Αλήτισσα καρδιά.
Βαθιά κι ανεξιχνίαστα τα κιτάπια του έρωτα.
Ετσι κι εκείνος.
Βασιλικός .
Πάνλευκος.
Πέρσης.
Μ ένα μάτι χρυσό κι ένα γαλάζιο.
Με στιλπνό σώμα και βήμα νωχελικό.
Αρχοντας.
Με την πριγκιπέσα στα πόδια του να τον κοιτάει στα μάτια.
Την περιφρονούσε κατάφωρα.
Ομως ο έρωτας!
Ο έρωτας τον οδηγούσε κάθε βράδυ στη πίσω αυλή.
Επαιζε στ αλώνια την ζωή του με τους αλιτήριους της γειτονιάς.
Βρώμιζε,πλήγιαζε,κινδύνευε για κείνη.
Την γύφτισσα ήθελε την μπασταρδεμένη με το ένα μάτι ,την κουτσή.
Αυτή την αλανιάρα που δεν άφηνε αρσενικό για αρσενικό.
Αυτή που μύριζε από όλους κι από όλα.
Την γούσταρε σαν τρελός.
Κι εγώ τον έλεγα Φιρούζ Βασιλικό.
Υπομονετικά τον περίμενα χαράματα.
Επεφτε στα πόδια μου και τριβόταν στις πατούσες μου,ήθελε το χέρι μου στο κεφάλι του καθησυχαστικό.
Τέτοια εποχή ήταν που με κοίταξε για τελευταία φορά κι ενα κορδόνι κόκκινο αίμα κύλησε πάνω στην άσπρη γούνα του.
Μετά μαύρισαν τα μάτια του και χάθηκε για πάντα.
Δεν τον στείρωσα ποτέ.
Ηταν γενναίο αρσενικό.
Ατόφιο μέχρι το τέλος.
Ετσι κι εκείνος.
Βασιλικός .
Πάνλευκος.
Πέρσης.
Μ ένα μάτι χρυσό κι ένα γαλάζιο.
Με στιλπνό σώμα και βήμα νωχελικό.
Αρχοντας.
Με την πριγκιπέσα στα πόδια του να τον κοιτάει στα μάτια.
Την περιφρονούσε κατάφωρα.
Ομως ο έρωτας!
Ο έρωτας τον οδηγούσε κάθε βράδυ στη πίσω αυλή.
Επαιζε στ αλώνια την ζωή του με τους αλιτήριους της γειτονιάς.
Βρώμιζε,πλήγιαζε,κινδύνευε για κείνη.
Την γύφτισσα ήθελε την μπασταρδεμένη με το ένα μάτι ,την κουτσή.
Αυτή την αλανιάρα που δεν άφηνε αρσενικό για αρσενικό.
Αυτή που μύριζε από όλους κι από όλα.
Την γούσταρε σαν τρελός.
Κι εγώ τον έλεγα Φιρούζ Βασιλικό.
Υπομονετικά τον περίμενα χαράματα.
Επεφτε στα πόδια μου και τριβόταν στις πατούσες μου,ήθελε το χέρι μου στο κεφάλι του καθησυχαστικό.
Τέτοια εποχή ήταν που με κοίταξε για τελευταία φορά κι ενα κορδόνι κόκκινο αίμα κύλησε πάνω στην άσπρη γούνα του.
Μετά μαύρισαν τα μάτια του και χάθηκε για πάντα.
Δεν τον στείρωσα ποτέ.
Ηταν γενναίο αρσενικό.
Ατόφιο μέχρι το τέλος.