H τρελή της οδού Ιλιάδος
23-04-2020
Ύστερα μες το σούρουπο η οδός Ζαΐμη άδειαζε από παιδιά.
Μαζευόμασταν όλοι στην επάνω γειτονιά γιατί ξέραμε οτι θα βγει το αερικό.
Ήταν μια γυναίκα ψηλή λεπτή με χαμηλό κότσο, ακαθόριστης ηλικίας.
Η τρελή της Ζαΐμη.
Φορούσε πάντα το ίδιο ρούχο και τα ίδια παπούτσια χειμώνα καλοκαίρι.
Ενα αλατζαδένιο κρεμ φόρεμα με μακριά μανίκια με μανσέτες, κλειστό μέχρι το λαιμό, μακρύ μέχρι τη μέση της γάμπας.
Τα παπούτσια της ήταν γόβες κομμένες στο πίσω μέρος που τις φορούσε σαν παντόφλες.
Έβγαινε από το διώροφο αρχοντικό με τον κήπο και τους ψηλούς φράχτες που είχαν σπασμένα γυαλιά στο πάνω μέρος τους έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος να σκαρφαλώσει χωρίς να τραυματισθεί.
Άκουγα ότι έμενε εκεί αυτή η γυναίκα με την αδερφή της.
Στεκόταν ακριβώς μπροστά στο σπίτι της κάθε απόγευμα στο μέσον ακριβώς του δρόμου.
Είχε τα χέρια της μαζεμένα κάτω απ’ το στήθος της, το κορμί της άκαμπτο, το βλέμμα της καρφωμένο κάπου στο βάθος και κοιτούσε κατ’ αρχήν προς την δύση.
Εντελώς ακίνητη κι αμίλητη.
Περίπου μισή ώρα.
Μετά κοίταζε το ρολόι της και γύριζε το σώμα της προς την Ανατολή.
Έμενε έτσι για μισή ώρα ακόμη και μετά χανόταν μέσα στο σπίτι.
Ήμουν παιδί τότε έντεκα χρονών και την παρατηρούσα από μακριά.
Μια μέρα ενώ ήταν στο δρόμο με τον γνωστό πια σε όλους τρόπο της, άνοιξε η πόρτα του γκαράζ ενός διπλανού διώροφου.
Ήταν το σπίτι του Μωραΐτη που είχε γραφείο κηδειών κάπου στο κέντρο της πόλης, αλλά έφερνε τη νεκροφόρα στο γκαράζ του.
Η γυναίκα στο αντίκρισμα της νεκροφόρας σάλεψε.
Άνοιξε τα χέρια της τα σήκωσε και μούντζωσε προς τη μεριά της νεκροφόρας ενώ τρανταζόταν από λυγμούς.
Δεν ξέρω τι απέγινε αυτή η γυναίκα.
Το σπίτι υπάρχει ακόμη πάντως ακριβώς στην ίδια θέση με τους ίδιους ψηλούς φράχτες αναπαλαιωμένο και περιποιημένο.
Νομίζω ανήκει στην Μητρόπολη χωρίς να είμαι σίγουρη.
Το σπίτι που μένουμε είναι το παλιό πατρικό μου.
Κοντά στη Ζαΐμη.
Έχει ένα στενό μπαλκόνι όπου βολεύονται διάφορα πράγματα.
Τόσα που δεν μ’ αφήνουν να κάνω ούτε δέκα βήματα.
Βγαίνω αυτές τις μέρες του εγκλεισμού κάθε δύο τρεις ώρες για ανάσες.
Βάζω το παλτό μου και στέκομαι μπροστά στη μπαλκονόπορτα.
Ακουμπάω τους αγκώνες μου στο κάγκελο και κοιτάω μια προς τα κάτω δυτικά όπου είναι ο φούρνος της γειτονιάς.
Το μόνο ανοιχτό μαγαζί προς αυτή την κατεύθυνση.
Η οδός Δελφών άδεια, που και που κανένα αυτοκίνητο.
Μετά κοιτάω απ’ την άλλη πλευρά προς την Ανατολή, φαίνεται ελάχιστα το βουνό και ένα κομμάτι ουρανός.
Οι ακακίες εκατέρωθεν του δρόμου μας φούντωσαν στο μεταξύ, ακούγονται στα κλαδιά ξεθαρρεμένα τα πουλιά φέτος.
Μπαίνω μέσα και στην οθόνη του υπολογιστή παρελαύνουν τα φέρετρα και οι αριθμοί των νεκρών.
Θερίζει η πανδημία τον κόσμο.
Εμείς οι ακίνητοι.
Οι τρελοί του πλανήτη.
Και μου ‘ρχεται να μουντζώσω.
Χωρίς λυγμούς.
Με θυμό.
Μόνο που δεν ξέρω σε ποια κατεύθυνση.
δημοσιευμένο στο thegreekcloud σήμερα.