Τι φοβόσαστε, κυρία Δημουλά;
Είναι τόσο εύκολη η απάντηση, μια και πέρασα εκείνους τους χρόνους που κοροϊδεύουν για τα καλά τον άνθρωπο: τώρα εμένα δεν μπορούν να με κοροϊδέψουν και... βεβαίως φοβάμαι το θάνατο.
Φοβάμαι τα πριν του θανάτου, που θέλει και να με διαλύσει για να με πάρει, θέλει να με πάρει άσχημη, γριά, ημίπληκτη, ανόητη, και κυρίως φοβάμαι μήπως σηκωθώ μια μέρα και δε θυμάμαι τι είναι ποίηση, όχι δε θυμάμαι μόνο να τη γράψω, αυτό είναι ίσως και το λιγότερο εντέλει, αλλά να μην έχει μείνει τίποτε από ποίηση μέσα μου.
Το γήρας στεγνώνει αυτή την αίσθηση, την τρέλα που μου προκαλούσε -όταν μύριζε κάποτε διάχυτα εδώ κάτω στη γειτονιά- μια γαζία.
Τότε εμένα παρέλυε η ψυχή μου.
Τώρα δε πάν' να μυρίζουν ολόκληρα κιούπια με γαζίες, είμαι απαθέστατη.
Και βέβαια φοβάμαι και γενικότερα, γιατί πάλι για το τομάρι μου μιλάω, φοβάμαι ότι τίποτε δε θα αλλάξει τους τρόμους της ανθρωπότητας, έτσι θα πορεύεται η μοίρα της, το μόνο που θα μπορέσει να την αλλάξει ίσως είναι μια απόλυτη εξαφάνιση αυτής της ανθρωπότητας και ένα από την αρχή γέννημα, με τον κίνδυνο να είναι χαραγμένη στους καινούργιους ανθρώπους η μνήμη, οι καταβολές της προηγούμενης ζωής, και να επαναληφθούν τα ίδια λάθη, δηλαδή να αποσκάψουν περισσότερο αυτόν τον πλανήτη που τον έχουν κάνει κούφιο από μέσα και περνάνε οι ποντικοί.
Αφού δεν είμαι νέα, φοβάμαι τα πάντα.
Υπάρχει κάτι που δε φοβόσαστε;
Δε φοβάμαι να πω αυτά που λέω.
Νομίζω ότι είναι και αυτό μια γενναιότης.
--------------------------------------------------------
Απο το :https://anemourion.blogspot.com/2018/03/blog-post_694.html