάνω.
Δεν έχω πια υπομονή για όλα αυτά...
Δεν έχω πια υπομονή να παλεύω με ωκεανούς για κόκκους σκόνης.
Κουράστηκα να βλέπω ότι γκρεμίζουν τα όνειρά μου και να νομίζω ότι η αλλαγή θα έρθει χωρίς να χρειαστεί να αλλάξω εγώ.
Κουράστηκα να τροχίζω αποστάσεις για να βρεθώ κοντά σε ανθρώπους που δεν θα έκαναν ούτε ένα βήμα για εμένα.
Και.. θέλω να φύγω... θέλω να βγω και να χορέψω στη βροχή... θέλω το κορμί μου να ζωγραφίσει χορευτικές φιγούρες πάνω σε αυτή, θέλω να γίνω ένας Gene Kelly, θέλω να νιώσω ένα παιδάκι που τρέχει και οι μεγάλοι του φωνάζουν να σταματήσει.
Αυτό το παιδάκι όσο μεγαλώνει και βλέπει την παγωνιά γύρω του, πόσο θα λαχταρήσει άραγε τις εποχές που τσαλαβουτούσε στη βροχή!
Κουράστηκα από όλα αυτά, εαυτέ μου... είναι καιρός πια να προχωρήσω, να πάω παρακάτω...
Σε πολιτείες καραμελωμένες, στολισμένες, γεμάτες λιακάδα και πράσινο.
Δεν έχω πια υπομονή όχι από αλαζονεία, κακία, εγωισμό.
Αλλά, να εαυτέ μου, δεν σε εκτίμησα ποτέ όσο σου έπρεπε, αρχίζω να το βλέπω καθαρά τώρα.
Ετοίμασε βαλίτσες εαυτέ μου, πάμε σε άλλες πολιτείες, γεμάτες με νέκταρ και μέλι.
Κλείσε την πόρτα σε ό,τι σε πλήγωσε πια και φύγε!

Μαρία Σκαμπαρδώνη*

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Σιδερένιος έρωτας.
Τα σπίτια ήταν το ενα δίπλα στο άλλο.Ενας χαμηλός φράχτης απο αγιόκλημα και γιασεμιά τα χώριζε.Στον ένα κήπο έπαιζα εγω ,επτά χρονών τότε.Μια καραμελωμένη μπέμπα ήμουν με κοτσιδάκια και φιόγκους μεγαλύτερους απ το μπόι μου.Στον άλλο κήπο της κυρίας Γαρυφαλλίδου δεν έπαιζε κανείς.Κάθε πρωί άκουγα περίεργους θορύβους απο τριξίματα και τις ψιθυριστές φωνές δυό γυναικών που έκαναν κάτι που δεν καταλάβαινα.Ηταν Ιούνιος μήνας.Ημουν πολύ λυπημένη που είχε κλείσει το σχολείο και βολόδερνα βαριεστημένα στην αυλή περιμένοντας να περάσουν οι μέρες και να φύγω για την θάλασσα.Ωσπου μιά μέρα άκουσα πάλι τους θορύβους.Ετρεξα στον φράχτη έβαλα το ενα πόδι μου στο τοιχάκι, σκαρφάλωσα και θρονιάστηκα ανάμεσα στο αγιόκλιμα περιμένοντας να δω τι γινόταν εκεί δίπλα.Η γύρη απο ενα λουλούδι μ εκανε να φτερνιστώ και φοβήθηκα οτι θα με δούν και θα με μαλώσουν αλλά μπα τίποτα.Οι δύο γυναίκες ηταν απασχολημένες και δεν έδωσαν σημασία.Η γηραιότερη έστρωνε ενα χαλάκι στην αυλή εκεί που χτυπούσε ο ήλιος.Η αλλη, η πιο νέα είχε στην αγκαλιά της ενα αγόρι.Το απίθωσε πάνω στο χαλάκι με προσοχή κι εξαφανίστηκε.Η άλλη κουβάλησε μια αρμαθιά βιβλία τα ακούμπησε δίπλα του χάϊδεψε το αγόρι στα μαλλιά κι έφυγε κι αυτή.Η απόσταση που βρισκόμουν ηταν αρκετή κι ο πρωινός ήλιος απο απέναντι δεν μ αφηναν να δω καλά τον μικρό που καθόταν ησυχα και διάβαζε.Κατέβασα λοιπόν με θράσος το πόδι μου απ την μεριά του ξένου κήπου και μ ενα πηδηματάκι βρέθηκα μέσα.Στάθηκα ακίνητη στην αρχή και μετά τον είδα να μου γνέφει με το χέρι του.Εκανα λίγα βήματα και κοντοστάθηκα.Τώρα τον έβλεπα καλύτερα.Αδύνατος σαν κλαράκι,βαθιά χωρίστρα πάνω σε αχυρένια βρεγμένα μαλλιά και δυό μάτια καταγάλαζα διάφανα με κοιτούσαν ήρεμα μα με προσμονή.Χαμογέλασε.Ηταν σαν να έσκασε ο ήλιος σε χίλια κομμάτια.¨Φοβάσαι;¨με ρώτησε.Εγνεψα αρνητικά με το κεφάλι μου και πλησίασα ακόμη περισσότερο.Επειτα στρογγυλοκάθισα δίπλα του και τότε είδα το αριστερό του πόδι.Ηταν φυλακισμένο σε μια μακρόστενη θήκη με σίδερα και δερμάτινα λουριά που έδεναν στο πλάι με μεταλλικές αγκράφες.¨Φοβάσαι;¨με ξαναρώτησε.¨Οχι¨ του ψιθύρισα.¨Εμένα με λένε Αναστασία¨ του είπα.¨Κι εμένα Θοδωράκη¨ και μούδωσε το χέρι του.Ηταν η πρώτη χειραψία που αντάλλαξα με αγόρι.Ολα τα άλλα μου τραβούσαν τις κοτσίδες ,μου βγαζαν τους φιόγκους ,με σκουντούσαν άγρια κι έπεφτα.Ο Θοδωράκης όμως ηταν ήρεμος κι ευγενικός.Και ακίνητος.Προπαντώς χαμογελούσε.Απο κείνη τη μέρα το σκηνικό επαναλαμβανόταν.Η μαμά μου μ έψαξε μια δυό φορές μετα κατάλαβε που πάω και μ άφησε ήσυχη.Πηδούσα πάντα τον φράχτη , κι ο Θοδωράκης με περίμενε.Μου διάβαζε παραμύθια και ιστορίες μου μιλούσε για τρένα ,βαπόρια και αεροπλάνα.Μου έλεγε για την ζούγκλα και τ άγρια ζώα της κι εγω κρεμόμουν απ τα χείλη του μαγεμένη.Λίγες μέρες αργότερα αρρώστησα.Ο πυρετός με καθήλωσε στο σπίτι κι ο Θοδωράκης ήρθε με την μητέρα του να μ επισκεφθεί.Τότε είδα για πρώτη φορά οτι στηριζόταν σε πατερίτσες.Εκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι και μου διάβασε μια ιστορία .Μετα σηκώθηκε και στηρίζοντας τα χέρια του στο κρεβάτι στάθηκε μ εναν δικό του τρόπο απο πάνω μου κάπως στραβά και φίλησε το μάγουλό μου αργά και μαλακά ψιθυρίζοντας μου περαστικά. Η άδολη αγάπη μας κράτησε ενα χρόνο, μετά ο Θοδωράκης έφυγε στο εξωτερικό με τους γονείς του κι η κυρία Γαρουφαλλίδου θυμάμαι οτι έκλαιγε συνέχεια.
Ηταν δώδεκα χρονών αγόρι τότε αδύνατο σαν κλαράκι.Η πολιομυελίτιδα τουχε αχρηστέψει το αριστερό του πόδι και το ανάγκαζε να σέρνει τον σιδερένιο νάρθηκα παντού.Μα εγώ αγαπούσα τον σιδερένιο του θόρυβο.Να κοιτάω τα μάτια του ήθελα μόνο και ν ακούω τη φωνή του να μου διηγείται ιστορίες για την ζούγκλα και τ άγρια ζώα.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Το «τέλεια» και την «τελεία» τα χωρίζει η οξεία. Αμετάκλητα.
