Δέκα βήματα του έρωτα
06-05-2020
Βγήκα χτες βράδυ πάλι στο μπαλκόνι, αυτό το στενό και άβολο, για την νυχτερινή μου ανάσα.
Άνοιξη στο φόρτε της.
Ακακίες τρελαμένες από ανθοφορία με λυγισμένα κλαδιά απ’ τα μυρωδάτα μπουκέτα των λουλουδιών.
Χαρακτηριστικό άρωμα, έντονο.
Θυμάμαι πουλούσαν κάποτε χύμα κολόνια ακακία, όπως και γαρδένια και λεμόνι.
Ήταν οι δεύτερες γυναικείες κολόνιες όπως έλεγε η μάνα μου.
Αυτές που μας περιέλουζαν μετά το μπάνιο.
Τις πολυτελείας τις φύλαγαν μαζί με τα καλά μας ρούχα για την Κυριακή και τις γιορτές.
Εμεναν τότε για χρόνια σφραγισμένες ολόκληρες σαλοτραπεζαρίες.
Άνοιγαν μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές ενώ οι οικογένειες στριμώχνονταν σε λίγα τετραγωνικά να περνούν την καθημερινότητά τους.
Όταν καμιά φορά μ’ έστελναν χειμωνιάτικα να φέρω κάτι από κει μέσα ένοιωθα έντονη ψυχρολουσία με το που άνοιγα την πόρτα.
Ο χώρος εκεί μύριζε αλλιώς.
Δεν μύριζε ανθρωπίλα.
Μύριζε το φυλαγμένο σπιτικό λικέρ και το ξύλο απ’ τα αχρησιμοποίητα έπιπλα.
Η μηχανή σταμάτησε ακριβώς κάτω απ’ το μπαλκόνι μου.
Είχε τον χαρακτηριστικό θόρυβο του απαλού ντούκου ντούκου των μηχανών μεγάλου κυβισμού.
Γυάλιζαν τα κράνη τους κάτω απ’ το φως του τηλέγραφου.
Η συνοδηγός είχε αγκαλιά απ’ την μέση τον οδηγό.
Είδα τα πόδια της να πετάνε από γρηγοράδα όταν ξεκαβάλησε.
Εβγαλε το κράνος της κι ήρθε στο πλάι του.
Χύθηκαν τα μαλλιά της πάνω στο σάκο που κρεμόταν στην πλάτη της.
Εκείνος έμεινε πάνω στη μηχανή, με το κράνος, έγειρε το κεφάλι του απ’ την μια πλευρά κοιτώντας την, μια υπέροχη κίνηση που κάνουν ακόμη και οι σκύλοι όταν τους δείχνεις η τους λες κάτι παράξενο.
Έμεινα εντελώς ακίνητη στο μπαλκόνι.
Δεν ήθελα να την χάσω αυτή την εικόνα.
Άνοιξε η καρδιά μου έτσι που τους έβλεπα.
Ο κοροναιός τα μάζεψε κι εξαφανίστηκε έντρομος.
Ο νεαρός άντρας άπλωσε τα χέρια του την τράβηξε απότομα επάνω του απ’ την μεσούλα της, μετά τα χέρια του σηκώθηκαν και φυλάκισαν το πρόσωπό της στις παλάμες του και κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό της.
Το ίδιο έκανε κι αυτή.
Απλώθηκαν τα χέρια της στο λαιμό του κι έκλεισαν πίσω απ’ το σβέρκο του.
Κυκλωτικές κινήσεις, κτητικές, γεμάτες τρυφερότητα και δύναμη.
Τα κορμιά και τα χείλη τους αποχωρίστηκαν και συναντήθηκαν ξανά και ξανά.
Εκείνη που και που ξεκαρδιζόταν με σύντομα πνιχτά γελάκια που της τα τέλειωνε απότομα με τα φιλιά του.
Τον είδα να φεύγει με τη μηχανή στο ρελαντί.
Το κορίτσι σήκωσε το χέρι ψηλά ενώ τον περίμενε να εξαφανιστεί στη γωνία, προφανώς την κοιτούσε μέσα απ’ τους καθρέφτες της καρδιάς του.
Κλείνοντας την μπαλκονόπορτα θυμήθηκα.
Μια ταβέρνα κάπου στα κάστρα της Θεσσαλονίκης.
«Μακεδονικό» την λέγαμε τότε.
Μπροστά στην αριστερή πορτάρα κοντά στη στάση 23.
Ερασιτέχνες φοιτητές με μπουζούκια, κιθάρες, τουμπερλέκια και μπαγλαμάδες σε γλέντια μέχρι το πρωί.
Μόνο με μεζέ και κρασί.
Χώροι που γέννησαν τις μετέπειτα ρεμπέτικες κομπανίες.
Χάραζε θυμάμαι.
Δίπλα μου ντάνες με καφάσια γεμάτα άδεια μπουκάλια ρετσίνας με τη γνωστή μυρωδιά.
Γύρω μου μια αγκαλιά.
Μέσα μου ο χρόνος.
Ο άπειρος.
Αυτός που κάνει τα νιάτα να μη λογαριάζουν τίποτα.
Η πιο γλυκιά απάτη της ζωής.
Δημοσιευμένο στο www.thegreekcloud.com σήμερα.