Στην Πρoσοτσάνη, ένα χωριό της Δράμας, γνώρισα την θεία μίας φίλης μου, την Ελβίρα.
΄Ηταν τότε 74 χρονών και από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η ζεστασιά των χεριών της και η νεανική σπιρτάδα των ματιών της.Είχα την αίσθηση ότι μου συστήνουν μιά συνομήλικη ή και μικρότερη γυναίκα όταν μου έδωσε το χέρι της. Ήμουν τότε γύρω στα σαράντα και μόλις είχα μπεί στη διαδικασία να προσέχω τους ανθρώπους που ήταν πάνω απο εξήντα χρονών. Μέχρι τότε περνούσαν απαρατήρητοι απο μπροστά μου, όπως και οι πολύ μικρότεροι, που μάλλον ήταν σάν να μήν υπήρχαν για μένα καθόλου.
Το σπίτι της θείας Ελβίρας ήταν ένα παλιό αρχοντικό, καλά διατηρημένο χάρη στην φροντίδα της, μεγάλο για μιά μόνη χήρα γυναίκα και γεμάτο παλιά έπιπλα, καθρέφτες και λουλούδια.Κυρίως όμως καθρέφτες.
Η θεία Ελβιρα χαμογέλασε σαν μικρό κοριτσάκι όταν ρώτησα γι αυτό τον ασυνήθιστο αριθμό καθρεφτών κι απέφυγε να μου απαντήσει. Είδα όμως στα μάτια της τη σπιρτάδα που έχουν οι έφηβοι όταν κάνουν κάτι μόνο και μόνο για να τρελάνουν ή να αναστατώσουν.
Ετοίμαζε τον καφέ καθισμένη σε μια καρέκλα δίπλα στή μασίνα. Έριχνε κλεφτές ματιές από το παράθυρο που έβλεπε στόν δρόμο και σηκωνόταν ελαφρά απο την θέση της. Μετά, αφού τον ετοίμασε και μας σέρβιρε, άρχισε να τυλίγει σαρμαδάκια με αμπελόφυλλο με μια τέλεια δεξιοτεχνία και γρηγοράδα, βάζοντας το μικρό της δάχτυλο για μεζούρα ώστε να γίνουν όλα ίδια και μικρά μικρά, τα αράδιασε σε μιά πλατιά μαντεμένια κατσαρόλα, έριξε απο πάνω αγουρίδες και τα έβαλε στην εστία της μασίνας. Φρόντισε κι έφερε ξύλα απο την αυλή και δυνάμωσε την φωτιά της. ΄Ηταν μήνας Απρίλης αλλα το κρύο βαστούσε δυνατό ακόμη σε κείνα τα μέρη. Και μέσα από όλο αυτό το πήγαινε -έλα, σήκω -κάτσε, μιλούσε ασταμάτητα, ρωτούσε ασταμάτητα και άκουγε ταυτόχρονα τις απαντήσεις μας.
Μπήκε με μιά ιδιαίτερη μαεστρία σε ερωτήσεις που αφορούσαν την ερωτική μας ζωή, χωρίς να μας δημιουργήσει την παραμικρή εντύπωση ότι χώνεται στα προσωπικά μας. Κατάλαβα οτι την ενδιέφερε πάρα πολύ να μάθει για το πως βιώναμε εμείς οι νεότερες τις ερωτικές μας σχέσεις σε μιά εποχή πολύ διαφορετική από την εποχή της δικής της νεότητας. 'Ηθελε να ακούσει, ενδιαφερόταν, ρωτούσε και κουνούσε χέρια και κεφάλι πέρα δώθε με έναν τρόπο πού θα ζήλευε και η πιό εκφραστική τηλεπαρουσιάστρια πρωινάδικου.
Που και που έρριχνε φευγαλέες ματιές στον καθρέφτη της κουζίνας. ΄Ηταν ένας υπέροχος μπιζουτέ καθρέφτης κρεμασμένος στον τοίχο με ένα χοντρό κορδόνι που κατέληγε σε δυο κόκκινες φούντες.Και ήταν σε τέτοιο σημείο τοποθετημένος πάνω στον τοίχο ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να είναι κανείς εκεί μέσα και να μη τον κοιτάξει. Όταν η θεία Ελβίρα κατάλαβε από το βλέμμα μου ότι η σχέση της με το καθρέφτη με είχε εντυπωσιάσει, μας μάζεψε γύρω από την μασίνα,έτοιμη να μας πει τις ιστορίες της.
Eφερε κοντά ένα μικρό τραπεζάκι κι άρχισε να αραδιάζει επάνω του διάφορα. Μια καράφα με τσίπουρο, διάφορα πιατάκια και πιατούδια με μεζεδάκια, μέχρι και λιαστές ντοματούλες από τα χεράκια της κουβάλησε. Κάθε φορά που προσκόμιζε πιατάκι ,έλεγε και την ιστορία του περιεχομένου, σύντομα μεν, αλλά πολύ κατατοπιστικά ώστε να ξέρουμε τι τρώμε. Και κάθε φορά, έστρεφε το κεφάλι της και μας κοίταζε μέσα στα μάτια, για να δεί πόσο ευχαριστημένες ήμασταν και κατέβαζε και μιά γουλιά τσίπουρο.Ξαφνικά σταμάτησε να πηγαινοέρχεται κι έκατσε δίπλα μας .Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από την ποδιά της κι άρχισε να μιλάει.Στην αρχή λίγο γρήγορα αλλά μετά τη δεύτερη, τρίτη πρόταση, η φωνή της ηρέμησε .Είχε μιά εκπληκτική ικανότητα να μιλάει χωρίς να τη βαριέσαι ή να πλήττεις ,όπως συνέβαινε συνήθως με τους ανθρώπους της ηλικίας της.Αυτό που κυρίως την βασάνιζε ήταν ότι δεν έζησε την ζωή της όπως την ήθελε.
****Συνεχίζεται.
΄Ηταν τότε 74 χρονών και από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η ζεστασιά των χεριών της και η νεανική σπιρτάδα των ματιών της.Είχα την αίσθηση ότι μου συστήνουν μιά συνομήλικη ή και μικρότερη γυναίκα όταν μου έδωσε το χέρι της. Ήμουν τότε γύρω στα σαράντα και μόλις είχα μπεί στη διαδικασία να προσέχω τους ανθρώπους που ήταν πάνω απο εξήντα χρονών. Μέχρι τότε περνούσαν απαρατήρητοι απο μπροστά μου, όπως και οι πολύ μικρότεροι, που μάλλον ήταν σάν να μήν υπήρχαν για μένα καθόλου.
Το σπίτι της θείας Ελβίρας ήταν ένα παλιό αρχοντικό, καλά διατηρημένο χάρη στην φροντίδα της, μεγάλο για μιά μόνη χήρα γυναίκα και γεμάτο παλιά έπιπλα, καθρέφτες και λουλούδια.Κυρίως όμως καθρέφτες.
Η θεία Ελβιρα χαμογέλασε σαν μικρό κοριτσάκι όταν ρώτησα γι αυτό τον ασυνήθιστο αριθμό καθρεφτών κι απέφυγε να μου απαντήσει. Είδα όμως στα μάτια της τη σπιρτάδα που έχουν οι έφηβοι όταν κάνουν κάτι μόνο και μόνο για να τρελάνουν ή να αναστατώσουν.