Εάν ενωθούν το μίγμα πάσχει. Διότι με τι τρόπο βάζεις τελεία εάν με τον άλλον είσαι τέλεια;;
Στον διαδικτυακό κόσμο οι έννοιες και οι ουσίες τους δεν συνευρίσκονται αλλά χωρίζονται πολλές φορές οριστικά.
Μόλις επέστρεψα από τον κηπουρό που του ζήτησα να με προσλάβει στις πρασιές του δήμου (φυσικά ανεπίσημα και δωρεάν) με σκοπό την ατομική μου ψυχοθεραπεία. Ο ψυχολόγος κοστίζει και θα μου συνιστούσε εργασιομανία. Το υπερπήδησα το ζικ–ζακ της λογικής με το κολπάκι, «βοηθός κηπουρού» γλάστρες και κουρέματα χορταριού.
Ο κηπουρός μάλλον με λυπήθηκε, όταν του είπα ότι υποφέρω από κενή προσώπου ερωτική απογοήτευση. Μάλλον τον μπέρδεψα τον κυρ Μένιο τον κηπουρό -θυμήθηκε την τρελέγκο κόρη της γειτόνισσας- όπως μου είπε, και με σπουδή δασκάλου έσπευσε να με χρήσει βοηθό.
Ισιώνοντας σγουρούς βασιλικούς, θυμήθηκα το ίσιωμα του ποντικού και εσένα να λάμπεις ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή. Ωραίος, γοητευτικός, ψαγμένος και γνώστης πολλών και σπουδαίων.
Τα ασύρματα και ενσύρματα ένστικτά μου αναπτέρησαν ή ανατρίχιασαν. Είχα αληθινά εντυπωσιαστεί.
Το επόμενο διάστημα κατέφυγα σε σπουδές πρόχειρες, ξένης λογοτεχνίας. Οι περιλήψεις μου και οι αναφορές μου στον συγγραφέα σου άρεσαν και ξεκίνησες λίγο δειλά να με ρωτάς τάχα ανίδεος, δήθεν με άγνοια αλλά θαυμάζοντας και χειροκροτώντας.
Πήρα τα πάνω μου. Άρχισα να περπατώ με σίγουρα βήματα, στην παρτίδα πόκερ που μόλις είχαμε ξεκινήσει.
Το βράδυ ονειρευόμουν τι θα σου έγραφα και το πρωί το πληκτρολόγιο πετούσε σαν ραπτομηχανή κεντήματος, λέξεις, φράσεις συλλαβές σταλμένες από τη δική μου οθόνη στους ιδιωτικούς δικούς σου χώρους.
Τα πιόνια στο σκάκι σε εκκίνηση καθημερινή. Χανόσουν για δυό –τρεις μέρες πολλές φορές για να σκεφτείς την επόμενη κίνηση. Το ΜΑΤ και το ΣΑΧ με όμηρο και αιχμάλωτο τον εαυτό μας, μας είχε κυριεύσει.
Η επικοινωνία μας εξελίχθηκε σε καταδίωξη. Το πρωί θα σε προκαλούσα και εσύ μετά από δύο ώρες θα απέκρουες και ως πυθία θα με κατηγορούσες για ύπουλη ασάφεια.
Ξεχνούσες ότι ήμουν πολύ νέα άρα αθάνατη. Ένας ώριμος άντρας και μία αθάνατη…… Το αιώνιο σύνδρομο ναμπούκωφ που εγκυμονεί και γεννά την δική μου τερατώδη απληστία και τη δική σου οξεία λαγνεία.
Σε είχα στο χέρι. Το πόκερ των ενστίκτων υπερβαίνει τις αλγεβρικές κινήσεις. Όταν τα ένστικτα χορεύουν το ζώο είναι πάντα πεινασμένο.
Αρνήθηκα τη σύντομη, κατά πρόσωπο, επαφή. Κατ’ αρχή θα κυριαρχούσε ο προφορικός λόγος. Κίνδυνος, θάνατος για τα παίγνια. Στην ζωντανή λέξη κατοικεί και η αλήθεια. Στα γραπτά, την φυλακίζεις την καρδιά με κελιά περίτεχνα και σπουδαιοφανή που θυμίζουν νεκρομαντεία. Αυτό το θανατηφόρο εγκλεισμό τον ξεπερνούν οι αληθινές και σπουδαίες πένες. Εμείς οι δυό άλλα αποζητούσαμε και θυσιάζαμε την καλολογία με ζητούμενο την καλλιγραφία παγίδα.
