Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Η θεία Ελβίρα (συνέχεια)****


«Κατάλαβες παιδί μου;» μου είπε κάποια στιγμή.

«Εμείς τότε δεν είχαμε τίποτε. Μήτε φουστανάκι να φορέσουμε. Ένα είχαμε για κάθε μέρα, που το πλέναμε το βράδυ και το φορούσαμε το πρωί, πολλές φορές και βρεμένο.Κι ένα ακόμα, στο κρεμαστάρι για την εκκλησιά το Πάσχα και τα Χριστούγεννα ,κρεμασμένο εδωνά, πίσω από την πόρτα και κουκουλωμένο με ένα άσπρο πανί να μη σκονίζεται. Παντόφλες ή «λάστιχα » για κάθε μέρα στα πόδια κι ένα ζευγαράκι παπούτσια διπλοσολιασμένα για τις γιορτές.Εμένα το μάτι μου όμως στην εκκλησιά ήταν στην αρχόντισσα την Πωλίνα.

Ζήλευα τις δαντέλες της , τα φορέματά της, μα πιο πολύ από όλα εκείνο το σεντεφένιο το τσαντάκι που κρατούσε.Και το μαντηλάκι της το ζήλευα. Το έβγαζε κάθε τόσο από μέσα από το τσαντάκι και το ακουμπούσε στο μέτωπό της και μοσκοβολούσε ο τόπος γιασεμί. ΄Ομως εκεί που μ’ ήρθε να σκάσω ήταν μια μέρα έξω από την εκκλησιά που η Πωλίνα η αρχόντισσα έκατσε γιατί της ήρθε λιγοθυμιά. Αφού τη συνεφέραμε με νερό και της τρίψαμε τα χέρια,έβγαλε από αυτό το τσαντάκι που σας λέω, ένα κατιτίς που γυάλιζε μικρούτσικο τόσο δα.Και τι ήταν λέτε βρε κορίτσια; ΄Ενα καθρεφτάκι. ΄Ενα μικρό καθρεφτάκι με χερούλι φιλντισένιο ,με σκαλίσματα ένα γύρο , και στολισμένο με κοράλια. Εμένα έμεινε το μάτι μου εκεί, μαζί κι η καρδιά μου.Απο τότε εχω μανία με τους καθρέφτες. Δεν βλέπετε εδώ τι γίνεται; «Από τότε με έμεινε το χούι» είπε η θεία Ελβίρα με ένα μικρό γελάκι και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε.

Είδα τότε μέσα στο βλέμμα της πάλι εκείνη την φλογίτσα που έλαμπε σαν νάταν ξεπεταρούδι εφηβάκι που κάνει σκανδαλιές.

« Και μη με κοιτάς έτσι δά» συνέχισε. «Σας είπα .Εμείς τότε τίποτα δεν είχαμε». Και κατέβασε μια γερή γουλιά τσίπουρο, κουνώντας το κεφάλι της.

Η φίλη μου που ήξερε λίγο πολύ αυτές τις διηγήσεις της θείας Ελβίρας κι από άλλες φορές την διέκοψε.

«Άντε θκειά» της είπε γελώντας.» Πες μας τώρα πως γνώρισες τον θείο. Αξίζει τον κόπο» .

Με το που το άκουσε η Ελβίρα , θες από τα τσίπουρα θές από τα γεγονότα αυτής της γνωριμίας που κατέκλυσαν μεμιάς το μυαλό της, έσκασε στα γέλια. Γέλασε τόσο πολύ που δάκρυσαν τα μάτια της, χτυπούσε τα γόνατα της με τα χέρια της πιάνοντας ταυτόχρονα το φουστάνι της κι άφηνοντας να φαίνονται γυμνά τα γόνατά της.Γύρισε σε μένα σκουπίζοντας τα μάτια της και είπε γελώντας πάντα. «Τούβλο.Τούβλο όνομα και πράμα αυτός ο έρωτας παιδάκι μου».

Γύρισε πάλι πρός την μεριά μου και με κοίταξε.«Τυχερές εσείς οι νέες κοπέλες ...τυχερές» είπε.«Εμείς τότε ήμασταν δεμένες πισθάγκωνα ,φυλακισμένες μας είχαν οι γονιοί μας. Άντε να ξεμυτούσες τότε απ την πόρτα.Δεκαεννιά χρονών ήμουνα κι ακόμα ξύλο έτρωγα απ τον πατέρα μου.Έλα ομως που ο έρωτας τρυπώνει απ τα παράθυρα.Κάθε πρωί τον έβλεπα τον έρωτα απο δωνά, περνούσε καβάλα στ άλογο. Ξάδερφος της Πωλίνας της αρχόντισσας ,πρώτος του χωριού,γαμπρός περιζήτητος.Κι εγώ να λυώνω σαν το κεράκι.Κι είχαμε και τον καημό που δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε.Εκει στο περβάζι απ το παραθύρι ειχα μια πέτρα τάχα να κρατάει το παντζούρι κι έβαζα απο κάτω κανένα σημείωμα με δυό λόγια να το βρεί το βράδυ όταν γύριζε απ τα κτήματα.Αφηνε κι εκείνος άλλο δικό του μόλις το διάβαζε και πάει λέγοντας.Βάσανο παιδάκι μου ,σκέτο βάσανο .

