Απόλλωνας και Παναγιά.
Εμείς ρίχναμε άφοβα τα σώματά μας στις αμμούδες με το χέρι κάτω απ το σβέρκο και κοιμόμασταν κάτω απ τ άστρα.
Ούτε ψάθα ,ούτε πετσέτα,ούτε υπνόσακος.
Ζαλισμένους απο εικοσιτετράωρα ταξίδια με εκατό στάσεις σ όλα τα λιμάνια μας έπαιρναν οι βάρκες να μας βγάλουν στη στεριά..
Ταξιδεύαμε στο κατάστρωμα κι εκεί κατάχαμα ο ύπνος μας.
Μήτε κάθισμα, μήτε κουκέτα και τα χρήματα ίσα ίσα.
Δανειζόμασταν ο ένας απ τον άλλο μη και φύγει ο φίλος που ξέμενε γιατί τον θέλαμε εκεί μαζί μας.
Λέγαμε που θα πάμε και οι πέντε γινόμασταν δεκαπέντε.
Χωρίς κινητά κι ακίνητα.
Με σήματα αόρατα συμφωνούσαμε ,με σήματα αόρατα βρισκόμασταν.
Δεν ρωτούσαμε τα τριβάγκο ,δεν ξέραμε αν θα βρούμε να φάμε καν.
.Θέλαμε μόνο.
Πολύ.
Πάρα πολύ.
Να ταξιδέψουμε στα ορφανά της Ελλάδας νησάκια λες και οσμιζόμασταν τους αναδόχους και τις υιοθεσίες που έρχονταν απ το μέλλον.
Έβγαιναν οι αέρηδες των Κυκλάδων και γέμιζαν τ αυτιά,τα μαλλιά τις κοιλότητες όλου του κορμιού άμμο.
Σκεπαζόμασταν μέχρι το στόμα με καμιά μαντήλα κι αυτό ήταν όλο.
Τα περπατούσαμε απ άκρη σ άκρη .
Δύσβατη ξεδύσβατη η ακρογιαλιά εμείς την κατεβαίναμε μαζί με τ αγριοκάτσικα και τα γλαροπούλια.
Με σκισμένες ελβιέλες απ το καιρό κι όχι απ το ψαλίδι.
Αλμύρα,αλάτι παντού.
Μέρες χωρίς γλυκό νερό.
Πλενόμασταν με θάλασσα κι όταν βρίσκαμε πηγή γινόταν χαμός.
Και τ αγόρια μας έδιναν προτεραιότητα.
Μαλλιά ριγμένα προς τα κάτω θυμάμαι ,δρόμοι ηλιοκαμμένοι οι πλάτες μας ,γυάλιζαν οι γοφοί μας από υγεία και τα μάτια μας απο χαρά.
Λιγωμένοι απ τα γέλια χωρίς τσιγαριλίκια και κολοκύθια τούμπανα,έβγαζαν φωτιά τα κεφάλια μας απ την κορυφή τους,ερωτευμένα παιδόπουλα ήμασταν με ανοιχτά τα κανάλια μας στο φως του Αιγαίου πως να γινόταν κι αλλιώς ;
πλάκες ολημερίς μεταξύ μας ,πειράγματα,κουβέντες μέχρι το χάραμα στην αμμουδιά με τα πόδια μες το νερό όλη νύχτα και δέκα φεγγάρια ασημένια μπροστά μας να κολυμπούν στο πλάτωμα της θάλασσας.
Ναι έτσι.
Χωρίς ίχνος ρομαντισμού η εξωραϊσμού τα θυμάμαι όλα.
Με λεπτομέρειες.
Ετσι ήταν.
Τώρα δεν ξέρω πως είναι.
Και τώρα κάπως θα είναι.
Αλλά αλλιώτικα.
Ούτε πόσο αλλιώτικα είναι ξέρω κι ούτε με νοιάζει.
Μου αρκεί που ανέβηκα τότε στον μονόλιθο στην Παναγιά την Καλαμιώτισσα.
Που εκεί δίπλα στη στέρνα της με το μαζεμένο βρόχινο νερό και το κουβαδάκι ,έπλυνα το γυμνό κορμί μου να φύγει η κάψα του απ τον ήλιο και τον έρωτα.
Εβλεπε κι ο Αναφαίος Αιγλήτης Απόλλωνας ,έβλεπε κι η Παναγιά.
