Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

 

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μας στις σύγχρονες υφάντρες-δημιουργούς, σειρά σήμερα έχει η 13η δημιουργός Νατάσσα Φωκιανίδου . H Νατάσσα Φωκιανίδου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Η καταγωγή της από την μητέρα της είναι από την Κωνσταντινούπολη και από τον πατέρα της από την Σμύρνη. Δούλεψε πολλά χρόνια στον ιδιωτικό τομέα, και έχει ασχοληθεί με την διοργάνωση εκθέσεων και συνεδρίων. Από το 2000 ασχολείται με την μικροϋφαντική και την συγγραφή. Σχεδιάζει και κατασκευάζει κοσμήματα. Από το 2011 έως σήμερα διδάσκει την τεχνική της μικροϋφαντικής στο Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης , καθώς και σε ιδιαίτερα μαθήματα , και σε σεμινάρια σε όλη την Ελλάδα. Είναι συλλέκτρια παλιών κεντημάτων και δαντέλας. Τα έργα της έχουν εκτεθεί στο Μουσείο Μπενάκη και σε ομαδικές και προσωπικές εκθέσεις καθώς και σε γκαλλερί. Στο FB μπορείτε να την βρείτε ως Natassa Fokianidou : προσωπικό χρονολόγιο όπου αναρτά όλα της τα κείμενα. Διαχειρίζεται τις Σελίδες: α) Η δημιουργία ειναι επανάσταση-Hand made" jewels" all over the world όπου προβάλει δημιουργούς χειροποίητων έργων απ όλο τον κόσμο, και β) Natassa-Faraona σελίδα που αφορά μόνο την ενασχόλησή της με την μικροϋφαντική, όπου θα βρείτε δημιουργίες της από το 2002 μέχρι και σήμερα .

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

 Ενα σανατόριο χαρά θεού


Το νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης βρίσκεται ψηλά.

Κοντά στο Ασβεστοχώρι .

Φημίζεται για το καλό κλίμα της η περιοχή.

Κι όντως ο αέρας που χτύπησε τα ρουθούνια μου με το που βγήκα ήταν καθαρότατος, δροσερός.

Μύριζε βουνό.

Ποια φορά ήταν αυτή δε θυμόμουν.

Εδώ ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο θείος μου, ένας σωρός φίλοι, συγγενείς, γνωστοί.

Τώρα ο άντρας μου.

Κατηφόριζα απ’ το Πέτρινο προς την έξοδο του νοσοκομείου και τα σκεφτόμουν.

Η αίσθησή μου  γι αυτό το χώρο ήταν παλιά.

Πιο παλιά απ αυτά τα γεγονότα.

Πιο παλιά κι απ την γέννησή μου.

Η μάνα μου έκανε την πρώτη αιμόπτυση στα είκοσί της χρόνια.

Πριν ακόμη με γεννήσει.

Ήταν εικοσιτριών χρονών αρραβωνιασμένη.

Ο πατέρας μου υπηρετούσε την θητεία του στο στρατό και τον έπιασε ο εμφύλιος.

Έσκασε το μέσα της να τον περιμένει.

Έπρεπε να τον περιμένει μου είχε πει.

Σε μια άδειά του  είχε γίνει γυναίκα του.

Επομένως σύμφωνα με τις αρχές της έπρεπε να τον παντρευτεί.

Άρα έπρεπε να πλαντάξει από υπομονή περιμένοντας με αγωνία να σωθεί απ’ τον πόλεμο  και επίσης να κρατήσει τον λόγο του και να  τιμήσει δεόντως τον αρραβώνα τους.

Ο πατέρας μου τελειώνοντας ο πόλεμος σώθηκε κι απολύθηκε, σκάλωσε όμως στον Πειραιά για ένα εξάμηνο σε κάποια μακρινή ξαδέρφη του που ήταν ζωντοχήρα και την έλεγαν Πολυξένη.

Η Πολυξένη στην αρχή τον φιλοξένησε.

Μετά όμως τον σπίτωσε.

Η Αφροδίτη στη Θεσσαλονίκη κι εκείνος στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να λέμε σήμερα ο ένας εδώ κι ο άλλος στη νήσο του Πάσχα.

