Ταξιδεύαμε τις λέξεις.
Ταξίδευαν οι λέξεις σε γραμμικές σειρές.
Τα φιλιά
πέτρωναν ,νοτισμένοι κυβόλιθοι σε μεσαιωνικά καλντερίμια.
Με κάστρα απόρθητα φυλακίζαμε τα βλέμματα.
Πίσω απο τα παράθυρα και τις κρυφές πολεμίστρες του κόσμου, οι σκιές μας έσμιγαν
.
Συστρέφονταν στάζοντας δηλητήριο και μέλι.
Ανοιγαν οι φλέβες διψασμένες στις μεταγγίσεις ηδονής .
Ερρεε δύναμη πιο δυνατή απ τις υπάρξεις μας.
Κανένας δεν μπορούσε ν αναπνεύσει ανάμεσά μας.
Πέθαιναν όλα όταν συναντιόντουσαν τα «και», τα «ναι», και τα
«πολύ» μας .
Απλοί μα όχι απλοϊκοί.
Δύσκολοι μα όχι αμετάφραστοι.
Χορευτές χωρίς μουσική.
Κρατούσε ο ρυθμός για μας αρχέγονο το μέτρο του.
Τα φλύαρα έβρισκαν
ταπείνωση.
Τα περιττά έστρεφαν την πλάτη τους.
Τι ατυχία και τύχη ,μαζί να μισούμε τις πόλεις!
Που θα μπορούσαν ν ανθίσουν όλ αυτά;
Πού θα τα κατοικούσαμε;
Ο ουροβόρος όφις ζεί μόνο στη Μυθαγωγία.
Πουθενά αλλού.
Ν.Φ
27/9/2019