Τα σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο.
Ένας χαμηλός φράχτης από αγιόκλημα και γιασεμιά τα χώριζε.
Στον ένα κήπο έπαιζα εγώ, επτά χρονών τότε.
Μια “καραμελωμένη” μπέμπα ήμουν με κοτσιδάκια και φιόγκους μεγαλύτερους απ το μπόι μου.
Στον άλλο κήπο της κυρίας Γαρουφαλλίδου δεν έπαιζε κανείς.
Κάθε πρωί άκουγα περίεργους θορύβους από τριξίματα και τις ψιθυριστές φωνές δυο γυναικών που έκαναν κάτι που δεν καταλάβαινα.
Ήταν Ιούνιος μήνας.
Ήμουν πολύ λυπημένη που είχε κλείσει το σχολείο και βολόδερνα βαριεστημένα στην αυλή περιμένοντας να περάσουν οι μέρες και να φύγω για την θάλασσα.
Ώσπου μια μέρα άκουσα πάλι τους θορύβους.
Ώσπου μια μέρα άκουσα πάλι τους θορύβους.
Έτρεξα στον φράχτη έβαλα το ένα πόδι στο τοιχάκι, σκαρφάλωσα και θρονιάστηκα ανάμεσα στο αγιόκλημα περιμένοντας να δω τι γινόταν εκεί δίπλα.
Η γύρη από ένα λουλούδι μ’ έκανε να φτερνιστώ και φοβήθηκα ότι θα με δουν και θα με μαλώσουν αλλά μπα τίποτα.
Οι δύο γυναίκες ήταν απασχολημένες και δεν έδωσαν σημασία.
Η γηραιότερη έστρωνε ένα χαλάκι στην αυλή εκεί που χτυπούσε ο ήλιος.
Η άλλη, η πιο νέα είχε στην αγκαλιά της ένα αγόρι.
Το απίθωσε πάνω στο χαλάκι με προσοχή κι εξαφανίστηκε.
Η άλλη κουβάλησε μια αρμαθιά βιβλία τα ακούμπησε δίπλα του, χάιδεψε το αγόρι στα μαλλιά κι έφυγε κι αυτή.
Η απόσταση που βρισκόμουν ήταν αρκετή κι ο πρωινός ήλιος από απέναντι δεν μ’ άφηνε να δω καλά τον μικρό που καθόταν ήσυχα και διάβαζε. Κατέβασα λοιπόν με θράσος το πόδι μου απ’ την μεριά του ξένου κήπου και μ’ ένα πηδηματάκι βρέθηκα μέσα.
Στάθηκα ακίνητη στην αρχή και μετά τον είδα να μου γνέφει με το χέρι του.
Στάθηκα ακίνητη στην αρχή και μετά τον είδα να μου γνέφει με το χέρι του.
Έκανα λίγα βήματα και κοντοστάθηκα.
Τώρα τον έβλεπα καλύτερα.
Αδύνατος σαν κλαράκι, βαθιά χωρίστρα πάνω σε αχυρένια βρεγμένα μαλλιά και μάτια καταγάλαζα διάφανα με κοιτούσαν ήρεμα μα με προσμονή.
Χαμογέλασε.
Ήταν σαν να έσκασε ο ήλιος σε χίλια κομμάτια.
“Φοβάσαι;” με ρώτησε.
Έγνεψα αρνητικά με το κεφάλι μου και πλησίασα ακόμη περισσότερο.
Έπειτα στρογγυλοκάθισα δίπλα του και τότε είδα το αριστερό του πόδι.
Ήταν φυλακισμένο σε μια μακρόστενη θήκη με σίδερα και δερμάτινα λουριά που έδεναν στο πλάι με μεταλλικές αγκράφες.
“Φοβάσαι;” με ξαναρώτησε.
“Οχι” του ψιθύρισα.
“Εμένα με λένε Αναστασία” του είπα.
“Κι εμένα Θοδωράκη” και μούδωσε το χέρι του.
Ήταν η πρώτη χειραψία που αντάλλαξα με αγόρι.
Όλα τα άλλα μου τραβούσαν τις κοτσίδες, μου ‘βγάζαν τους φιόγκους, με σκουντούσαν άγρια κι έπεφτα.
Ο Θοδωράκης όμως ήταν ήρεμος κι ευγενικός.
Και ακίνητος.
Προπαντός χαμογελούσε.
Από κείνη τη μέρα το σκηνικό επαναλαμβανόταν.
Από κείνη τη μέρα το σκηνικό επαναλαμβανόταν.
Η μαμά μου μ έψαξε μια δυο φορές μετά κατάλαβε που πάω και μ’ άφησε ήσυχη.
Πηδούσα πάντα τον φράχτη , κι ο Θοδωράκης με περίμενε.
Μου διάβαζε παραμύθια και ιστορίες μου μιλούσε για τρένα, βαπόρια και αεροπλάνα.
Μου έλεγε για την ζούγκλα και τ’ άγρια ζώα κι εγώ κρεμόμουν απ τα χείλη του μαγεμένη.
Λίγες μέρες αργότερα αρρώστησα.
Ο πυρετός με καθήλωσε στο σπίτι κι ο Θοδωράκης ήρθε με την μητέρα του να μ’ επισκεφθεί.
Λίγες μέρες αργότερα αρρώστησα.
Ο πυρετός με καθήλωσε στο σπίτι κι ο Θοδωράκης ήρθε με την μητέρα του να μ’ επισκεφθεί.
Τότε είδα για πρώτη φορά ότι στηριζόταν σε πατερίτσες.
Έκατσε δίπλα μου και μου διάβασε μια ιστορία .
Μετά σηκώθηκε και στηρίζοντας τα χέρια του στο κρεβάτι στάθηκε μ έναν δικό του τρόπο από πάνω μου κάπως στραβά και φίλησε το μάγουλό μου αργά και μαλακά ψιθυρίζοντας μου περαστικά.
Η άδολη αγάπη μας κράτησε ένα χρόνο, μετά ο Θοδωράκης έφυγε στο εξωτερικό με τους γονείς του κι η κυρία Γαρουφαλλίδου θυμάμαι ότι έκλαιγε συνέχεια.
Ήταν δώδεκα χρονών αγόρι τότε αδύνατο σαν κλαράκι.
Η άδολη αγάπη μας κράτησε ένα χρόνο, μετά ο Θοδωράκης έφυγε στο εξωτερικό με τους γονείς του κι η κυρία Γαρουφαλλίδου θυμάμαι ότι έκλαιγε συνέχεια.
Ήταν δώδεκα χρονών αγόρι τότε αδύνατο σαν κλαράκι.
Η πολιομυελίτιδα του ‘χε αχρηστέψει το αριστερό πόδι αναγκάζοντάς το να σέρνει τον σιδερένιο νάρθηκα παντού.
Μα εγώ αγαπούσα τον σιδερένιο του θόρυβο.
Να κοιτάω τα μάτια του ήθελα μόνο και ν’ ακούω τη φωνή του να μου διηγείται ιστορίες για την ζούγκλα και τ’ άγρια ζώα.
Μα εγώ αγαπούσα τον σιδερένιο του θόρυβο.
Να κοιτάω τα μάτια του ήθελα μόνο και ν’ ακούω τη φωνή του να μου διηγείται ιστορίες για την ζούγκλα και τ’ άγρια ζώα.
Δημοσιευμένο στο www.thegreekcloud.com