Ετοίμαζε τον καφέ καθισμένη σε μια καρέκλα δίπλα στή μασίνα. Έριχνε κλεφτές ματιές από το παράθυρο που έβλεπε στόν δρόμο και σηκωνόταν ελαφρά απο την θέση της. Μετά, αφού τον ετοίμασε και μας σέρβιρε, άρχισε να τυλίγει σαρμαδάκια με αμπελόφυλλο με μια τέλεια δεξιοτεχνία και γρηγοράδα, βάζοντας το μικρό της δάχτυλο για μεζούρα ώστε να γίνουν όλα ίδια και μικρά μικρά, τα αράδιασε σε μιά πλατιά μαντεμένια κατσαρόλα, έριξε απο πάνω αγουρίδες και τα έβαλε στην εστία της μασίνας. Φρόντισε κι έφερε ξύλα απο την αυλή και δυνάμωσε την φωτιά της. ΄Ηταν μήνας Απρίλης αλλα το κρύο βαστούσε δυνατό ακόμη σε κείνα τα μέρη. Και μέσα από όλο αυτό το πήγαινε -έλα, σήκω -κάτσε, μιλούσε ασταμάτητα, ρωτούσε ασταμάτητα και άκουγε ταυτόχρονα τις απαντήσεις μας.
Μπήκε με μιά ιδιαίτερη μαεστρία σε ερωτήσεις που αφορούσαν την ερωτική μας ζωή, χωρίς να μας δημιουργήσει την παραμικρή εντύπωση ότι χώνεται στα προσωπικά μας. Κατάλαβα οτι την ενδιέφερε πάρα πολύ να μάθει για το πως βιώναμε εμείς οι νεότερες τις ερωτικές μας σχέσεις σε μιά εποχή πολύ διαφορετική από την εποχή της δικής της νεότητας. 'Ηθελε να ακούσει, ενδιαφερόταν, ρωτούσε και κουνούσε χέρια και κεφάλι πέρα δώθε με έναν τρόπο πού θα ζήλευε και η πιό εκφραστική τηλεπαρουσιάστρια πρωινάδικου.
Που και που έρριχνε φευγαλέες ματιές στον καθρέφτη της κουζίνας. ΄Ηταν ένας υπέροχος μπιζουτέ καθρέφτης κρεμασμένος στον τοίχο με ένα χοντρό κορδόνι που κατέληγε σε δυο κόκκινες φούντες.Και ήταν σε τέτοιο σημείο τοποθετημένος πάνω στον τοίχο ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να είναι κανείς εκεί μέσα και να μη τον κοιτάξει. Όταν η θεία Ελβίρα κατάλαβε από το βλέμμα μου ότι η σχέση της με το καθρέφτη με είχε εντυπωσιάσει, μας μάζεψε γύρω από την μασίνα,έτοιμη να μας πει τις ιστορίες της.
Eφερε κοντά ένα μικρό τραπεζάκι κι άρχισε να αραδιάζει επάνω του διάφορα. Μια καράφα με τσίπουρο, διάφορα πιατάκια και πιατούδια με μεζεδάκια, μέχρι και λιαστές ντοματούλες από τα χεράκια της κουβάλησε. Κάθε φορά που προσκόμιζε πιατάκι ,έλεγε και την ιστορία του περιεχομένου, σύντομα μεν, αλλά πολύ κατατοπιστικά ώστε να ξέρουμε τι τρώμε. Και κάθε φορά, έστρεφε το κεφάλι της και μας κοίταζε μέσα στα μάτια, για να δεί πόσο ευχαριστημένες ήμασταν και κατέβαζε και μιά γουλιά τσίπουρο.Ξαφνικά σταμάτησε να πηγαινοέρχεται κι έκατσε δίπλα μας .Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από την ποδιά της κι άρχισε να μιλάει.Στην αρχή λίγο γρήγορα αλλά μετά τη δεύτερη, τρίτη πρόταση, η φωνή της ηρέμησε .Είχε μιά εκπληκτική ικανότητα να μιλάει χωρίς να τη βαριέσαι ή να πλήττεις ,όπως συνέβαινε συνήθως με τους ανθρώπους της ηλικίας της.Αυτό που κυρίως την βασάνιζε ήταν ότι δεν έζησε την ζωή της όπως την ήθελε.
****Συνεχίζεται.