Δεν υπάρχουν πολλοί Ελληνες ζωγράφοι που μπορούν να απευθυνθούν με αυθάδεια στους μετρ της ζωγραφικής και να μην παρεξηγηθούν.
Ο Τάσος Παυλόπουλος μπορεί να πει με άνεση, πάντως, στον δημιουργό τής «Γκερνίκα»: «Σκάσε ρε Πικάσο». Και στον Ρέμπραντ, που ο Ελληνας ζωγράφος νιώθει να τον παρατηρεί με το ενοχλητικό βλέμμα του όταν δουλεύει στο ατελιέ του στην Κυψέλη: «Χέστηκα άμα δεν σ' αρέσει, ρε Ρέμπραντ».
Ολη η ζωγραφική αλλά και η στάση του Τάσου Παυλόπουλου απέναντι στη ζωή μοιάζει με ντανταϊστικό παιχνίδι, μ' ένα διαβρωτικό, λοξό σχόλιο στην πραγματικότητα και τις προσωπικές του εμπειρίες. Ανάλογο είναι και το πνεύμα της νέας έκθεσής του με τίτλο «Ραπτομηχανικά», με περισσότερα από 78 έργα ζωγραφικής σε χαρτί και κάποια σε τελάρο. Εγκαινιάζεται την Τρίτη 23 Μαρτίου στην γκαλερί «Kalfayan» (Χάρητος 11) στο Κολωνάκι.
«Τα "Ραπτομηχανικά" δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με μηχανορραφίες», λέει ο ζωγράφος για τον τίτλο. Και σπεύδει να αποσαφηνίσει: «Απεχθάνομαι τις δολοπλοκίες, τις μηχανορραφίες, όλα όσα γίνονται υπογείως εις βάρος της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Ο τίτλος της έκθεσης παραπέμπει στην άποψη περί σουρεαλιστικής "αντίληψης", που εξέφρασε ο Αμερικανός καλλιτέχνης Γουίλιαμ Κόπλεϊ, αναφερόμενος στο απόσπασμα από "Τα άσματα του Μαλντορόρ" και στην τυχαία συνάντηση μιας ραπτομηχανής με μιαν ομπρέλα πάνω σ' ένα τραπέζι ανατομίας. Ενας σουρεαλιστικός πίνακας μπορεί, έλεγε ο Κόπλεϊ, να φτιαχτεί από τρία τέτοια στοιχεία».
Η ζωγραφική του Τάσου Παυλόπουλου είναι φτιαγμένη από περισσότερα στοιχεία. Συστατικό της είναι και το κείμενο. Δανείζεται φράσεις και ιδέες από τη διαφήμιση έως και την ιστορία της τέχνης και τις ενσωματώνει στις ζωγραφικές του συνθέσεις. Σ' έναν από τους καινούργιους του πίνακες ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, ολομόναχος στο δωμάτιό του, κρατά στο υψωμένο χέρι του το κομμένο του αυτί, στο άλλο το μαχαίρι και αναφωνεί στα ιταλικά «Vaffanculo!» (Αντε γαμήσου!).
«Ο Βαν Γκογκ απευθύνεται σε όλους μας», εξηγεί ο ζωγράφος. «Θυμόμουν και την απάντηση που είχε δώσει κάποτε ο Μαξ Ερνστ σε κάποιον που ζητούσε συμβουλές προς νέους καλλιτέχνες: «Πες τους να κόψουν το αυτί τους», είχε απαντήσει.
Για να κάνεις τέχνη πρέπει, τελικά, να δοθείς ψυχή τε και σώματι, να βασανιστείς και να αυτομαστιγωθείς».