Εσείς τώρα τα χαίρεστε όλα.Έχετε τα τηλέφωνα,τις καφετέριες,τα πάρκα κι ενα σωρό άλλα» ειπε η θεία Ελβίρα κι έσκασε πάλι στα γέλια με τα πονηρά ματάκια της να βγάζουν φωτιές.

«Και νάταν μόνο αυτό καλά θά ταν »πρόσθεσε.«Η γειτόνισα απέναντι μας πήρε χαμπάρι.Έφερε τα χαμπέρια στον πατέρα μου και που σε πονεί και που σε σ’κώνει Ελβιρα!Μ έκοψε τις κοτσίδες μου ο αθεόφοβος και με κλείδωσε μέσα σαν τον ποντικό.Η μάνα μου; Κουβέντα.Που να τολμούσε.Έκλαψα με μαύρο δάκρυ τότε.Εκανα να κοιταχτώ στον καθρέφτη οκτώ μήνες ,απ τον φόβο μη και δω τα μούτρα μου.»Σ αυτό το σημείο της διήγησής της η θεία Ελβίρα έγινε απότομα σκυθρωπή.Και μου φάνηκε οτι πιό πολυ απ όλα ,αυτό που της κόστισε περισσότερο, ήταν που δεν ήθελε να κοιταχτεί στον καθρέφτη.Αλλά μπορεί να ήταν κι η ιδέα μου. «Και μετά ;μετά τι έγινε ο έρωτας;» ρώτησα μ ενδιαφέρον.

Η θεία Ελβίρα σηκώθηκε σβέλτα σβέλτα ,έφερε στο τραπέζι ένα πιάτο με ντολμαδάκια που είχαν γίνει στο μεταξύ και συνέχισε.«Μετά τα πράγματα ήταν ακόμη πιό δύσκολα.Ο Παναγιωτάκης μου άλλαξε δρόμο για να μην αγριέψει κι άλλο η κατάσταση .Να με γυρέψει απ τον πατέρα μου ούτε λόγος αφου είχε τρείς αδερφές να παντρέψει.Κι ετσι τον έχασα.Για λίγο όμως.Γιατί ο έρωτας παιδί μου δεν κρατιέται.Έστιβα το μυαλό μου μέρα νύχτα να βρώ τον τρόπο να τον ξαναβλέπω.Και μιά μέρα μού ρθε η ιδέα.Κεντούσαμε τότε όλες οι κοπέλες ,ξέρεις ,τα προικιά μας.Διασχίζαμε λοιπόν την πλατεία του χωριού για να πάμε στο μαγαζάκι του μπαρμπα Αλέκου και να πάρουμε μουλινέδες και κουβαρίστρες.Δίπλα απο τον μπαρμπα Αλέκο ήταν και το μπακάλικο του χωριού.Είχα επομένως δυό καλές ευκαιρίες.Έλα όμως που έπρεπε να βλέπει κι όλο το χωριό οτι κάτι κουβαλούσα.Κι εδώ μπαίνει το τούβλο που είπα στην αρχή.Έπαιρνα το λοιπόν μια πάνινη τσάντα, έβαζα μέσα ένα τούβλο απ τον φράχτη και την κρατούσα για να βλέπουν οι χωριανοί οτι πάω κάπου η οτι έρχομαι απο κάπου οπου ψώνισα.

Τι ψωνιζα;Τίποτα.

Είχα το τούβλο και το πήγαινα και το έφερνα πέρα δώθε.

Ο σκοπός μου ήταν να περνάω απ την πλατεία γιατί εκεί καθόταν ο Παναγιωτάκης τ απογεύματα κι έπινε τον καφέ του.Ετσι κουβάλησα πολλά τούβλα.Έκτιζες κοτζάμ σπίτι αν τά βαζες το ένα πάνω στ άλλο.Κι έτσι κι έγινε δηλαδή γιατί στο τέλος το κτίσαμε το σπίτι με τον Παναγιωτάκη.Το βάρος όμως απο κείνα τα τούβλα έμεινε θαρρώ μέσα μου, εδώ να» είπε η Ελβίρα κι έδειξε με το χέρι της το στήθος της. «Και νομίζω οτι και τώρα να ερωτεύομουν πάλι τούβλο θά ψαχνα για να μη φανερωθώ.Τι τα θές παιδάκι μου...κακό πράγμα ο άνθρωπος να μη χορτάσει λεύτερος την νιότη του.

Κι ακόμη χειρότερο ...να γεράσει κι αντί νάναι αλαφρύς σαν τ αεράκι νάχει αυτό το βάρος εδώ».Και ξαναδειξε το στήθος της.
Πέρασα πέντε αξέχαστες μέρες τότε στο σπίτι της θείας Ελβίρας.

Γεμάτες μέρες.

«Τούβλα »πήγαν κι ήρθαν πολλές φορές σ όλα τα μήκη και τα πλάτη και του δικού μου βίου.Κι ας πίστευε η θεια Ελβιρα οτι εμεις οι νεοτερες βιωνουμε αποενοχοποιημένα και ελεύθερα τις σχέσεις μας.

Αμ δε!
********πρώτη δημοσίευση στην στήλη μου του homefood τον Σεπτέμβριο του 2008.

Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις