H AΛΑΝΑ
«Στην οδό Μακεδονίας, μετέπειτα Δελφών, εκεί που αρχίζει σήμερα η οδός Ζαϊμη, υπήρχε στην δεκαετία του ‘60 μια αλάνα κι ένα καταφύγιο. Χρησίμευαν και τα δυό για να παίζουμε όλες μαζί οι τσακαλοπαρέες της γειτονιάς όταν δεν τρωγόμασταν μεταξύ μας, πράγμα σπάνιο που ωστόσο όταν συνέβαινε, οι φωνές μας έφταναν μέχρι την Παρασκευοπούλου. Ήταν τότε χωματόδρομος γεμάτος σφηνωμένες κοτρώνες και νερολακούβες. Η συμμετοχή μας στο παιγνίδι της γειτονιάς σήμαινε ότι με την επιστροφή μας από το σχολείο και το πέταγμα της σχολικής τσάντας στην αυλή του σπιτιού, μπαίναμε όλοι σε διαδικασία προσωπικής εξόντωσης, που μας οδηγούσε με σπασμένα κατά καιρούς κεφάλια ή το λιγότερο με ανοιγμένα γόνατα το βραδάκι στο σπίτι. Παρ’όλη την ταλαιπωρία μας όμως, εκείνη η αλάνα λειτουργούσε για όλους μας σαν μητρική αγκαλιά που προετοίμαζε με φυσιολογικό τρόπο την εξακόντισή μας στο μέλλον. Με δικαιοσύνη. Χωρίς τζιριτζάντζουλες και γλυκανάλατα τερτίπια που πολλές από τις μητέρες μας είχαν υιοθετήσει και που πολλοί από μας πλήρωσαν με το παραπάνω αργότερα». Έτσι μεγαλώναμε. Την δεκαετία ‘50-60 δεν υπήρχαν οικολόγοι. Οικολόγοι ήμασταν όλοι, θέλαμε δεν θέλαμε. Οι σακούλες στον μπακάλη ήταν χάρτινες. Αν ήθελε κάποιος κάτι ζουμερό, όπως ας πούμε τουρσάκια, πήγαινε με το δικό του μεταλλικό η γυάλινο σκεύος, ο μπακάλης το ζύγιζε και μετά αφαιρούσε το βάρος του για να βγει η τιμή του. Κουβαλούσαμε τα φρούτα και τα τρόφιμα μέσα στα διχτάκια η στις πάνινες τσάντες που ράβαμε με καραβόπανο στο σπίτι. Δεν υπήρχαν κάδοι σκουπιδιών αλλά όταν περνούσαν τα απορριμματοφόρα βγαίναμε με τον κάδο μας ο καθένας που τον άδειαζε μόνος του μέσα στο φορτηγό. Είχαμε ζωάκια στις αυλές που κατανάλωναν ένα σωρό απ’αυτά που δεν τρώγαμε. Το νερό το χρησιμοποιούσαμε με μέτρο γιατί σε πάρα πολλά σπίτια δεν υπήρχαν βρύσες κι ήταν κουβαλητό με τις στάμνες από κεντρικές βρύσες που υπήρχαν στις γειτονιές. Μαζεύαμε το νερό της βροχής, το ζεσταίναμε στον ήλιο και λουζόμασταν με πράσινο σαπούνι, γι΄ αυτό είχαμε μαλλιά που λαμποκοπούσαν. Είχαμε και κάτι γιαγιάδες τότε που αντί να μας δίνουν χαρτζηλίκι, μας μάθαιναν την οικονομία και την λιτή διατροφή. Μας μάθαιναν ας πούμε πόσα φαγητά γίνονται από 2 οκάδες σπανάκι. «Τρία» μου έλεγε η γιαγιά το Αγγελικάκι. Έπαιρνε την μαχαίρα και «κραπ» έκοβε την ρίζα απ το κάθε μπουκετάκι. Τις έβραζε και με λίγο λαδολέμονο είχε έτοιμη την σαλάτα της. Τα υπόλοιπα τα χώριζε στα δυό. Με τα μισά και λίγο τυράκι έφτιαχνε μια σπανακόπιτα, με τα άλλα και αρκετό ρύζι σούπας, φρέσκο κρεμμυδάκι και μοσχοκάρυδο, σκάρωνε σπανακόρυζο. Η ίδια διαδικασία και με το κοτόπουλο. Ένα μέρος γινόταν νόστιμη σούπα με σέλινο και καρότο. Το υπόλοιπο μέρος μοσχοβολιστό ψητό με πατάτες. Δεν πετούσαμε το μπαγιάτικο ψωμί γιατί όλα τα παιδιά το τρώγαμε ενδιάμεσα απ΄ το παιχνίδι μας βρεγμένο και πασπαλισμένο με ζάχαρη και λίγο καφέ ή κακάο. Με πελτέ ντομάτας. Με λάδι και ρίγανη. Κι είχαμε γιορτή όταν μας φώναζαν για χτυπητό αυγουλάκι με ζάχαρη και κακάο ή λαλαγγίτες με σπιτική μαρμελάδα ή μέλι. Δεν παχαίναμε, δεν κάναμε δίαιτα, δεν πηγαίναμε στα γυμναστήρια ,ξεθεωνόμασταν όμως με την μπάλα και το κυνηγητό. Εμείς έτσι κάπως μεγαλώσαμε. Ήμασταν οικολόγοι; Νοιώθαμε στερημένοι; Δεν νομίζω. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήμασταν ευτυχισμένοι. Και σίγουρα είμαστε οι λιγότερο φοβισμένοι σήμερα μπροστά στο θηρίο που λέγεται «οικονομική κρίση».
