H μάνα του άντρα μου.
Η Κανέλα μεγάλωνε σε δυo κάμαρες στη Ξάνθη.
Έχασε τη μάνα της στα οκτώ της κι είχε πίσω της τρία αδέρφια αγόρια.
Ο πατέρας της ήταν 30 χρονών κουρέας στο επάγγελμα.Πριν τελειώσει το πένθος ούτε ένα χρόνο μετά δηλαδή ,παντρεύτηκε μια εικοσπεντάρα μπας και βολευτούν τα δεινά του.
Η μητριά την σταμάτησε από το σχολείο και την πέταξε απ το σπίτι με την δικαιολογία του αδιαχώρητου .
Κοιμότανε σε μια αποθηκούλα στην αυλή,έπλενε σφουγγάριζε,μαγείρευε, βοηθούσε κι έτρωγε ξύλο καθημερινά και σώπαινε.
Ήθελε απλά να πεθάνει.
Στο χρόνο απάνω ήρθε κι άλλο μωρό.
Αγόρι πάλι.
Η γιαγιά της, η Χρυσή, την πήρε στο σπίτι της στο διπλανό χωριό.
Δεν μπορούσε να βλέπει το εγγόνι της να παιδεύεται .
Το κορίτσι στενοχωριόταν όμως γιατί ήθελε να βλέπει τον πατέρα και πολλές φορές χανότανε στην προσπάθειά του να πάει στο πατρικό σπίτι με τα πόδια, πράγμα αδύνατον.
Σε μια από τις προσπάθειές της τραυματίστηκε άσχημα στο πόδι και κατέληξε στο Νοσοκομείο Ξάνθης.
Την ρωτούσαν ποιανού είναι κι έλεγε μέσα στο παραμιλητό της «Δεν είμαι κανενός δεν είμαι».
Μαθεύτηκε τελικά τίνος ήταν και την κράτησαν στο νοσοκομείο να καθαρίζει τα αίματα και να πετάει τα σκουπίδια.
Είχε ύπνο και φαγητό εξασφαλισμένο κι ούτε που ξανασκέφτηκε να γυρίσει πίσω.
Έμαθε να δένει και να καθαρίζει πληγές,κάποιοι την μάθανε εκεί μέσα , να διαβάζει και να γράφει.
Μετά από λίγα χρόνια έφυγε στα βουνά με το αντάρτικο.
Ήταν 13 χρονών κοριτσάκι.
Μάιος ήταν μου είπε.
Όλο το βουνό ήταν γεμάτο αγριολούλουδα και μοσχοβολούσε.
Οι σύντροφοί της είχαν όπλα.
Ήταν ζωσμένοι με φυσεκλίκια.
Άνθρωποι αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Κι αυτό της άρεζε.
Έγινε ένα μαζί τους.
Στην αρχή την έβαλαν να βοηθάει τους τραυματίες.
Κομμένα χέρια, πόδια τέτοια πράματα.
Μετά ο επικεφαλής κατάλαβε οτι τόλεγε η περδικούλα της .
Έμαθε σκοποβολή,αρματώθηκε κι έπαιρνε μέρος σε όλα.
Απέκτησε κύρος ανάμεσα στους αντάρτες.
Ύστερα έφυγε στην Πολωνία .
Έχω μια φωτογραφία της .
Είναι οπλισμένη χιαστί με σφαίρες ,φοράει αντρικά παντελόνια και χαμογελάει.
Αυτή η γυναίκα ήταν μάνα του πρώτου άντρα μου.
Ήταν ο λόγος που άφηνα το σπίτι μου απ τα εφηβικά μου χρόνια .Ένιωθα οτι ήταν δικός μου άνθρωπος.
Την θαύμαζα,την αγαπούσα ,την ήθελα μάνα μου.
Λάτρευα τις σιωπές της και το περιεχόμενό τους.
Σπάνια μιλούσε για την ζωή της.
Είχε καρκίνο στη μασχάλη 24 χρόνια και δεν άφησε να την ακουμπήσει γιατρός.
Πέθανε στα 84 της από καρδιά .
Την τσάκισε ο θάνατος του γιου της.
Όταν άνοιξε το στόμα της κάποτε και μου διηγήθηκε... έμεινα κόκκαλο.
Τόσο αίμα ,τόση βαρβαρότητα,τόση κακουχία.
Διηγήσεις χωρίς ίχνος ηρωισμού,ίχνος κομπασμού κι έπαρσης.
Η Κανέλα δεν δέχτηκε ποτέ στη ζωή της να πάρει δραχμή γι αυτά που έκανε.
Της είπαμε θυμάμαι για την σύνταξη εθνικής αντίστασης.
Έφτυσε τον κόρφο της.
"Ποια σύνταξη καλέ και αηδίες"
"Αχ εκείνο το Μάιο Νατάσα" μου είπε
"οι σφαίρες να σφυρίζουν στ αυτιά μου κι εγώ να κοιτάω τ αγριολούλουδα και να σκέφτομαι πως θα κάνω μαγιάτικο στεφάνι!"
"Είμασταν τόσο νέοι όλοι!"
Ή γιαγιά η Χρυσή όταν πέθανε της άφησε δυο πράγματα.
Μια κανάτα και μια κεντημένη πετσέτα με το μονόγραμμά της.
Αυτά έχω απ την Κανέλα.
Μόνον.
