«Κούκλες θα τρελαθώ,κούκλες»
Λέω τόσες μέρες από μέσα μου κρατήσου
,κρατήσου μη μιλήσεις άστο θα περάσει κι αυτό όπως όλα τα προηγούμενα,όμως
είναι κάποιες στιγμές που κάνει ένα μπάμ η υπομονή ,η λογική και ξεσπάς και δεν
συμμαζεύεσαι μετά με τίποτε.
Έτσι κι εγώ σήμερα με το που άνοιξα τα
μάτια μου 5 αξημέρωτα λες και βγάζει αγκάθια το κρεβάτι μου να σηκωθώ αμέσως μη
χάσω ,αντί να χουζουρέψω τεμπέλικα και με την πρώτη γουλιά του καφέ που
συνοδοιπορεί πάντα με την πρώτη εικόνα του υπολογιστή ,στη θέα μιας φωτογραφίας
με δεντράκια θαμμένα στο χιόνι,μιας άλλης με χριστουγεννιάτικα φωτάκια και
κάλαντα ,μιας επόμενης με Αγιους Βασίληδες ,Αγιες Αννες και μιά τελευταία με
στολίδια για το ρεβεγιόν άφησα στην άκρη την υπομονή μου και άνοιξα το word.
Σκέφτηκα τον πατέρα μου που κάθε χρόνο
τέτοιες μέρες έφτιαχνε το σπίτι πυροτέχνημα απ τα πολλά φωτάκια και τη μάνα μου
που έβγαινε στο παράθυρο τον κοίταζε και κρυφογελούσε μη τυχόν και την δει και
νομίζει οτι τον κοροϊδεύει ,που τον κορόϊδευε δηλαδή ασύστολα ,ειδικά όταν
ανακάλυψε ο καλός μου μπαμπάς οτι υπάρχουν λαμπάκια που τραγουδάνε τα κάλαντα
και το «πάει ο παλιός ο χρόνος».
Ο μόνος που ήταν εκστατικός τότε με τον
παππού του ήταν ο γιος μου που τον είχε στο κατόπι και στόλιζαν όλα τα δέντρα
του κήπου κρατώντας τον απ το χέρι μη και τον χάσει, γι αυτό κι όταν τον έχασε
μετά κάποια μέρα, μέσα σε λίγες ώρες, αρνήθηκε να τον δει πεθαμένο και δεν
πάτησε στο μνήμα του.
Ήταν πεσμένος μπρούμυτα όμως πάνω στο κρεβάτι για μια ολόκληρη μέρα με τη φωτογραφία του στη χούφτα του κι έκλαιγε μόνος στο δωμάτιο.
Ήταν πεσμένος μπρούμυτα όμως πάνω στο κρεβάτι για μια ολόκληρη μέρα με τη φωτογραφία του στη χούφτα του κι έκλαιγε μόνος στο δωμάτιο.
Θυμάμαι δεν τον ενόχλησα ,δεν τον
ρώτησα,δεν είπαμε λέξη.
Αυτές οι άγιες μέρες με κάνουν κι
ασφυκτιώ επικίνδυνα,έχουν πολύ τάχα και πολύ δήθεν,παρηγοριέμαι όμως που δεν θα
πάω πουθενά να στριμωχτώ ,που θα φάω στη ώρα μου, όποτε μου καπνίσει δηλαδή,
που δεν θαχω πολλά πολλά να μαζεύω μόλις τελειώσουν.
Περνώντας τα χρόνια βαριέται κανείς όλα
τα τερτίπια.
Τουλάχιστον εγώ πολύ.
Τώρα δεν μπορούμε πια να φάμε τίποτα.
Απαγορεύεται το βούτυρο κι η ζάχαρη
οπότε πάνε οι κουραμπιέδες , τα μελομακάρονα κι οι βασιλόπιτες.
Υπήρχαν κάποιες εποχές που βούταγα τη
μισή βασιλόπιτα στον πρωινό μου νες καφέ και οι διαδρομές στον μπουφέ της μάνας
μου κι αργότερα στον δικό μου, έμοιαζαν με ληστρικές επιδρομές βαρβάρων.
Καταναλώναμε άπειρες ποσότητες ζάχαρης
,αυγών,σοκολάτας,σοροπιαστών,λιπαρών, σκέτη καταστροφή για τον οργανισμό μας
...άσε εκείνα τα βράδια με τα ποτά και τις τσιγαρούκλες σε νεφελώδη δωμάτια
μέχρι πρωίας μπροστά από τραπέζια με πόκες και τα τοιαύτα.
Τώρα ζούμε στην άλλη πλευρά της σελήνης.
Φωτεινή η σκοτεινή δεν έχει καμιά
σημασία.
Γεράσαμε δε γεράσαμε ούτε αυτό έχει
καμιά σημασία.
Το λέω μετά γνώσεως αφού τσάκωσα τον
εαυτό μου να κολλάει σε βιτρίνα με παιδικά παιγνίδια όχι γιατί σκεφτόμουν τα
εγγόνια μου,αλλά την πάρτη μου εξ ολοκλήρου.
Περπατούσα βιαστική σε κεντρική οδό της
Θεσσαλονίκης και ξαφνικά έκανα όπισθεν .
Η βιτρίνα ήταν υπέρλαμπρη γεμάτη
Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια και καλούδια κι εγώ μίκρυνα ,συρρικνώθηκα,κόντυνα
,έγινα τρίχρονη,καρφώθηκα λαίμαργα επάνω της κι απέμεινα άγαλμα.
Μετά ένοιωσα τα μαλλιά του κάτω απ τα
παιδικά χέρια μου.
Ηταν μαύρα ,μαλακά και μύριζαν όμορφα.
Με είχε στους ώμους του.
Φορούσα λούτρινο παλτουδάκι απ τον
Κατράντζο και λουστρίνια μποτάκια απ τον Στράτο ένα μαγαζί στην Ερμού που ανέβαζαν
τα παιδάκια σε ζωάκια για να προβάρουν τα παπούτσια τους.
Η Αριστοτέλους ήταν πάμφωτη και η μητέρα
μου δίπλα μας πανέμορφη και φρεσκοχτενισμένη απ το κομμωτήριο.
Τα μάτια μου ρουφούσαν τις εικόνες ,τα
φώτα,τον κόσμο,στα αυτιά μου τα κάλαντα,τουμπερλέκια και μελόντικες όλα μαζί
,στη μύτη μου μυρωδιές απο λουκουμάδες και ζαχαρωτά.
Μια αγορά καταστόλιστη μπροστά
μου,χαρούμενα όλα μέσα μου,παραμυθένια.
Και φυσικά ζήτησα και κατέβηκα απ τους
ώμους του.
Και φυσικά ξέφυγα απ τα χέρια του κι
άρχισα να τρέχω στην κατηφόρα της Αριστοτέλους ανάμεσα στους πάγκους με τους
μικροπωλητές .
Άκουγα πίσω μου «το παιδί Σωκράτη» «το
παιδί» και δώστου και δυνάμωνα το τρεχιό μου φωνάζοντας «Κούκες θα τελαθώ
,κούκες» εννοώντας «Κούκλες θα τρελαθώ κούκλες».
Με τα χίλια ζόρια μ έπιασε στα χέρια του
ο πατέρας μου και με σήκωσε στην αγκαλιά του πάλι .
Χαμογελούσε με όλα του τα δόντια
τρελαμένος με την κόρη που τούλαχε στο βίο του και σχολίαζε με τη μάνα μου κάτι
ακατάληπτα του στυλ «μην την ξαναφήσεις χάμω σε σκότωσα».
Το βράδυ της ίδιας μέρας κοιμήθηκα στο
κρεβάτι με δύο κούκλες ,έναν αρκούδο και μια φάτνη.
Η κοπέλα του υπέρλαμπρου καταστήματος
είχε ξεπροβάλλει στην πόρτα.
Την είδα να κοιτάει επίμονα τα λευκά
μαλλιά μου.
«Ναι δεν τα βάφω πια!» της είπα κι
άνοιξα το βήμα μου.