Η Θεσσαλονίκη και τα μπλόκια.
Οι πιο παλιές μου μνήμες απ τα καλοκαιρινά μπάνια είναι εδώ στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Οι Θεσσαλονικείς τα καλοκαίρια κατεβαίναμε στην παραλία παρέα με τους γείτονες φορώντας τα μαγιό από το σπίτι ,με μια πετσέτα σε κάποια τσάντα, ίσως και λίγο ψωμοτύρι για τα παιδιά.
Από το σπίτι μου περπατούσαμε μια δυο στάσεις, με τα πόδια φυσικά, μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό στη Σαλαμίνα ,πριν μεταφερθεί η ιχθυόσκαλα προς την πλευρά του λιμανιού και δροσιζόμασταν στα νερά του Θερμαϊκού.
Το νερό ήταν καθαρό .
Έβλεπα στο βυθό καβουράκια ,κοχύλια ,βότσαλα.
Τίποτε δεν μύριζε άσχημα τότε.
Ούτε τα φύκια ούτε η θάλασσα.
Πολύ συχνά κάποιοι με σηκωμένα παντελόνια , ξυπόλυτοι πουλούσαν καβούρια και μύδια που τα τιμούσαμε δεόντως στο μεσημεριανό μας τραπέζι.
Οδός Ανθέων δεν υπήρχε.
Τα μπαζώματα άρχισαν μετά.
Γέμισε η παραλία με τεράστια μπλόκια, μια άθλια κατάσταση, ωστόσο τα πρώτα μου ερωτικά ραντεβού ως έφηβη εκεί τα θυμάμαι .
Ανάμεσά τους στριμωγμένη συνήθως ,σούρουπο συνήθως ,ολιγόλεπτα συνήθως ,με σχετική μουγγαμάρα συνήθως.
Κάτι ατελείωτα φιλιά με γεύση μέντας ούτε καν τσιγάρου, υγραίνουν ακόμη τον ουρανίσκο και τα μάτια μου.
Έπεφτε η τιράντα μου ,πάντα έπεφτε απο την μία πλευρά απο κάτι φορεματάκια που μου έραβε η μάνα μου και ένοιωθα το βλέμμα του καρφωμένο στον γυμνό ώμο μου.
Ούτε καν τολμούσε ν απλώσει χέρι να την σηκώσει.
Η Παπαρούνα με κάτι μικρές ταβέρνες ήταν κι αυτή κοντά.
Εκεί μπήκα για πρώτη φορά σε ξύλινη βάρκα με κουπιά.
Δέκα άτομα,η θάλασσα λάδι, οκτάχρονη πρέπει να ήμουν.
Ανοίχτηκαν στα βαθιά.
Ο θείος μου ήταν τότε στα εικοσιπέντε και η θεία μου στα εικοσιοκτώ.
Η παρέα είχε κορίτσια και αγόρια που φλέρταραν μεταξύ τους .
Ημουν το μικρό της παρέας.
Και εκεί κάπου στα βαθιά έπεσαν όλοι στο νερό.
Πρώτη φορά δίστασα στη θάλασσα.
Ηξερα να κολυμπάω από τα τέσσερά μου χρόνια αλλά δεν πήγαινα ποτέ πέρα από κει που πατούσα.
Η θεία μου με παρότρυνε.
Πέσε και θα σε πιάσω εγώ μου λεγε.
Βούτηξα.
Θυμάμαι την αίσθηση.
Αυτή που βουλιάζεις κι από κάτω είναι το κενό.
Φόβος στην αρχή.
Βγήκα στην επιφάνεια όμως και την είδα δίπλα μου.
Μη φοβάσαι,κολύμπα εδώ είμαι μου είπε πιάνοντάς με απ τη μέση.
Είναι φορές που με κουράζει τώρα.
Δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι της λέω και αναγκάζομαι να επαναλαμβάνω.
Σχεδόν δεν βλέπει πια .
Εκείνο το όμορφο κορμί με το θαλασσί μαγιό έγειρε,τσάκισε.
Κινείται με το ζόρι.
Η παραλία μπαζώθηκε ,άλλαξε μορφές εκατό φορές.
Της άλλαξαν τα φώτα.
Την μεταμόρφωσαν ,την ανάπλασαν λένε.
Σπάνια πια, κατηφορίζω και περπατάω μέχρι το Μέγαρο Μουσικής .
Κοιτάω την Παπαρούνα απέναντι και τις πολυκατοικίες που την ζώσανε απο παντού.
Πάνω στις γυμνές τσιμεντένιες πλευρές τους οι δικές μου προβολές σχεδιάζουν γκράφιτι μιας πόλης που ονειρεύτηκα κάποτε.
Είναι ο δικός μου τρόπος να κρατηθώ στη επιφάνεια και να μη βουλιάξω.
Οι Θεσσαλονικείς τα καλοκαίρια κατεβαίναμε στην παραλία παρέα με τους γείτονες φορώντας τα μαγιό από το σπίτι ,με μια πετσέτα σε κάποια τσάντα, ίσως και λίγο ψωμοτύρι για τα παιδιά.
Από το σπίτι μου περπατούσαμε μια δυο στάσεις, με τα πόδια φυσικά, μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό στη Σαλαμίνα ,πριν μεταφερθεί η ιχθυόσκαλα προς την πλευρά του λιμανιού και δροσιζόμασταν στα νερά του Θερμαϊκού.
Το νερό ήταν καθαρό .
Έβλεπα στο βυθό καβουράκια ,κοχύλια ,βότσαλα.
Τίποτε δεν μύριζε άσχημα τότε.
Ούτε τα φύκια ούτε η θάλασσα.
Πολύ συχνά κάποιοι με σηκωμένα παντελόνια , ξυπόλυτοι πουλούσαν καβούρια και μύδια που τα τιμούσαμε δεόντως στο μεσημεριανό μας τραπέζι.
Οδός Ανθέων δεν υπήρχε.
Τα μπαζώματα άρχισαν μετά.
Γέμισε η παραλία με τεράστια μπλόκια, μια άθλια κατάσταση, ωστόσο τα πρώτα μου ερωτικά ραντεβού ως έφηβη εκεί τα θυμάμαι .
Ανάμεσά τους στριμωγμένη συνήθως ,σούρουπο συνήθως ,ολιγόλεπτα συνήθως ,με σχετική μουγγαμάρα συνήθως.
Κάτι ατελείωτα φιλιά με γεύση μέντας ούτε καν τσιγάρου, υγραίνουν ακόμη τον ουρανίσκο και τα μάτια μου.
Έπεφτε η τιράντα μου ,πάντα έπεφτε απο την μία πλευρά απο κάτι φορεματάκια που μου έραβε η μάνα μου και ένοιωθα το βλέμμα του καρφωμένο στον γυμνό ώμο μου.
Ούτε καν τολμούσε ν απλώσει χέρι να την σηκώσει.
Η Παπαρούνα με κάτι μικρές ταβέρνες ήταν κι αυτή κοντά.
Εκεί μπήκα για πρώτη φορά σε ξύλινη βάρκα με κουπιά.
Δέκα άτομα,η θάλασσα λάδι, οκτάχρονη πρέπει να ήμουν.
Ανοίχτηκαν στα βαθιά.
Ο θείος μου ήταν τότε στα εικοσιπέντε και η θεία μου στα εικοσιοκτώ.
Η παρέα είχε κορίτσια και αγόρια που φλέρταραν μεταξύ τους .
Ημουν το μικρό της παρέας.
Και εκεί κάπου στα βαθιά έπεσαν όλοι στο νερό.
Πρώτη φορά δίστασα στη θάλασσα.
Ηξερα να κολυμπάω από τα τέσσερά μου χρόνια αλλά δεν πήγαινα ποτέ πέρα από κει που πατούσα.
Η θεία μου με παρότρυνε.
Πέσε και θα σε πιάσω εγώ μου λεγε.
Βούτηξα.
Θυμάμαι την αίσθηση.
Αυτή που βουλιάζεις κι από κάτω είναι το κενό.
Φόβος στην αρχή.
Βγήκα στην επιφάνεια όμως και την είδα δίπλα μου.
Μη φοβάσαι,κολύμπα εδώ είμαι μου είπε πιάνοντάς με απ τη μέση.
Είναι φορές που με κουράζει τώρα.
Δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι της λέω και αναγκάζομαι να επαναλαμβάνω.
Σχεδόν δεν βλέπει πια .
Εκείνο το όμορφο κορμί με το θαλασσί μαγιό έγειρε,τσάκισε.
Κινείται με το ζόρι.
Η παραλία μπαζώθηκε ,άλλαξε μορφές εκατό φορές.
Της άλλαξαν τα φώτα.
Την μεταμόρφωσαν ,την ανάπλασαν λένε.
Σπάνια πια, κατηφορίζω και περπατάω μέχρι το Μέγαρο Μουσικής .
Κοιτάω την Παπαρούνα απέναντι και τις πολυκατοικίες που την ζώσανε απο παντού.
Πάνω στις γυμνές τσιμεντένιες πλευρές τους οι δικές μου προβολές σχεδιάζουν γκράφιτι μιας πόλης που ονειρεύτηκα κάποτε.
Είναι ο δικός μου τρόπος να κρατηθώ στη επιφάνεια και να μη βουλιάξω.