Κι ένα κομμάτι μέσα μου δικό της.
Έχασε τη μάνα της στα οκτώ της κι είχε πίσω της τρία αδέρφια αγόρια.
Ο πατέρας της ήταν 30 χρονών κουρέας στο επάγγελμα.Πριν τελειώσει το πένθος ούτε ένα χρόνο μετά δηλαδή ,παντρεύτηκε μια εικοσπεντάρα μπας και βολευτούν τα δεινά του.
Η μητριά την σταμάτησε από το σχολείο και την πέταξε απ το σπίτι με την δικαιολογία του αδιαχώρητου .
Κοιμότανε σε μια αποθηκούλα στην αυλή,έπλενε σφουγγάριζε,μαγείρευε, βοηθούσε κι έτρωγε ξύλο καθημερινά και σώπαινε.
Ήθελε απλά να πεθάνει.
Στο χρόνο απάνω ήρθε κι άλλο μωρό.
Αγόρι πάλι.
Η γιαγιά της, η Χρυσή, την πήρε στο σπίτι της στο διπλανό χωριό.
Δεν μπορούσε να βλέπει το εγγόνι της να παιδεύεται .
Το κορίτσι στενοχωριόταν όμως γιατί ήθελε να βλέπει τον πατέρα και πολλές φορές χανότανε στην προσπάθειά του να πάει στο πατρικό σπίτι με τα πόδια, πράγμα αδύνατον.
Σε μια από τις προσπάθειές της τραυματίστηκε άσχημα στο πόδι και κατέληξε στο Νοσοκομείο Ξάνθης.
Την ρωτούσαν ποιανού είναι κι έλεγε μέσα στο παραμιλητό της «Δεν είμαι κανενός δεν είμαι».
Μαθεύτηκε τελικά τίνος ήταν και την κράτησαν στο νοσοκομείο να καθαρίζει τα αίματα και να πετάει τα σκουπίδια.
Είχε ύπνο και φαγητό εξασφαλισμένο κι ούτε που ξανασκέφτηκε να γυρίσει πίσω.
Έμαθε να δένει και να καθαρίζει πληγές,κάποιοι την μάθανε εκεί μέσα , να διαβάζει και να γράφει.
Μετά από λίγα χρόνια έφυγε στα βουνά με το αντάρτικο.
Ήταν 13 χρονών κοριτσάκι.
Μάιος ήταν μου είπε.
Όλο το βουνό ήταν γεμάτο αγριολούλουδα και μοσχοβολούσε.
Οι σύντροφοί της είχαν όπλα.
Ήταν ζωσμένοι με φυσεκλίκια.
Άνθρωποι αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Κι αυτό της άρεζε.
Έγινε ένα μαζί τους.
Στην αρχή την έβαλαν να βοηθάει τους τραυματίες.
Κομμένα χέρια, πόδια τέτοια πράματα.
Μετά ο επικεφαλής κατάλαβε οτι τόλεγε η περδικούλα της .
Έμαθε σκοποβολή,αρματώθηκε κι έπαιρνε μέρος σε όλα.
Απέκτησε κύρος ανάμεσα στους αντάρτες.
Ύστερα έφυγε στην Πολωνία .
Έχω μια φωτογραφία της .
Είναι οπλισμένη χιαστί με σφαίρες ,φοράει αντρικά παντελόνια και χαμογελάει.
Αυτή η γυναίκα ήταν μάνα του πρώτου άντρα μου.
Ήταν ο λόγος που άφηνα το σπίτι μου απ τα εφηβικά μου χρόνια .Ένιωθα οτι ήταν δικός μου άνθρωπος.
Την θαύμαζα,την αγαπούσα ,την ήθελα μάνα μου.
Λάτρευα τις σιωπές της και το περιεχόμενό τους.
Σπάνια μιλούσε για την ζωή της.
Είχε καρκίνο στη μασχάλη 24 χρόνια και δεν άφησε να την ακουμπήσει γιατρός.
Πέθανε στα 84 της από καρδιά .
Την τσάκισε ο θάνατος του γιου της.
Όταν άνοιξε το στόμα της κάποτε και μου διηγήθηκε... έμεινα κόκκαλο.
Τόσο αίμα ,τόση βαρβαρότητα,τόση κακουχία.
Διηγήσεις χωρίς ίχνος ηρωισμού,ίχνος κομπασμού κι έπαρσης.
Η Κανέλα δεν δέχτηκε ποτέ στη ζωή της να πάρει δραχμή γι αυτά που έκανε.
Της είπαμε θυμάμαι για την σύνταξη εθνικής αντίστασης.
Έφτυσε τον κόρφο της.
"Ποια σύνταξη καλέ και αηδίες"
"Αχ εκείνο το Μάιο Νατάσα" μου είπε
"οι σφαίρες να σφυρίζουν στ αυτιά μου κι εγώ να κοιτάω τ αγριολούλουδα και να σκέφτομαι πως θα κάνω μαγιάτικο στεφάνι!"
"Είμασταν τόσο νέοι όλοι!"
Ή γιαγιά η Χρυσή όταν πέθανε της άφησε δυο πράγματα.
Μια κανάτα και μια κεντημένη πετσέτα με το μονόγραμμά της.
Αυτά έχω απ την Κανέλα.
Μόνον.
Κι ένα κομμάτι μέσα μου δικό της.