Σεντόνι από ασβέστη.
Ανεβαίνει η θερμοκρασία σιγά σιγά.
Είναι η εποχή που πετάμε μακριά μανίκια, κάλτσες, κλειστές παντόφλες,χειμωνιάτικες πιτζάμες.
Διψάω για παγωμένο καφέ συχνότερα.
Βγάζω το πόδι μου απ την κουβέρτα τη νύχτα.
Ξύπνησα μ ένα όνειρο ζωντανό χθες βράδυ.
Σαν ταινία ,μπροστά μου.
Ενας τοίχος καθόλου ίσιος.Καθόλου λείος.
Δίπλα μου,κολλητά στο σώμα μου.
Τον ψάχνω με τα δάχτυλα του χεριού μου και νοιώθω μικρά κομματάκια του σουβά να θρυμματίζονται στη χούφτα μου.
Εχω ανοιχτά μάτια στο απόλυτο σκοτάδι.
Δεν ακούω ήχους.
Φέρνω το χέρι μου στη μύτη μου ,μυρίζει ασβέστη.
Δε μου φτάνει.
Σηκώνω το πόδι μου από το ύψος του μηρού και το ακουμπάω πάνω του.
Δροσιά.
Ελαφρά υγρασία.
Το σέρνω αργά αργά όσο μπορώ πιό χαμηλά και πάλι ψηλά.
Θυμάμαι.
Αυτή την κίνηση ,απ τα τέσσερα χρόνια μου πάνω στον τοίχο ,δίπλα στο κρεββάτι μου.
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού.
Τα ζεστά βράδια.
Να παίρνω δροσιά.
Κι απ έξω, κάτω απ το παράθυρο με τα κλειστά παντζούρια, τη λαχανιασμένη ανάσα κάποιου.
Που προσπαθούσε να ξαποστάσει στο πεζούλι μας.
Είναι αλήθεια πως μια νύχτα αφουγκράστηκα μια πιο βαριά ανάσα.
Μα ήμουν παιδί κι απλά φοβήθηκα λίγο.
Hμασταν τόσο κοντά οι άνθρωποι.
Τόσο πολύ κοντά.
Είναι η εποχή που πετάμε μακριά μανίκια, κάλτσες, κλειστές παντόφλες,χειμωνιάτικες πιτζάμες.
Διψάω για παγωμένο καφέ συχνότερα.
Βγάζω το πόδι μου απ την κουβέρτα τη νύχτα.
Ξύπνησα μ ένα όνειρο ζωντανό χθες βράδυ.
Σαν ταινία ,μπροστά μου.
Ενας τοίχος καθόλου ίσιος.Καθόλου λείος.
Δίπλα μου,κολλητά στο σώμα μου.
Τον ψάχνω με τα δάχτυλα του χεριού μου και νοιώθω μικρά κομματάκια του σουβά να θρυμματίζονται στη χούφτα μου.
Εχω ανοιχτά μάτια στο απόλυτο σκοτάδι.
Δεν ακούω ήχους.
Φέρνω το χέρι μου στη μύτη μου ,μυρίζει ασβέστη.
Δε μου φτάνει.
Σηκώνω το πόδι μου από το ύψος του μηρού και το ακουμπάω πάνω του.
Δροσιά.
Ελαφρά υγρασία.
Το σέρνω αργά αργά όσο μπορώ πιό χαμηλά και πάλι ψηλά.
Θυμάμαι.
Αυτή την κίνηση ,απ τα τέσσερα χρόνια μου πάνω στον τοίχο ,δίπλα στο κρεββάτι μου.
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού.
Τα ζεστά βράδια.
Να παίρνω δροσιά.
Κι απ έξω, κάτω απ το παράθυρο με τα κλειστά παντζούρια, τη λαχανιασμένη ανάσα κάποιου.
Που προσπαθούσε να ξαποστάσει στο πεζούλι μας.
Είναι αλήθεια πως μια νύχτα αφουγκράστηκα μια πιο βαριά ανάσα.
Μα ήμουν παιδί κι απλά φοβήθηκα λίγο.
Hμασταν τόσο κοντά οι άνθρωποι.
Τόσο πολύ κοντά.