Συνεχίζεις...
Έχεις τοσο πένθος να κουβαλάς, για τρεις γυναίκες πένθος, κι έπειτα σε φθονούν όσοι δεν ξέρουν τίποτε από αυτά, σε πιστεύουν πλάσμα που διάγει ανέφελον τον βίον, βάφει νύχια και χείλη κι αραδιάζει σκέψεις στα κομμωτήρια,όμως εσύ με το πνευμόνι του νεκρού στα χέρια σου, που ακόμη τρέμουν, ποιος θα σταματήσει αυτό το τρέμουλο που κρατάει απο΄την κηδεία, και την καρδιά σου στο πιατάκι, και του αλλουνού την τρέλα, και του τρίτου την αδυναμία, που κόντεψε να τον σαρώσει το αλκοόλ σαν ποταμός, περιμένεις το μετρό στη στάση, για να πας στην άλλη άκρη της πόλης, αντί για κάποιον από τους τρεις αυτούς, με την εξουσιοδότηση στην τσάντα, με όλα τα έγγραφα.
Πρέπει να κάνεις τις δουλειές εσύ για τον ανήμπορο, κι όσο κι αν δεν το θες, εσύ, δεν υπάρχει άλλος, εσύ θα πας.
Έρχονται έπειτα τα κύματα των δακρύων σου όλων των χρόνων, σα μια μαύρη θάλασσα κι αυτά, χωρίς ψάρια, και σκαρφαλώνουν τις κυλιόμενες σκάλες, κι ανάμεσα κολυμπάει και σώζεται εκείνος που αγαπούσες κι έχει πια χαθεί , κι αυτός και η αγάπη, χάνεται η αγάπη εύκολα αν δεν προσέξεις, αν έχεις πολλές δουλειές, αν γράφεις, αν έχεις και το φαγητό στη φωτιά...
Αν, αυτό κυρίως, ο άλλος δεν σ' αγαπά ούτε σε γνώρισε ποτέ ως την τρυφερή τριανταφυλλιά των ονείρων σου και τα αφροστόλιστα κεντήματά σου, και μόνο σε κοιτάζει σαν ένα μπάλωμα, κι αυτό ευκαιρίας, στην ταπετσαρία της δικής του ζωής.
Ευτυχία κανείς δεν έχει , παρηγοριέσαι, και συνεχίζεις.