Ζεστή μπαγκέτα
Τον είδα στη γωνία να βγαίνει αργά αργά και το χρώμα του δε μ άρεσε καθόλου.
Έπιασα το μπράτσο του ελαφρά και τον κοίταξα ερωτηματικά κάνοντας εκείνη την κίνηση με το κεφάλι που κάνουμε όταν οσμιζόμαστε κάτι κακό .
Κατέβασε τα μάτια κοιτώντας στα βρώμικα πλακάκια μπροστά μας και ψιθύρισε.
«Καρδιά Νατάσα,η καρδιά μου κλάταρε έκανα εγχείριση»
Έσφιξα λίγο ακόμη το μπράτσο του και οι σκηνές ξετυλίχτηκαν ζωντανές ,κομματιασμένες, παλιές, κουρέλια της νεανικής ηλικίας.
Ο Τόλης ήταν στα εικοσιδύο κι εγώ στα δεκαεννιά όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι μας.
Εγώ με δυό ακουστικά στο κεφάλι καρφωμένη σ ένα γραφείο κι εκείνος οδηγός γαντζωμένος στο τιμόνι,μόνιμα κάθιδρος,συνεχώς αγχωμένος και νυχθημερόν πεινασμένος.
Χτυπούσαμε δεκατετράωρα δουλειάς απ τις επτά το πρωί και δεν παίρναμε χαμπάρι από κόπο και κούραση.
Απλά εκείνος είχε άγχος για όλα.
Γιός ανώτατου δικαστικού ,χωρίς μάνα,αγάπησε την Πόντιακ όπως την έλεγε λόγω της ποντιακής καταγωγής της κι ο πατέρας τον αποκλήρωσε και δεν του ξαναμίλησε γιατί θέλησε να την παντρευτεί.
Του Τόλη η ζωή γέμισε έρωτα και ταυτόχρονα τεράστιο βάρος γιατί ήθελε να παρατήσει τα πάντα ,να δουλέψει και να της αφοσιωθεί.
Θυμάμαι το πουκάμισό του είχε πάντα χειμώνα καλοκαίρι μια τεράστια στάμπα ιδρώτα όταν κατέβαινε απ το αυτοκίνητο.
Η αναπνοή του ήταν γρήγορη ,μπέρδευε τα λόγια του απ τη βιασύνη.
Το αφεντικό μας ήταν Κέρβερος.
Ούρλιαζε με το παραμικρό όταν αργούσαν έστω και λίγο οι παραγγελίες,απειλούσε με απολύσεις ,με μειώσεις μισθών.
Ο Τόλης δούλευε κυριολεκτικά σαν σκυλί.
Δεν τον άκουσα ούτε μια φορά να φωνάζει ούτε μια φορά δεν τον είδα ν αγανακτεί.
Δούλευε σαν τρεις ανθρώπους αγόγγυστα.
Στο διάλειμμα του εικοσάλεπτου που είχαμε έτρωγε καθημερινά μια ολόκληρη καυτή μπαγκέτα σαν τρένο ,μόλις την έβγαζε ο φούρνος, παραγεμισμένη μ όλα τα καλά του κόσμου.
Σαλάμια, κασέρια ,ντομάτες, λουκάνικα ,μορταδέλα,μουστάρδες ο,τι έβρισκε τέλος πάντων στο διπλανό μπακάλικο.
Και δεν την έκοβε ποτέ.
Την έπιανε απ τις δύο γωνίες με τα χέρια και την πήγαινε δαγκώνοντας απ άκρη σ άκρη.
Στα γρήγορα.
Κοιτούσε το ρολόι και με την μπουκιά στο στόμα ξανακαβαλούσε το αυτοκίνητο κι εξαφανιζόταν.
Τον κοιτούσα λοξά εκείνες τις στιγμές που έτρωγε κι ο διάλογος ήταν πάντα ο ίδιος.
«Θές;»
«Οχι κάνω δίαιτα»
«Τι θες να χάσεις ;τα κόκαλά σου;»
Και μετά γελούσαμε.
Μια μέρα μου είπε οτι η Πόντιακ γκαστρώθηκε.
Γελούσαν οι αυτάρες του και τα μάτια του γυάλιζαν από χαρά.
Η κόρη που ήρθε στον κόσμο βγήκε πρόωρη ,πολύ πρόωρη.
Στους έξη μήνες.
Ενα μικροσκοπικό πλασματάκι ήταν όταν την είδα ακόμη και μετά την θερμοκοιτίδα.
Ο Τόλης όλο το διάστημα που χρειάστηκαν εξτρά έξοδα ,έπιασε και νυχτερινή δουλειά.
Έκλειναν τα μάτια του στο τιμόνι κι οι μπαγκέτες έγιναν δύο.
«Μόνο το φαγητό με κρατάει όρθιο» μου λεγε.
Την ανάστησε.
Την σπούδασε.
Την πάντρεψε.
Ο πατέρας του πέθανε χωρίς να μιλήσουν .
Χωρίς να δει την εγγόνα του.
Ούτε μια φορά.
Ο Τόλης έγινε παππούς.
Και μετά η καρδιά του λύγισε.
Ράγισε.
Απλά πράγματα,ανθρώπινα.
Η αθανασία είναι για τους θεούς.