Κι εγώ μαζί τους τον εαυτό μου όπως με γέννησε η μάνα μου.
Ούτε ψάθα ,ούτε πετσέτα,ούτε υπνόσακος.
Ζαλισμένους απο εικοσιτετράωρα ταξίδια με εκατό στάσεις σ όλα τα λιμάνια μας έπαιρναν οι βάρκες να μας βγάλουν στη στεριά..
Ταξιδεύαμε στο κατάστρωμα κι εκεί κατάχαμα ο ύπνος μας.
Μήτε κάθισμα, μήτε κουκέτα και τα χρήματα ίσα ίσα.
Δανειζόμασταν ο ένας απ τον άλλο μη και φύγει ο φίλος που ξέμενε γιατί τον θέλαμε εκεί μαζί μας.
Λέγαμε που θα πάμε και οι πέντε γινόμασταν δεκαπέντε.
Χωρίς κινητά κι ακίνητα.
Με σήματα αόρατα συμφωνούσαμε ,με σήματα αόρατα βρισκόμασταν.
Δεν ρωτούσαμε τα τριβάγκο ,δεν ξέραμε αν θα βρούμε να φάμε καν.
.Θέλαμε μόνο.
Πολύ.
Πάρα πολύ.
Να ταξιδέψουμε στα ορφανά της Ελλάδας νησάκια λες και οσμιζόμασταν τους αναδόχους και τις υιοθεσίες που έρχονταν απ το μέλλον.
Έβγαιναν οι αέρηδες των Κυκλάδων και γέμιζαν τ αυτιά,τα μαλλιά τις κοιλότητες όλου του κορμιού άμμο.
Σκεπαζόμασταν μέχρι το στόμα με καμιά μαντήλα κι αυτό ήταν όλο.
Τα περπατούσαμε απ άκρη σ άκρη .
Δύσβατη ξεδύσβατη η ακρογιαλιά εμείς την κατεβαίναμε μαζί με τ αγριοκάτσικα και τα γλαροπούλια.
Με σκισμένες ελβιέλες απ το καιρό κι όχι απ το ψαλίδι.
Αλμύρα,αλάτι παντού.
Μέρες χωρίς γλυκό νερό.
Πλενόμασταν με θάλασσα κι όταν βρίσκαμε πηγή γινόταν χαμός.
Και τ αγόρια μας έδιναν προτεραιότητα.
Μαλλιά ριγμένα προς τα κάτω θυμάμαι ,δρόμοι ηλιοκαμμένοι οι πλάτες μας ,γυάλιζαν οι γοφοί μας από υγεία και τα μάτια μας απο χαρά.
Λιγωμένοι απ τα γέλια χωρίς τσιγαριλίκια και κολοκύθια τούμπανα,έβγαζαν φωτιά τα κεφάλια μας απ την κορυφή τους,ερωτευμένα παιδόπουλα ήμασταν με ανοιχτά τα κανάλια μας στο φως του Αιγαίου πως να γινόταν κι αλλιώς ;
πλάκες ολημερίς μεταξύ μας ,πειράγματα,κουβέντες μέχρι το χάραμα στην αμμουδιά με τα πόδια μες το νερό όλη νύχτα και δέκα φεγγάρια ασημένια μπροστά μας να κολυμπούν στο πλάτωμα της θάλασσας.
Ναι έτσι.
Χωρίς ίχνος ρομαντισμού η εξωραϊσμού τα θυμάμαι όλα.
Με λεπτομέρειες.
Ετσι ήταν.
Τώρα δεν ξέρω πως είναι.
Και τώρα κάπως θα είναι.
Αλλά αλλιώτικα.
Ούτε πόσο αλλιώτικα είναι ξέρω κι ούτε με νοιάζει.
Μου αρκεί που ανέβηκα τότε στον μονόλιθο στην Παναγιά την Καλαμιώτισσα.
Που εκεί δίπλα στη στέρνα της με το μαζεμένο βρόχινο νερό και το κουβαδάκι ,έπλυνα το γυμνό κορμί μου να φύγει η κάψα του απ τον ήλιο και τον έρωτα.
Εβλεπε κι ο Αναφαίος Αιγλήτης Απόλλωνας ,έβλεπε κι η Παναγιά.
Κι εγώ μαζί τους τον εαυτό μου όπως με γέννησε η μάνα μου.