Στον πίνακα «Bye Bye Matisse» ο Παυλόπουλος παρουσιάζει μια δική του ανατρεπτική παραλλαγή του περίφημου «Χορού» του Ανρί Ματίς, τον πίνακα με τις γυμνές φιγούρες που πιασμένες χέρι χέρι χορεύουν σε κύκλο. Το μοτίβο εμφανίστηκε, πρώτη φορά, στον πίνακα του Γάλλου ζωγράφου «Η χαρά της ζωής». Οι φιγούρες του Παυλόπουλου δεν είναι τόσο ευγενικές όσο του Ματίς. Μοιάζουν με απόκληρους τσιρκολάνους ντυμένους με κουρέλια και με μάσκες του Ζορό ή αντισφυξιογόνες στα πρόσωπά τους.
«Το δικό μου έργο είναι πιο κοντά στη λογική "τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα" ή "δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη".
Η άποψη μου περί ομορφιάς της ζωής δεν έχει σχέση με λουλούδια και χρώματα, αλλά περισσότερο με τον αγώνα του ανθρώπου για την κατάκτηση της ατομικής του ελευθερίας. Αν δεν έχεις πετύχει την ατομική σου ελευθερία δεν μπορείς να αγωνιστείς για τη συλλογική. Αν δέρνεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου δεν μπορείς να εμφανίζεσαι στην κοινωνία ως επαναστάτης. Δεν μ' ενδιαφέρει, επίσης, να φτιάξω ένα ωραίο τοπίο ή μια ωραία γυναίκα για να φανεί η τεχνική και δεξιοτεχνία μου, αλλά να βγάλω έξω τα σωθικά μου για να τα δω πρώτος απ' όλους εγώ και να εκπλαγώ».
Γι' αυτό και δεν μας εκπλήσσει όταν λέει πως προτιμά την τέχνη με ρωγμές, ρυτιδιασμένη και τσακισμένη. Ακόμα κι όταν ξέρει ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να την κρεμάσουν στο σαλόνι τους οι μπουρζουάδες.
«Αυτοί αγοράζουν τα πάντα για να τα αφοπλίσουν και να τα αποδυναμώσουν. Η εξαγορά ενός ανθρώπου, μιας πουτάνας, ενός μετανάστη, ο χρηματισμός γενικότερα, είναι το όπλο της μπουρζουαζίας για να αποδυναμώνει τους αντιπάλους της. Το ίδιο θα κάνει και με μένα και με όλους τους ζωγράφους. Εγώ δεν τους πουλάω έργα μου, η γκαλερί τα πουλάει. Δεν σημαίνει, όμως, ότι με την αγορά ενός έργου αγοράζουν και την ψυχή μου ή τις πεποιθήσεις μου. Ισως ν' αγοράζουν και την κατάρα μου. Εμένα μ' ενδιαφέρουν οι ταπεινοί, οι καταφρονεμένοι, οι δαρμένοι και αυτοί που ξεφτιλίζουν το κράτος όπως ο Πάντσο Βίλα, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα ή ο Παλαιοκώστας».
Ποια είναι η αγαπημένη σας ρήση;
«Είναι ωραίο να ταρακουνήσουμε το κλουβί μας. Ακόμα κι αν δεν ελευθερωθούμε, θα διασκεδάσουμε. Δείτε τώρα την ασφυξία που αισθάνεται ο μέσος άνθρωπος μέσα στη βαρβαρότητα της οικονομικής κρίσης, που συναγωνίζεται έναν παγκόσμιο πόλεμο. Οι βομβαρδισμοί έχουν δώσει τη θέση τους σε χρηματοοικονομικούς δείκτες και βαμπίρ κερδοσκόπους. Η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να εναντιωθεί στη βαρβαρότητα. Ο καλλιτέχνης μέσα στα βάσανά του, τη δύσκολη στιγμή μουντζουρώνει, ζωγραφίζει, έχει μια διέξοδο προσωπική. Ακόμα κι αν είναι αυταπάτη, βάζει λίγο μέλι στην πίκρα της ψυχής».
«Μου χάνει τον εαυτό μου»,
που γράφει ο Ικαρος Μπαμπασάκης στον κατάλογο της έκθεσης.