Η μάνα μου είδε κι αποείδε.

Μια μέρα λύγισε, μάτωσε τα πνευμόνια της και ανέβηκε στο Σανατόριο ως ασθενής από φυματίωση.

Εκείνη την εποχή στα 23 της δεν είχε βιώσει τίποτε.

Μήτε παιδική ηλικία μήτε εφηβική.

Έμεινε ορφανή από πατέρα στα εννιά της χρόνια κι

έγινε μάνα για τα τρία μικρότερα αδελφάκια της, αναγκαστικά αφού η κανονική μάνα χρειαζόταν να κάνει τρεις δουλειές για να τα μεγαλώνει.

Δεν υπήρχε άνθρωπος να τους βοηθήσει και η Γερμανική κατοχή αποτελείωσε ο,τι η μοίρα με τόσο απάνθρωπο τρόπο είχε αρχίσει.

Μετά αρραβωνιάστηκε απ τα δεκάξι της.

Εκτός από κακουχίες, ατυχίες και στερήσεις δεν είχε βιώσει τίποτε άλλο.

Όταν αρρώστησε κι ανέβηκε στο Παπανικολάου το τότε Σανατόριο της Θεσσαλονίκης,  ήταν γεμάτο στην κυριολεξία από νέους ανθρώπους.

Όλοι νέοι της κατοχής.

Ήταν ωραία μου είπε κανένα χρόνο πριν πεθάνει.

Μου έπεσε το σαγόνι.

«Ωραία»; τι «ωραία» …τη ρώτησα.

Ε να ωραία πως να το πω… εκεί μας μιλούσαν με ευγένεια, μας φρόντιζαν οι γιατροί, μας εξηγούσαν τι έπρεπε να κάνουμε για την υγεία μας, τρώγαμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ καλά, άσε που οι πτέρυγες των γυναικών και των ανδρών είχαν κρυφούς δρόμους επικοινωνίας και είχαμε έρωτες, παράφορα πάθη και γάμους ακόμη.

Ερχόταν κυρίες και μας μοίραζαν δώρα τις γιορτές, στολίζαμε δέντρο, τραγουδούσαμε, χαιρόμασταν.

Χτίσαμε τις πιο δυνατές φιλίες της ζωής μας εκεί.

Ποιος με φρόντισε εμένα ποτέ πριν;

Ποιος με ρώτησε αν πεινάω;

Ποιος με πλησίαζε να μου σφίξει το χέρι να με κοιτάξει φιλικά στα μάτια;

Κανείς.

Δεν ήθελα να φύγω από ‘κει το καταλαβαίνεις;

Βγαίναμε φωτογραφίες στα χιόνια και τις κοιτάω ακόμη και κλαίω από συγκίνηση.

Έλεγε, έλεγε η Αφρούλα κι εγώ δεν πίστευα στ αυτιά μου.

Εκατοντάδες νέοι τότε έζησαν έτσι στα Σανατόρια.

Στερημένοι από σχολεία και πανεπιστήμια λόγω δύσκολων εποχών, πεινασμένοι για όλα, λόγω της κατοχής, έχτισαν τις ζωές τους μέσα στις δομές των Σανατορίων.

Γι αυτό η Αφροδίτη όταν γριούλα πια αρρώστησε βαριά και την μεταφέραμε εκεί άνοιγε το πρωί τα μάτια της, κοιτούσε απ το μεγάλο παράθυρο έξω, χαμογελούσε κι έλεγε:

«μια χαρά είμαι εδώ»

«δε φοβάμαι τίποτα».

«Ήρθαν τα νιάτα μου πίσω»

Δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 2019 στο GreekCloud



Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

 Ανεπίδοτες ανακατατάξεις.

Δύο χρόνια αφ ότου γράφτηκε το κείμενο ΑΝΕΨΙΑ Η ΑΝΗΨΟΥΔΙ, δηλαδή το 2020 , ο θείος Θανάσης κι η θεία Φούλα συγχωρέθηκαν με διαφορά τριάντα μέρες μεταξύ τους.
Πάντα χέρι με χέρι πήγαιναν δεν είναι παράξενο.
Η απώλειά τους οριοθέτησε μια νέα εποχή για μένα .
Την εποχή του να ζει κανείς χωρίς τους γεννήτορές του.
Χωρίς κανέναν πιά που να μπορεί να περιγράψει την βρεφική και νηπιακή ηλικία την τόσο σημαντική για όλους μας.
Αυτό που κυρίως ένοιωσα είναι οτι η ταινία που έστησε ο άγνωστος σκηνοθέτης μου, έμεινε χωρίς ανθρώπους.
Αυτό είναι η ορφάνια.
Ακόμη αναρωτιέμαι μετά από ένα χρόνο τι να το κάνω όλο αυτό.
Πως το διαχειρίζεται κανείς;
Με δάκρυα;
Με βουτιές στο κενό;
Με τις μνήμες;
Με την ελπίδα της συνέχειας και την αισιοδοξία του αύριο;
Πως ζει κάποιος μόνος μέσα σ ένα σκηνικό γεμάτο πεθαμένους;
Νομίζω είναι η πιο κατάλληλη εποχή να κάνω εικαστική παρέμβαση στα ''θυρώματα'' ,πιθανώς κάποια απ αυτά να θέλουν οριστικό γκρέμισμα.
Μάλλον είναι περιττά.
Πάλιωσαν.
Και χωρίς την άδεια του σκηνοθέτη φυσικά.
Που να τον ψάχνω τώρα....
ΑΝΕΨΙΑ Η ΑΝΗΨΟΥΔΙ. 2018
Υπήρξα κόρη.
Πέθαναν κι οι δύο και μου πέρασε.
Δεν αισθάνομαι κόρη κανενός κι αυτό είναι μια λύπη μα και τεράστια λύτρωση.
Σκληρό ν ακούγεται .
Ακόμη πιο σκληρό όταν βιώνεται.
Σκληρές πυξίδες.
Σε προσγειώνουν στα σωστά μέρη και σ αφήνουν να δράσεις γυμνός απο κεί και πέρα κατά το μυαλό σου.
Τη σκόνη της γονικής σχέσης την φύσηξα στο πυρ το εξώτερο.
Ακόμη κι όταν τους μνημονεύω και θυμάμαι τις τρυφερές μας στιγμές, το τζάμι που κοιτάω είναι κρύσταλλο κι οι εικόνες φαίνονται καθαρές χωρίς να χρειάζονται τα τρία ζευγάρια γυαλιά που μ ακολουθούν ανελλιπώς στο βίο μου.
Οι γονείς βέβαια είναι μια υπόθεση που δεν τελειώνει εύκολα.
Μου απέμειναν ένας θείος και μια θεία από την πλευρά της μητέρας μου.
Με τον θείο Θανάση έχω κοντά 18 χρόνια διαφορά.
Οταν ήμουν 4 ετών ο ρόλος που μου φόρεσα ήταν νάμαι η μαμά κι εκείνος το μωρό.
Εβαζε το κεφάλι του, γιατί μόνο αυτό χωρούσε,στην αγκαλιά μου και τον νανούριζα τραγουδώντας παιδικά τραγούδια.
Εκείνος έκανε πως κοιμόταν.
Μεγαλωμένος στο Παπάφειο ορφανοτροφείο ήξερε μουσική κι αυτό μου άρεζε πολύ.
Επαιζε μαζί μου.
Ηταν ζωντανός κούκλος και τον λάτρευα.
Δεν τον είπα ποτέ θείο.
Αντιθέτως του έχω δώσει κατά καιρούς δικά μου ονόματα όπως Σασάκης οταν δεν μπορούσα ν αρθρώσω σωστά "Θανασάκης".
Ο Σασάκης λόγω επαγγέλματος κι άλλων υποχρεώσεων έμεινε πολλά χρόνια μακριά.
Οι παιδικές μνήμες μαζί του έχουν γεύσεις σοκολάτας αμυγδάλου,φρέσκων φιστικιών και παγωτού βανίλια.
Του ζητούσα τα πάντα.
Οτι μου γυάλιζε ,ότι κυκλοφορούσε σε παιγνίδι τόχα στο μαξιλάρι μου την επόμενη μέρα.
Τον βλέπω αραιά πια.
Είναι πάντα χαμογελαστός όταν του σκάω φιλί στο μάγουλο.
Τον τσακίζει μέρα με τη μέρα ο χρόνος κι εγώ ψάχνω απεγνωσμένα την πράσινη σπιρτάδα των ματιών του και την κορμοστασιά του οταν χόρευε μπούκι ,ροκ ε ν ρολ ,μάμπο ,τσα τσα και τουίστ .
Προσπαθούσα να βρίσκομαι κάπου κοντά του καθισμένη κούκου στο πάτωμα και να βλέπω τα μυτερά παπούτσια του να λυγίζουν στο τέμπο των ρυθμών της εποχής του 60.
Κι αισθάνομαι ακόμη ανηψούδι του.
Μικρό.
Παρ όλες τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά μου.
Εχω την εντύπωση πως αυτό θα μείνει έτσι για πάντα.
Το χρειάζομαι.
Η ζωή χωρίς σκιές είναι ανεπανάληπτη.
Το παιγνίδι όμως με τον εαυτό μας είναι που δίνει την τρισδιάστατη αίσθησή της.



Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

 Διατυπωμένες διαπιστώσεις άνευ σημασίας.

Τον τελευταίο καιρό ,στο τέλος του 2020 το εντοπίζω, πάρα πολλές σκέψεις που παλαιότερα τις εξέφραζα άμεσα ,αρνούνται να βγουν προς τα έξω.
Με ησυχάζει το να σωπαίνω.
Ενώ με ησύχαζε το να εκφράζομαι άμεσα.
Το είχα ανάγκη βέβαια κι ευτυχώς έβρισκα τρόπους να το κάνω.
Μακάρι να ήξερα τις διεργασίες που γίνονται μέσα μου.
Ενα απλό και καραμπινάτο γήρας μήπως ;
Μια αναδίπλωση απόψεων εν όψη νέας εποχής και αλλαγής στον τρόπο της καθημερινότητας ;
Ολα μαζί ;
Τείνω προς την πρώτη εκδοχή και χαμογελάω, πιθανότατα γιατί ακόμη έχω διάθεση να κάνω σχέδια, να είμαι όρθια και να κάνω και αισιόδοξα προγράμματα για το μέλλον.
Και μ αρέσει που περνάω απαρατήρητη από τις ανδροπαρέες πλέον, αλήθεια λέω μ αρέσει.
Με ησυχάζει και αυτό.
Ο ιδιοκτήτης του διπλανού βουλκανιζατέρ μόνο κουνάει με νόημα το κεφάλι του δεξιά αριστερά όποτε με βλέπει να πηγαίνω στο φούρνο και μισοκλείνει τα μάτια του μ ένα αμυδρό χαμογελάκι.
Και μετά όταν επιστρέφω μου πετάει ένα: "συνεννοούμαστε εμείς''
κουνώντας πάντα το κεφάλι του με νόημα.
Αχ αυτά τα βουλκανιζατέρ...



Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

 "Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος"

Έχασα την εμπιστοσύνη μου στη σιωπή
δεν είναι αγνή, δεν είναι ρομαντική, να κρύβει
ψιθυρίσματα του έρωτα
ή την επόμενη μουσική φράση ποιμενικής συμφωνίας.
Της ανημποριάς λυσσαλέα πνίγει το λυγμό
μια αιώνια θρέφει απειλή.
Καλοπροαίρετη εγώ
καλοπροαίρετη κι η μέρα το πρωί
δεν προσέξαμε
το βουβό πείσμα που φιμώνει
τη συνείδηση του αύριο
και δεν αφήνει ν' ακουστούν
τα ηχηρά εκτοπλάσματα του φόβου...
Ω ναι, κι εγώ φοβάμαι.
Όμως ακόμη πολεμώ μην κουφαθώ
ν' ακούω θέλω όλο το λυγμό
και να μονολογώ
με τη φωνή της ψυχής μου.
Κατερίνα Αγγελάκη ~ Ρουκ

Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις