Κάθε χειμώνα το περιμένω.
Οπως όταν ήμουν παιδί.
Ερχόταν κι έκλεινε τα σχολεία,μεταμόρφωνε τα φυτά σε φουσκωτά παγωτά,άλλαζε την ακινησία και το διάφανο του αέρα,χόρευε μπροστά στα παράθυρα,κρυστάλλωνε τα τζάμια και έκανε το χώμα τσουλήθρα στην αυλή.
Μου τόφερνε η μάνα μου στο κρεβάτι το πρωί,μια μικρή μπαλίτσα μες το χέρι της και τότριβε στη μούρη μου.
Αλαλαγμοί και επιφωνήματα χαράς μέχρι να ντυθώ ,να βγώ ,να παίξω ,να παγώσω,να κοκκινίσουν τα μάγουλα ,να καούν απ το κρύο.
Και μετά η ζέστη της σόμπας καταμεσής στο τούρκικο σπίτι που μεγάλωνα, η μυρωδιά των ξύλων, το τριζοβόλημά τους , το τσάϊ και οι βουτυρωμένες φρυγανιές να μοσχοβολούν στα παγωμένα μου δάχτυλα.
Με το μάτι στο παράθυρο.
Να μη σταματήσει,να μην μικρύνουν οι νιφάδες,να μη λιώσει το άσπρο πάπλωμα της αυλής.
Να κάτσει εκεί για πάντα.
Να μείνω οχτάχρονη με τα σχολεία κλειστά.
Να διαβάζω στο σπίτι ,νάναι όλοι γύρω μου,να τραγουδάμε,να λέμε αστεία ,να αποκοιμιέμαι τη νύχτα ακούγοντας το αχνό παφ παφ του στον κήπο.
Ετσι είμαι και τώρα.
Κολλάω το πρόσωπό μου στη μπαλκονόπορτα και το κοιτώ όσο μας κάνει τη χάρη.
Και δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα άλλο.
Ούτε τους άστεγους,ούτε τα παιδιά που δεν έχουν να φάνε,ούτε τα νεκροταφεία με τους τάφους των φίλων μου που πληθαίνουν όσο κυλάει ο χρόνος.
Θέλω να είμαι οχτάχρονη όταν το κοιτώ.
Το προσπαθώ όμως και δεν βγαίνει.
Κάτι μέσα μου.
Πονάει πολύ.
Κάτι μέσα μου που δεν το διώχνει ούτε το χιόνι.
Οπως όταν ήμουν παιδί.
Ερχόταν κι έκλεινε τα σχολεία,μεταμόρφωνε τα φυτά σε φουσκωτά παγωτά,άλλαζε την ακινησία και το διάφανο του αέρα,χόρευε μπροστά στα παράθυρα,κρυστάλλωνε τα τζάμια και έκανε το χώμα τσουλήθρα στην αυλή.
Μου τόφερνε η μάνα μου στο κρεβάτι το πρωί,μια μικρή μπαλίτσα μες το χέρι της και τότριβε στη μούρη μου.
Αλαλαγμοί και επιφωνήματα χαράς μέχρι να ντυθώ ,να βγώ ,να παίξω ,να παγώσω,να κοκκινίσουν τα μάγουλα ,να καούν απ το κρύο.
Και μετά η ζέστη της σόμπας καταμεσής στο τούρκικο σπίτι που μεγάλωνα, η μυρωδιά των ξύλων, το τριζοβόλημά τους , το τσάϊ και οι βουτυρωμένες φρυγανιές να μοσχοβολούν στα παγωμένα μου δάχτυλα.
Με το μάτι στο παράθυρο.
Να μη σταματήσει,να μην μικρύνουν οι νιφάδες,να μη λιώσει το άσπρο πάπλωμα της αυλής.
Να κάτσει εκεί για πάντα.
Να μείνω οχτάχρονη με τα σχολεία κλειστά.
Να διαβάζω στο σπίτι ,νάναι όλοι γύρω μου,να τραγουδάμε,να λέμε αστεία ,να αποκοιμιέμαι τη νύχτα ακούγοντας το αχνό παφ παφ του στον κήπο.
Ετσι είμαι και τώρα.
Κολλάω το πρόσωπό μου στη μπαλκονόπορτα και το κοιτώ όσο μας κάνει τη χάρη.
Και δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα άλλο.
Ούτε τους άστεγους,ούτε τα παιδιά που δεν έχουν να φάνε,ούτε τα νεκροταφεία με τους τάφους των φίλων μου που πληθαίνουν όσο κυλάει ο χρόνος.
Θέλω να είμαι οχτάχρονη όταν το κοιτώ.
Το προσπαθώ όμως και δεν βγαίνει.
Κάτι μέσα μου.
Πονάει πολύ.
Κάτι μέσα μου που δεν το διώχνει ούτε το χιόνι.
Ιανουάριος 2019