«Στην οδό Μακεδονίας, μετέπειτα Δελφών, εκεί που αρχίζει σήμερα η οδός Ζαϊμη, υπήρχε στην δεκαετία του ‘60 μια αλάνα κι ένα καταφύγιο. Χρησίμευαν και τα δυό για να παίζουμε όλες μαζί οι τσακαλοπαρέες της γειτονιάς όταν δεν τρωγόμασταν μεταξύ μας, πράγμα σπάνιο που ωστόσο όταν συνέβαινε, οι φωνές μας έφταναν μέχρι την Παρασκευοπούλου. Ήταν τότε χωματόδρομος γεμάτος σφηνωμένες κοτρώνες και νερολακούβες. Η συμμετοχή μας στο παιγνίδι της γειτονιάς σήμαινε ότι με την επιστροφή μας από το σχολείο και το πέταγμα της σχολικής τσάντας στην αυλή του σπιτιού, μπαίναμε όλοι σε διαδικασία προσωπικής εξόντωσης, που μας οδηγούσε με σπασμένα κατά καιρούς κεφάλια ή το λιγότερο με ανοιγμένα γόνατα το βραδάκι στο σπίτι. Παρ’όλη την ταλαιπωρία μας όμως, εκείνη η αλάνα λειτουργούσε για όλους μας σαν μητρική αγκαλιά που προετοίμαζε με φυσιολογικό τρόπο την εξακόντισή μας στο μέλλον. Με δικαιοσύνη. Χωρίς τζιριτζάντζουλες και γλυκανάλατα τερτίπια που πολλές από τις μητέρες μας είχαν υιοθετήσει και που πολλοί από μας πλήρωσαν με το παραπάνω αργότερα». Έτσι μεγαλώναμε. Την δεκαετία ‘50-60 δεν υπήρχαν οικολόγοι. Οικολόγοι ήμασταν όλοι, θέλαμε δεν θέλαμε. Οι σακούλες στον μπακάλη ήταν χάρτινες. Αν ήθελε κάποιος κάτι ζουμερό, όπως ας πούμε τουρσάκια, πήγαινε με το δικό του μεταλλικό η γυάλινο σκεύος, ο μπακάλης το ζύγιζε και μετά αφαιρούσε το βάρος του για να βγει η τιμή του. Κουβαλούσαμε τα φρούτα και τα τρόφιμα μέσα στα διχτάκια η στις πάνινες τσάντες που ράβαμε με καραβόπανο στο σπίτι. Δεν υπήρχαν κάδοι σκουπιδιών αλλά όταν περνούσαν τα απορριμματοφόρα βγαίναμε με τον κάδο μας ο καθένας που τον άδειαζε μόνος του μέσα στο φορτηγό. Είχαμε ζωάκια στις αυλές που κατανάλωναν ένα σωρό απ’αυτά που δεν τρώγαμε. Το νερό το χρησιμοποιούσαμε με μέτρο γιατί σε πάρα πολλά σπίτια δεν υπήρχαν βρύσες κι ήταν κουβαλητό με τις στάμνες από κεντρικές βρύσες που υπήρχαν στις γειτονιές. Μαζεύαμε το νερό της βροχής, το ζεσταίναμε στον ήλιο και λουζόμασταν με πράσινο σαπούνι, γι΄ αυτό είχαμε μαλλιά που λαμποκοπούσαν. Είχαμε και κάτι γιαγιάδες τότε που αντί να μας δίνουν χαρτζηλίκι, μας μάθαιναν την οικονομία και την λιτή διατροφή. Μας μάθαιναν ας πούμε πόσα φαγητά γίνονται από 2 οκάδες σπανάκι. «Τρία» μου έλεγε η γιαγιά το Αγγελικάκι. Έπαιρνε την μαχαίρα και «κραπ» έκοβε την ρίζα απ το κάθε μπουκετάκι. Τις έβραζε και με λίγο λαδολέμονο είχε έτοιμη την σαλάτα της. Τα υπόλοιπα τα χώριζε στα δυό. Με τα μισά και λίγο τυράκι έφτιαχνε μια σπανακόπιτα, με τα άλλα και αρκετό ρύζι σούπας, φρέσκο κρεμμυδάκι και μοσχοκάρυδο, σκάρωνε σπανακόρυζο. Η ίδια διαδικασία και με το κοτόπουλο. Ένα μέρος γινόταν νόστιμη σούπα με σέλινο και καρότο. Το υπόλοιπο μέρος μοσχοβολιστό ψητό με πατάτες. Δεν πετούσαμε το μπαγιάτικο ψωμί γιατί όλα τα παιδιά το τρώγαμε ενδιάμεσα απ΄ το παιχνίδι μας βρεγμένο και πασπαλισμένο με ζάχαρη και λίγο καφέ ή κακάο. Με πελτέ ντομάτας. Με λάδι και ρίγανη. Κι είχαμε γιορτή όταν μας φώναζαν για χτυπητό αυγουλάκι με ζάχαρη και κακάο ή λαλαγγίτες με σπιτική μαρμελάδα ή μέλι. Δεν παχαίναμε, δεν κάναμε δίαιτα, δεν πηγαίναμε στα γυμναστήρια ,ξεθεωνόμασταν όμως με την μπάλα και το κυνηγητό. Εμείς έτσι κάπως μεγαλώσαμε. Ήμασταν οικολόγοι; Νοιώθαμε στερημένοι; Δεν νομίζω. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήμασταν ευτυχισμένοι. Και σίγουρα είμαστε οι λιγότερο φοβισμένοι σήμερα μπροστά στο θηρίο που λέγεται «οικονομική κρίση».