Ανοιγαν οι κάλυκες
Το βαμβάκι έρρεε ,προσδοκούσε αίμα,
ανίδεο για τον πόνο της πληγής.
Πανσέληνος .
Η σκοτεινή υγρή βεντάλια της γεώτρησης
νότιζε τον κάμπο ,
ανυποψίαστη για την ίριδα που ζωγράφιζε στο φεγγαρόφωτο.
Οι ορμόνες μου ανοιξαν και διπλώθηκαν ερμητικά γύρω σου,
ουτε που μου περνούσαν απ το μυαλό
διαφορές του
«θελω» και του «επιθυμω»,
ένα ραγισμένο σώμα ήμουν που σε δεχόταν.