Σε καταδίωκα και εσύ εμένα. Σου είχα γίνει εμμονή. Λίγο ακόμα και θα άκουγα το κριτς-κρατς της τεχνολογίας να αγκομαχά.
Την εμμονή την μεταφράσαμε σε έρωτα και τον έρωτα τον ονομάσαμε παράφορο, τυχαίο και μοιραίο.
Και πάλι δεν ήθελα να σε συναντήσω…… Ήθελα όταν θα σε έβλεπα να σε δω λειωμένο και παραδομένο. Έτσι σε αποζητούσα. Γδυτό από τον αντρισμό σου και έτοιμο να ψευδορκήσεις παντού για χάρη μου.
Περνούσαμε τέλεια. Σε αντιμετώπιζα ως ακέραιο, αλάνθαστο, άνευ ελαττώματος, πλήρη, άρτιο… Που όμως ως θήλυ τα αποδομούσα, παίζοντας γρίφους και ντάμες πίκες μαζί με κούπες.
Η έξαψη είχε διαπεράσει το κορμί και το μυαλό μας και κινδύνευε το πληκτρολόγιο και τα προφίλ να καούν από την ένταση.
Είχαμε καταφέρει την πλήρη υποκατάσταση της αλήθειας με την μη αλήθεια…… Ακραίο αλλά συναρπαστικό.
Σε λάτρευα χωρίς οσμή με ποθούσες χωρίς τερηδόνα. Ερωτευμένα τεύχη περιοδικών….. Με πιθανή ανταλλαγή στις συλλογές τις αληθινές μας καρδιές. Αδύνατον να βάλουμε φρένο.
Έφτασα να σου στέλνω φωτογραφίες, στα ιδιαίτερα σου, εμένα παιδάκι, με τη μαμά μου, τον πατέρα μου. Εμένα μαθήτρια και μετά φοιτήτρια…..
Έστειλα και την πιο μυστική και αγαπημένη μου φωτογραφία. Μία που με κρατούσε η μάνα μου από το χέρι -εγώ 7 χρονών- και χαιρετούσαμε με ξέφρενη χαρά τον φωτογράφο. Την επομένη η μάνα μου πέθανε ξαφνικά. Μνήμα και τόπος αγάπης έγινε για μένα αυτή η φωτογραφία.
Στην έστειλα κι αυτή κλαίγοντας.
Τα βράδια λέγαμε καληνύχτες με πάθος. Οι εικονικοί οργασμοί βαράγανε ταβάνια.
Οι γύρω άνθρωποι κακοπερνούσαν και εμείς γράφαμε περισπούδαστα άρθρα ως ένδυμα στα υπονοούμενα της εμμονής που βασίλευε σαν άγρια αμαζόνα στα κορμιά μας.
Κλείσαμε ραντεβού.
Ήσουν η ζωή μου.
Είπες ότι παρατάς τα πάντα κι έρχεσαι μαζί μου.
Την επομένη τα πλήκτρα σίγησαν.
Έτρεξα να σε συναντήσω.
……………………………………..
Με πήρε το βράδυ και δεν ήρθες.
Πρόσβαση στο προφίλ σου από το κινητό για κάποιο περίεργο λόγο δεν είχα.
Νύχτα, εξουθενωμένη σε αναζήτησα.
Η οθόνη στον τοίχο σου έγραφε
error” “error” “error”
Τρεις φορές.
«Προσοχή, χρήστης ιός —κακόβουλο λογισμικό»
…………………………………………
Έχουν περάσει 6 μήνες.
Είμαι βοηθός κηπουρού επειδή αδυνατώ να είμαι συνεπής στην κανονική μου εργασία.
Ντρέπομαι να πω ότι ερωτεύτηκα μια χαλκομανία.
Το χειρότερό μου, ήταν που μοιράστηκα με έναν ιό την πιο ιερή με τη μάνα μου στιγμή.
…………………………………………………………………..
Φανταστική ιστορία. Και λίγο εφιαλτική. Όμως και αληθινή.
Photo Credits: FreePik

Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις