Οποιος προκαλεί την ψυχή των άλλων και την κάνει να ταξιδεύει τσαλακώνοντας την δική του ψυχούλα σε αυτόν ανήκουν όλα τα βασίλεια σε ετούτη τη γή και σε οποιαδήποτε άλλη, όπου, όπως, όποτε.-- του εκδότη μου Βάσου Γιώργα
Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018
Σάββατο 23 Ιουνίου 2018
Αγνωστη πατρίδα.
Ευχάριστο πρωινό ρίγος με το που άνοιξα τα μάτια μου.Ψύχρα στη πόλη και τα καφεδάκια πίνονται απολαυστικά χωρίς να κολλάς απο υγρασία και ιδρώτα. Οταν έχει ζέστη αν δεν είμαι στη θάλασσα δεν θέλω να ξεμυτίζω απ το σπίτι κι ας ακούω όλη μέρα το ανόητο λάγνο περιστέρι εξω απ τη μπαλκονόπορτά μου.Να μπω στη χρονομηχανή και να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο .Αυτό θέλω.Με τον ίδιο μαγικό τρόπο θάθελα να εξαφανίσω τον διπλανό κουφό ενοχλητικό τύπο που με πρήζει με τις ειδήσεις όλη μέρα και καταμεσής τη νύχτα.Μαγικά όλα λοιπόν.Αλλιώς δεν βγαίνει.Το αεράκι που ένοιωσα στο Θέατρο Δάσους το 1995 ακούμπησε πάλι χθές στο σβέρκο μου.Ισα που μ άγγιξε. Εγω το κατάλαβα όμως.Ηταν το ίδιο.Απαλό,δροσερό,ήσυχα διαπεραστικό,διάφανο.Δεν είχε καμμιά σχέση με το θαλασσινό φρεσκάρισμα που μας ανακουφίζει συνήθως τ απογεύματα του καλοκαιρού. Ερχόταν απο ψηλά.Απ τα βόρεια.Είχε την μυρωδιά της Λιχνίτιδας λίμνης .Γέμισε το μυαλό μου με τοπία που ταξίδεψα κάποτε στην Αρχαία Πελαγονία.
Αξέχαστες διαδρομές αγαπημένες.
Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσεβο, Περλεπέ, Μηλόβιστα, Νιζόπολη, Γκόπεσι, Μπεάλα, Ρέσνα, Γιαγκοβέτσι,Στρούγγα, Μεγάροβο, Τύρνοβο.
Ετσι μαγικά όλα μέσα μου.
Σαν άγνωστες πατρίδες.
Ευχάριστο πρωινό ρίγος με το που άνοιξα τα μάτια μου.Ψύχρα στη πόλη και τα καφεδάκια πίνονται απολαυστικά χωρίς να κολλάς απο υγρασία και ιδρώτα. Οταν έχει ζέστη αν δεν είμαι στη θάλασσα δεν θέλω να ξεμυτίζω απ το σπίτι κι ας ακούω όλη μέρα το ανόητο λάγνο περιστέρι εξω απ τη μπαλκονόπορτά μου.Να μπω στη χρονομηχανή και να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο .Αυτό θέλω.Με τον ίδιο μαγικό τρόπο θάθελα να εξαφανίσω τον διπλανό κουφό ενοχλητικό τύπο που με πρήζει με τις ειδήσεις όλη μέρα και καταμεσής τη νύχτα.Μαγικά όλα λοιπόν.Αλλιώς δεν βγαίνει.Το αεράκι που ένοιωσα στο Θέατρο Δάσους το 1995 ακούμπησε πάλι χθές στο σβέρκο μου.Ισα που μ άγγιξε. Εγω το κατάλαβα όμως.Ηταν το ίδιο.Απαλό,δροσερό,ήσυχα διαπεραστικό,διάφανο.Δεν είχε καμμιά σχέση με το θαλασσινό φρεσκάρισμα που μας ανακουφίζει συνήθως τ απογεύματα του καλοκαιρού. Ερχόταν απο ψηλά.Απ τα βόρεια.Είχε την μυρωδιά της Λιχνίτιδας λίμνης .Γέμισε το μυαλό μου με τοπία που ταξίδεψα κάποτε στην Αρχαία Πελαγονία.
Αξέχαστες διαδρομές αγαπημένες.
Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσεβο, Περλεπέ, Μηλόβιστα, Νιζόπολη, Γκόπεσι, Μπεάλα, Ρέσνα, Γιαγκοβέτσι,Στρούγγα, Μεγάροβο, Τύρνοβο.
Ετσι μαγικά όλα μέσα μου.
Σαν άγνωστες πατρίδες.
Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018
Αλήτισσα καρδιά.
Βαθιά κι ανεξιχνίαστα τα κιτάπια του έρωτα.
Ετσι κι εκείνος.
Βασιλικός .
Πάνλευκος.
Πέρσης.
Μ ένα μάτι χρυσό κι ένα γαλάζιο.
Με στιλπνό σώμα και βήμα νωχελικό.
Αρχοντας.
Με την πριγκιπέσα στα πόδια του να τον κοιτάει στα μάτια.
Την περιφρονούσε κατάφωρα.
Ομως ο έρωτας!
Ο έρωτας τον οδηγούσε κάθε βράδυ στη πίσω αυλή.
Επαιζε στ αλώνια την ζωή του με τους αλιτήριους της γειτονιάς.
Βρώμιζε,πλήγιαζε,κινδύνευε για κείνη.
Την γύφτισσα ήθελε την μπασταρδεμένη με το ένα μάτι ,την κουτσή.
Αυτή την αλανιάρα που δεν άφηνε αρσενικό για αρσενικό.
Αυτή που μύριζε από όλους κι από όλα.
Την γούσταρε σαν τρελός.
Κι εγώ τον έλεγα Φιρούζ Βασιλικό.
Υπομονετικά τον περίμενα χαράματα.
Επεφτε στα πόδια μου και τριβόταν στις πατούσες μου,ήθελε το χέρι μου στο κεφάλι του καθησυχαστικό.
Τέτοια εποχή ήταν που με κοίταξε για τελευταία φορά κι ενα κορδόνι κόκκινο αίμα κύλησε πάνω στην άσπρη γούνα του.
Μετά μαύρισαν τα μάτια του και χάθηκε για πάντα.
Δεν τον στείρωσα ποτέ.
Ηταν γενναίο αρσενικό.
Ατόφιο μέχρι το τέλος.
Ετσι κι εκείνος.
Βασιλικός .
Πάνλευκος.
Πέρσης.
Μ ένα μάτι χρυσό κι ένα γαλάζιο.
Με στιλπνό σώμα και βήμα νωχελικό.
Αρχοντας.
Με την πριγκιπέσα στα πόδια του να τον κοιτάει στα μάτια.
Την περιφρονούσε κατάφωρα.
Ομως ο έρωτας!
Ο έρωτας τον οδηγούσε κάθε βράδυ στη πίσω αυλή.
Επαιζε στ αλώνια την ζωή του με τους αλιτήριους της γειτονιάς.
Βρώμιζε,πλήγιαζε,κινδύνευε για κείνη.
Την γύφτισσα ήθελε την μπασταρδεμένη με το ένα μάτι ,την κουτσή.
Αυτή την αλανιάρα που δεν άφηνε αρσενικό για αρσενικό.
Αυτή που μύριζε από όλους κι από όλα.
Την γούσταρε σαν τρελός.
Κι εγώ τον έλεγα Φιρούζ Βασιλικό.
Υπομονετικά τον περίμενα χαράματα.
Επεφτε στα πόδια μου και τριβόταν στις πατούσες μου,ήθελε το χέρι μου στο κεφάλι του καθησυχαστικό.
Τέτοια εποχή ήταν που με κοίταξε για τελευταία φορά κι ενα κορδόνι κόκκινο αίμα κύλησε πάνω στην άσπρη γούνα του.
Μετά μαύρισαν τα μάτια του και χάθηκε για πάντα.
Δεν τον στείρωσα ποτέ.
Ηταν γενναίο αρσενικό.
Ατόφιο μέχρι το τέλος.
Κυριακή 17 Ιουνίου 2018
OI ΛΥΠΕΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ"
Πάνω στις λύπες μιας γυναίκας
δεν ακουμπάμε ποτέ λόγια κοφτερά,
δεν της επιτρέπουμε να παίξει με το ίδιο της το αίμα..
Πάνω στην θλίψη που την απομονώνει
δεν στέλνουμε βροχή να την ξυπνήσει.
Δεν προσπαθούμε να την τραβήξουμε απότομα.
Όλα κάνουν έναν κύκλο ..και το σώμα της χορεύει μέσα σ’αυτόν.
Βουλιάζει στα νερά του σκοταδιού της.
Το χρειάζεται..
Πάνω στις λύπες μιας γυναίκας
μην ασκήσεις πίεση, μην δώσεις τρυφερότητα..
Η απομόνωση της είναι ο σύμμαχός της.
Άφησέ την στον δικό της πόνο, έχει κι αυτός ένα μερίδιο στην ζωή της.
Θέλει το δικό της στρώμα για να κλάψει.
Θέλει η λύτρωση να είναι αποκλειστικά δική της.
Ο δρόμος της ευτυχίας περνάει από την απόγνωση πρώτα,
μόνο τότε, καταλαβαίνει και μπορεί να την αναγνωρίσει και να την εκτιμήσει.
Μην φοβάσαι τις λύπες μιας γυναίκας …
Την προετοιμάζουν για σένα.
Ο έρωτας τις είχε πάντα σύμμαχο.
Για να αναστήσεις τον νεκρό …πρέπει πρώτα να ΄χει περάσει από τον θάνατο.
ΝΙΚΗ ΤΑΓΚΑΛΟΥ
Πάνω στις λύπες μιας γυναίκας
δεν ακουμπάμε ποτέ λόγια κοφτερά,
δεν της επιτρέπουμε να παίξει με το ίδιο της το αίμα..
Πάνω στην θλίψη που την απομονώνει
δεν στέλνουμε βροχή να την ξυπνήσει.
Δεν προσπαθούμε να την τραβήξουμε απότομα.
Όλα κάνουν έναν κύκλο ..και το σώμα της χορεύει μέσα σ’αυτόν.
Βουλιάζει στα νερά του σκοταδιού της.
Το χρειάζεται..
Πάνω στις λύπες μιας γυναίκας
μην ασκήσεις πίεση, μην δώσεις τρυφερότητα..
Η απομόνωση της είναι ο σύμμαχός της.
Άφησέ την στον δικό της πόνο, έχει κι αυτός ένα μερίδιο στην ζωή της.
Θέλει το δικό της στρώμα για να κλάψει.
Θέλει η λύτρωση να είναι αποκλειστικά δική της.
Ο δρόμος της ευτυχίας περνάει από την απόγνωση πρώτα,
μόνο τότε, καταλαβαίνει και μπορεί να την αναγνωρίσει και να την εκτιμήσει.
Μην φοβάσαι τις λύπες μιας γυναίκας …
Την προετοιμάζουν για σένα.
Ο έρωτας τις είχε πάντα σύμμαχο.
Για να αναστήσεις τον νεκρό …πρέπει πρώτα να ΄χει περάσει από τον θάνατο.
ΝΙΚΗ ΤΑΓΚΑΛΟΥ
H μάνα του άντρα μου.
Η Κανέλλα μεγάλωνε σε δυό κάμαρες στη Ξάνθη.Εχασε τη μάνα της στα οκτώ της κι είχε πίσω της τρία αδερφια αγόρια.Ο πατέρας της ηταν 30 χρονών κουρέας στο επάγγελμα.Πριν τελειώσει το πένθος ούτε ενα χρόνο μετά δηλαδή ,παντρεύτηκε μια εικοσπεντάρα μπας και βολευτούν τα δεινά του.Η μητριά την σταμάτησε απο το σχολείο και την πέταξε απ το σπίτι με την δικαιολογία του αδιαχώρητου .Κοιμότανε σε μιά αποθηκούλα στην αυλή,έπλενε σφουγγάριζε,μαγείρευε, βοηθούσε κι έτρωγε ξύλο καθημερινά και σώπαινε.Ηθελε απλά να πεθάνει.Στο χρόνο απάνω ήρθε κι άλλο μωρό.Αγόρι πάλι.Η γιαγιά της, η Χρυσή, την πήρε στο σπίτι της στο διπλανό χωριό.Δεν μπορούσε να βλέπει το εγγόνι της να παιδεύεται .Το κορίτσι στενοχωριόταν όμως γιατι ήθελε να βλέπει τον πατέρα και πολλές φορές χανότανε στην προσπάθειά του να πάει στο πατρικό σπίτι με τα πόδια, πράγμα αδύνατον.Σε μια απο τις προσπάθειές της τραυματίστηκε άσχημα στο πόδι και κατέληξε στο Νοσοκομείο Ξάνθης.Την ρωτούσαν ποιανού είναι κι έλεγε μεσα στο παραμιλητό της «Δεν είμαι κανενός δεν είμαι».
Μαθεύτηκε τελικά τίνος ήταν και την κράτησαν στο νοσοκομείο να καθαρίζει τα αίματα και να πετάει τα σκουπίδια.Είχε ύπνο και φαί εξασφαλισμένο κι ούτε που ξανασκέφτηκε να γυρίσει πίσω.Εμαθε να δένει και να καθαρίζει πληγές,κάποιοι την μάθανε εκεί μέσα , να διαβάζει και να γράφει.Μετά απο λίγα χρόνια έφυγε στα βουνά με το αντάρτικο.Ηταν 13 χρονών κοριτσάκι.Μάιος ήταν μου είπε.Ολο το βουνό ήταν γεμάτο αγριολούλουδα και μοσχοβολούσε.Οι σύντροφοί της είχαν όπλα.Ηταν ζωσμένοι με φυσεκλίκια.Ανθρωποι αποφασιμένοι να πεθάνουν.Κι αυτό της άρεζε.Εγινε ενα μαζί τους.Στην αρχή την έβαλαν να βοηθάει τους τραυματίες.Κομμένα χέρια, πόδια τέτοια πράματα.Μετά ο επικεφαλής κατάλαβε οτι τόλεγε η περδικούλα της .Εμαθε σκοποβολή,αρματώθηκε κι έπαιρνε μέρος σε όλα.Απέκτησε κύρος ανάμεσα στους αντάρτες. .Υστερα εφυγε στην Πολωνία .Εχω μιά φωτογραφία της .Είναι οπλισμένη χιαστί με σφαίρες ,φοράει αντρικά παντελόνια και χαμογελάει.Αυτή η γυναίκα ηταν μάνα του πρώτου άντρα μου.Ηταν ο λόγος που άφηνα το σπίτι μου απ τα εφηβικά μου χρόνια .Ενιωθα οτι ηταν δικός μου άνθρωπος.Την θαύμαζα,την αγαπούσα ,την ήθελα μάνα μου.Λάτρευα τις σιωπές της και το περιεχόμενό τους.Σπάνια μιλούσε για την ζωή της.Είχε καρκίνο στη μασχάλη 24 χρόνια και δεν άφησε να την ακουμπήσει γιατρός.Πέθανε στα 84 της απο καρδιά .Την τσάκισε ο θάνατος του γιού της.Οταν άνοιξε το στόμα της κάποτε και μου διηγήθηκε... έμεινα κόκκαλο.Τόσο αίμα ,τόση βαρβαρότητα,τόση κακουχία.Διηγήσεις χωρίς ιχνος ηρωισμού,ίχνος κομπασμού κι έπαρσης.Η Κανέλλα δεν δέχτηκε ποτέ στη ζωή της να πάρει δραχμή γι αυτά που έκανε.Της είπαμε θυμάμαι για την σύνταξη εθνικής αντίστασης. Εφτυσε τον κόρφο της και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.<<Ποιά σύνταξη καλέ και αηδίες >><<Αχ εκείνο το Μάιο Νατάσα>> μου είπε <<οι σφαίρες να σφυρίζουν στ αυτιά μου κι εγω να κοιτάω τ αγριολούλουδα και να σκέφτομαι πως θα κάνω μαγιάτικο στεφάνι!>><<Είμασταν τόσο νέοι όλοι!>>Η γιαγιά η Χρυσή οταν πέθανε της άφησε δυό πράγματα. Μια κανάτα και μια κεντημένη πετσέτα με το μονόγραμμά της.Αυτά έχω απ την Κανέλλα.Μόνον.Κι ενα κομμάτι μέσα μου δικό της.
Η Κανέλλα μεγάλωνε σε δυό κάμαρες στη Ξάνθη.Εχασε τη μάνα της στα οκτώ της κι είχε πίσω της τρία αδερφια αγόρια.Ο πατέρας της ηταν 30 χρονών κουρέας στο επάγγελμα.Πριν τελειώσει το πένθος ούτε ενα χρόνο μετά δηλαδή ,παντρεύτηκε μια εικοσπεντάρα μπας και βολευτούν τα δεινά του.Η μητριά την σταμάτησε απο το σχολείο και την πέταξε απ το σπίτι με την δικαιολογία του αδιαχώρητου .Κοιμότανε σε μιά αποθηκούλα στην αυλή,έπλενε σφουγγάριζε,μαγείρευε, βοηθούσε κι έτρωγε ξύλο καθημερινά και σώπαινε.Ηθελε απλά να πεθάνει.Στο χρόνο απάνω ήρθε κι άλλο μωρό.Αγόρι πάλι.Η γιαγιά της, η Χρυσή, την πήρε στο σπίτι της στο διπλανό χωριό.Δεν μπορούσε να βλέπει το εγγόνι της να παιδεύεται .Το κορίτσι στενοχωριόταν όμως γιατι ήθελε να βλέπει τον πατέρα και πολλές φορές χανότανε στην προσπάθειά του να πάει στο πατρικό σπίτι με τα πόδια, πράγμα αδύνατον.Σε μια απο τις προσπάθειές της τραυματίστηκε άσχημα στο πόδι και κατέληξε στο Νοσοκομείο Ξάνθης.Την ρωτούσαν ποιανού είναι κι έλεγε μεσα στο παραμιλητό της «Δεν είμαι κανενός δεν είμαι».
Μαθεύτηκε τελικά τίνος ήταν και την κράτησαν στο νοσοκομείο να καθαρίζει τα αίματα και να πετάει τα σκουπίδια.Είχε ύπνο και φαί εξασφαλισμένο κι ούτε που ξανασκέφτηκε να γυρίσει πίσω.Εμαθε να δένει και να καθαρίζει πληγές,κάποιοι την μάθανε εκεί μέσα , να διαβάζει και να γράφει.Μετά απο λίγα χρόνια έφυγε στα βουνά με το αντάρτικο.Ηταν 13 χρονών κοριτσάκι.Μάιος ήταν μου είπε.Ολο το βουνό ήταν γεμάτο αγριολούλουδα και μοσχοβολούσε.Οι σύντροφοί της είχαν όπλα.Ηταν ζωσμένοι με φυσεκλίκια.Ανθρωποι αποφασιμένοι να πεθάνουν.Κι αυτό της άρεζε.Εγινε ενα μαζί τους.Στην αρχή την έβαλαν να βοηθάει τους τραυματίες.Κομμένα χέρια, πόδια τέτοια πράματα.Μετά ο επικεφαλής κατάλαβε οτι τόλεγε η περδικούλα της .Εμαθε σκοποβολή,αρματώθηκε κι έπαιρνε μέρος σε όλα.Απέκτησε κύρος ανάμεσα στους αντάρτες. .Υστερα εφυγε στην Πολωνία .Εχω μιά φωτογραφία της .Είναι οπλισμένη χιαστί με σφαίρες ,φοράει αντρικά παντελόνια και χαμογελάει.Αυτή η γυναίκα ηταν μάνα του πρώτου άντρα μου.Ηταν ο λόγος που άφηνα το σπίτι μου απ τα εφηβικά μου χρόνια .Ενιωθα οτι ηταν δικός μου άνθρωπος.Την θαύμαζα,την αγαπούσα ,την ήθελα μάνα μου.Λάτρευα τις σιωπές της και το περιεχόμενό τους.Σπάνια μιλούσε για την ζωή της.Είχε καρκίνο στη μασχάλη 24 χρόνια και δεν άφησε να την ακουμπήσει γιατρός.Πέθανε στα 84 της απο καρδιά .Την τσάκισε ο θάνατος του γιού της.Οταν άνοιξε το στόμα της κάποτε και μου διηγήθηκε... έμεινα κόκκαλο.Τόσο αίμα ,τόση βαρβαρότητα,τόση κακουχία.Διηγήσεις χωρίς ιχνος ηρωισμού,ίχνος κομπασμού κι έπαρσης.Η Κανέλλα δεν δέχτηκε ποτέ στη ζωή της να πάρει δραχμή γι αυτά που έκανε.Της είπαμε θυμάμαι για την σύνταξη εθνικής αντίστασης. Εφτυσε τον κόρφο της και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.<<Ποιά σύνταξη καλέ και αηδίες >><<Αχ εκείνο το Μάιο Νατάσα>> μου είπε <<οι σφαίρες να σφυρίζουν στ αυτιά μου κι εγω να κοιτάω τ αγριολούλουδα και να σκέφτομαι πως θα κάνω μαγιάτικο στεφάνι!>><<Είμασταν τόσο νέοι όλοι!>>Η γιαγιά η Χρυσή οταν πέθανε της άφησε δυό πράγματα. Μια κανάτα και μια κεντημένη πετσέτα με το μονόγραμμά της.Αυτά έχω απ την Κανέλλα.Μόνον.Κι ενα κομμάτι μέσα μου δικό της.
Για το κορίτσι μου.
Δυο χέρια.
Η καρδιά μας περνάει μέσα απ τις φλέβες τους .
Ζεσταίνονται οι σφυγμοί μας.
Θηλυκώνουμε τα μάτια μας.
Σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα.
Την ίδια στιγμή.
Χωρίς να μιλάμε.
Κι ύστερα αφρίζουν οι λέξεις στα χείλια μας.
Ωρες ατέλειωτες μέχρι το χάραμα.
Και τα γέλια λιγώνουν τα στήθη μας.
Τα κλάματα σπάνια.
Η αποδοχή κι η εμπιστοσύνη αμέριστη.
Απο μένα για σένα όλα δικά σου.
Απο σένα για μένα εσύ ο,τι θελήσεις.
Γιατί μου είσαι ακριβή.
Μοναδική μου, να ζήσεις.
Να γεράσεις βαθιά.
Να λάμπεις.
Το αξίζεις.
Ν.Φ
3/6/2017
Δυο χέρια.
Η καρδιά μας περνάει μέσα απ τις φλέβες τους .
Ζεσταίνονται οι σφυγμοί μας.
Θηλυκώνουμε τα μάτια μας.
Σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα.
Την ίδια στιγμή.
Χωρίς να μιλάμε.
Κι ύστερα αφρίζουν οι λέξεις στα χείλια μας.
Ωρες ατέλειωτες μέχρι το χάραμα.
Και τα γέλια λιγώνουν τα στήθη μας.
Τα κλάματα σπάνια.
Η αποδοχή κι η εμπιστοσύνη αμέριστη.
Απο μένα για σένα όλα δικά σου.
Απο σένα για μένα εσύ ο,τι θελήσεις.
Γιατί μου είσαι ακριβή.
Μοναδική μου, να ζήσεις.
Να γεράσεις βαθιά.
Να λάμπεις.
Το αξίζεις.
Ν.Φ
3/6/2017
Αγνωστη πατρίδα.
Ευχάριστο πρωινό ρίγος με το που άνοιξα τα μάτια μου.Ψύχρα στη πόλη και τα καφεδάκια πίνονται απολαυστικά χωρίς να κολλάς απο υγρασία και ιδρώτα. Οταν έχει ζέστη αν δεν είμαι στη θάλασσα δεν θέλω να ξεμυτίζω απ το σπίτι κι ας ακούω όλη μέρα το ανόητο λάγνο περιστέρι εξω απ τη μπαλκονόπορτά μου.Να μπω στη χρονομηχανή και να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο .Αυτό θέλω.Με τον ίδιο μαγικό τρόπο θάθελα να εξαφανίσω τον διπλανό κουφό ενοχλητικό τύπο που με πρήζει με τις ειδήσεις όλη μέρα και καταμεσής τη νύχτα.Μαγικά όλα λοιπόν.Αλλιώς δεν βγαίνει.Το αεράκι που ένοιωσα στο Θέατρο Δάσους το 1995 ακούμπησε πάλι χθές στο σβέρκο μου.Ισα που μ άγγιξε. Εγω το κατάλαβα όμως.Ηταν το ίδιο.Απαλό,δροσερό,ήσυχο,διαπεραστικό,διάφανο.Δεν είχε καμμιά σχέση με το θαλασσινό φρεσκάρισμα που μας ανακουφίζει συνήθως τ απογεύματα του καλοκαιρού. Ερχόταν απο ψηλά.Απ τα βόρεια.Είχε την μυρωδιά της Λιχνίτιδας λίμνης .Γέμισε το μυαλό μου με τοπία που ταξίδεψα κάποτε στην Αρχαία Πελαγονία.
Αξέχαστες διαδρομές μου αγαπημένες.
Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσεβο, Περλεπέ, Μηλόβιστα, Νιζόπολη, Γκόπεσι, Μπεάλα, Ρέσνα, Στρούγγα, Μεγάροβο, Τύρνοβο.
Ετσι μαγικά όλα μέσα μου.
Σαν άγνωστες πατρίδες.
Ευχάριστο πρωινό ρίγος με το που άνοιξα τα μάτια μου.Ψύχρα στη πόλη και τα καφεδάκια πίνονται απολαυστικά χωρίς να κολλάς απο υγρασία και ιδρώτα. Οταν έχει ζέστη αν δεν είμαι στη θάλασσα δεν θέλω να ξεμυτίζω απ το σπίτι κι ας ακούω όλη μέρα το ανόητο λάγνο περιστέρι εξω απ τη μπαλκονόπορτά μου.Να μπω στη χρονομηχανή και να ξυπνήσω τον Σεπτέμβριο .Αυτό θέλω.Με τον ίδιο μαγικό τρόπο θάθελα να εξαφανίσω τον διπλανό κουφό ενοχλητικό τύπο που με πρήζει με τις ειδήσεις όλη μέρα και καταμεσής τη νύχτα.Μαγικά όλα λοιπόν.Αλλιώς δεν βγαίνει.Το αεράκι που ένοιωσα στο Θέατρο Δάσους το 1995 ακούμπησε πάλι χθές στο σβέρκο μου.Ισα που μ άγγιξε. Εγω το κατάλαβα όμως.Ηταν το ίδιο.Απαλό,δροσερό,ήσυχο,διαπεραστικό,διάφανο.Δεν είχε καμμιά σχέση με το θαλασσινό φρεσκάρισμα που μας ανακουφίζει συνήθως τ απογεύματα του καλοκαιρού. Ερχόταν απο ψηλά.Απ τα βόρεια.Είχε την μυρωδιά της Λιχνίτιδας λίμνης .Γέμισε το μυαλό μου με τοπία που ταξίδεψα κάποτε στην Αρχαία Πελαγονία.
Αξέχαστες διαδρομές μου αγαπημένες.
Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσεβο, Περλεπέ, Μηλόβιστα, Νιζόπολη, Γκόπεσι, Μπεάλα, Ρέσνα, Στρούγγα, Μεγάροβο, Τύρνοβο.
Ετσι μαγικά όλα μέσα μου.
Σαν άγνωστες πατρίδες.
Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018
Κι αν δεν τολμήσεις δεν θα το μάθεις ποτέ. Μόνο που πρέπει να πας πρόσω ολοταχώς για το φως. Χωρίς πρέπει και προσδοκίες. Απλά να πας, να προχωρήσεις χωρίς το μονό σεντόνι που σε κάνει αόρατο, χωρίς το προσωπείο της παντοδυναμίας και του νικητή.
Ο έρωτας δεν έχει νικητές. Έχει μόνο χαμένους…
Κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα μπαούλα της ψυχής των ανθρώπων…
Ο έρωτας σε πάει στους πόλους εκεί που είναι τα μεταίχμια της ζωής …
Ο έρωτας σε πάει στους πόλους εκεί που είναι τα μεταίχμια της ζωής …
Του Κυριάκου Σπανόλιου
https://www.thessalonikiartsandculture.gr/blog/apopseis/o-erotas-den-sou-dinei-rantevou/
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018
Δεν έχω πια υπομονή...
Κουράστηκα. Ναι, κουράστηκα.
Το νιώθω πια, συγγνώμη εαυτέ μου, σε ταλαιπώρησα τόσο και δεν το άξιζες.
Πόσο άργησα, άραγε, να σου δείξω σεβασμό! Πόσο άργησα να βάλω αναχώματα σε σένα, άραγε!
Αρχίζω λοιπόν να σκέφτομαι ποια πράγματα στον κόσμο, στους ανθρώπους με ενοχλούν, σε ποιες συμπεριφορές δε θέλω να έχω πια υπομονή, τι με έχει κουράσει.
Με κούρασε να περιμένω κάτι που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, θέλω να φύγω, να ταξιδέψω σε άλλες πολιτείες.
Μπορώ να χτίσω άλλες, πιο όμορφες, πιο ιδανικές.
Με κούρασε αυτή η κατάχρηση της λέξης «σ'αγαπώ» και το πόσο γρήγορα την ξεχνούν αυτοί που τη λένε, κουράστηκα να την πιστεύω και να απογοητεύομαι.
Κουράστηκα να αφήνω την ευτυχία μου σε χέρια που τρεμοπαίζουν και στο τέλος να την αφήνουν και να φεύγουν.
Δεν έχω πια υπομονή για περιττές συνομιλίες, για ανθρώπους αγενείς, για ανθρώπους χωρίς σεβασμό στον εαυτό τους και στους άλλους.
Κουράστηκα να περιμένω το τηλέφωνο, το μήνυμα, το κάλεσμα που ξέρω βαθιά μέσα μου ότι δεν θα έρθει ποτέ.
Με κούρασε η ρηχότητα, η ιδιοτέλεια, ο παρτακισμός, η χυδαιότητα που είναι διάχυτη πλέον παντού.
Κουράστηκα να περιφέρομαι και να προσπαθώ να με αγαπήσουν αυτοί που δε με αγαπούν, να γίνω αρεστή σε αυτούς που δε με συμπαθούν, να προσπαθώ συνεχώς να μου δώσουν μία θέση στην καρδιά τους άτομα που δεν το επιθυμούν.
Κουράστηκα να περπατώ πάνω από ερείπια και να προσπαθώ να τα χτίσω από την αρχή, ξέρω ότι υπάρχουν τοποθεσίες μαγικές, κρυμμένες και με περιμένουν να τις ανακαλύψω.
Με κούρασε το zapping στη φθηνή (πλέον) τηλεόραση, η παραπληροφόρηση, με κούρασε η αναξιοκρατία και η ισοπέδωση των πάντων.
Με κούρασε η παχυλή αμάθεια, ο κανιβαλισμός, η εκμετάλλευση του πόνου του άλλου για μερικά νούμερα τηλεθέασης παραπάνω.
Δεν έχω πια υπομονή για όλα αυτά...
Δεν έχω πια υπομονή να παλεύω με ωκεανούς για κόκκους σκόνης.
Κουράστηκα να βλέπω ότι γκρεμίζουν τα όνειρά μου και να νομίζω ότι η αλλαγή θα έρθει χωρίς να χρειαστεί να αλλάξω εγώ.
Κουράστηκα να τροχίζω αποστάσεις για να βρεθώ κοντά σε ανθρώπους που δεν θα έκαναν ούτε ένα βήμα για εμένα.
Και.. θέλω να φύγω... θέλω να βγω και να χορέψω στη βροχή... θέλω το κορμί μου να ζωγραφίσει χορευτικές φιγούρες πάνω σε αυτή, θέλω να γίνω ένας Gene Kelly, θέλω να νιώσω ένα παιδάκι που τρέχει και οι μεγάλοι του φωνάζουν να σταματήσει.
Αυτό το παιδάκι όσο μεγαλώνει και βλέπει την παγωνιά γύρω του, πόσο θα λαχταρήσει άραγε τις εποχές που τσαλαβουτούσε στη βροχή!
Κουράστηκα από όλα αυτά, εαυτέ μου... είναι καιρός πια να προχωρήσω, να πάω παρακάτω...
Σε πολιτείες καραμελωμένες, στολισμένες, γεμάτες λιακάδα και πράσινο.
Δεν έχω πια υπομονή όχι από αλαζονεία, κακία, εγωισμό.
Αλλά, να εαυτέ μου, δεν σε εκτίμησα ποτέ όσο σου έπρεπε, αρχίζω να το βλέπω καθαρά τώρα.
Ετοίμασε βαλίτσες εαυτέ μου, πάμε σε άλλες πολιτείες, γεμάτες με νέκταρ και μέλι.
Κλείσε την πόρτα σε ό,τι σε πλήγωσε πια και φύγε!
Μαρία Σκαμπαρδώνη*
Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018
Σιδερένιος έρωτας.
Τα σπίτια ήταν το ενα δίπλα στο άλλο.Ενας χαμηλός φράχτης απο αγιόκλημα και γιασεμιά τα χώριζε.Στον ένα κήπο έπαιζα εγω ,επτά χρονών τότε.Μια καραμελωμένη μπέμπα ήμουν με κοτσιδάκια και φιόγκους μεγαλύτερους απ το μπόι μου.Στον άλλο κήπο της κυρίας Γαρυφαλλίδου δεν έπαιζε κανείς.Κάθε πρωί άκουγα περίεργους θορύβους απο τριξίματα και τις ψιθυριστές φωνές δυό γυναικών που έκαναν κάτι που δεν καταλάβαινα.Ηταν Ιούνιος μήνας.Ημουν πολύ λυπημένη που είχε κλείσει το σχολείο και βολόδερνα βαριεστημένα στην αυλή περιμένοντας να περάσουν οι μέρες και να φύγω για την θάλασσα.Ωσπου μιά μέρα άκουσα πάλι τους θορύβους.Ετρεξα στον φράχτη έβαλα το ενα πόδι μου στο τοιχάκι, σκαρφάλωσα και θρονιάστηκα ανάμεσα στο αγιόκλιμα περιμένοντας να δω τι γινόταν εκεί δίπλα.Η γύρη απο ενα λουλούδι μ εκανε να φτερνιστώ και φοβήθηκα οτι θα με δούν και θα με μαλώσουν αλλά μπα τίποτα.Οι δύο γυναίκες ηταν απασχολημένες και δεν έδωσαν σημασία.Η γηραιότερη έστρωνε ενα χαλάκι στην αυλή εκεί που χτυπούσε ο ήλιος.Η αλλη, η πιο νέα είχε στην αγκαλιά της ενα αγόρι.Το απίθωσε πάνω στο χαλάκι με προσοχή κι εξαφανίστηκε.Η άλλη κουβάλησε μια αρμαθιά βιβλία τα ακούμπησε δίπλα του χάϊδεψε το αγόρι στα μαλλιά κι έφυγε κι αυτή.Η απόσταση που βρισκόμουν ηταν αρκετή κι ο πρωινός ήλιος απο απέναντι δεν μ αφηναν να δω καλά τον μικρό που καθόταν ησυχα και διάβαζε.Κατέβασα λοιπόν με θράσος το πόδι μου απ την μεριά του ξένου κήπου και μ ενα πηδηματάκι βρέθηκα μέσα.Στάθηκα ακίνητη στην αρχή και μετά τον είδα να μου γνέφει με το χέρι του.Εκανα λίγα βήματα και κοντοστάθηκα.Τώρα τον έβλεπα καλύτερα.Αδύνατος σαν κλαράκι,βαθιά χωρίστρα πάνω σε αχυρένια βρεγμένα μαλλιά και δυό μάτια καταγάλαζα διάφανα με κοιτούσαν ήρεμα μα με προσμονή.Χαμογέλασε.Ηταν σαν να έσκασε ο ήλιος σε χίλια κομμάτια.¨Φοβάσαι;¨με ρώτησε.Εγνεψα αρνητικά με το κεφάλι μου και πλησίασα ακόμη περισσότερο.Επειτα στρογγυλοκάθισα δίπλα του και τότε είδα το αριστερό του πόδι.Ηταν φυλακισμένο σε μια μακρόστενη θήκη με σίδερα και δερμάτινα λουριά που έδεναν στο πλάι με μεταλλικές αγκράφες.¨Φοβάσαι;¨με ξαναρώτησε.¨Οχι¨ του ψιθύρισα.¨Εμένα με λένε Αναστασία¨ του είπα.¨Κι εμένα Θοδωράκη¨ και μούδωσε το χέρι του.Ηταν η πρώτη χειραψία που αντάλλαξα με αγόρι.Ολα τα άλλα μου τραβούσαν τις κοτσίδες ,μου βγαζαν τους φιόγκους ,με σκουντούσαν άγρια κι έπεφτα.Ο Θοδωράκης όμως ηταν ήρεμος κι ευγενικός.Και ακίνητος.Προπαντώς χαμογελούσε.Απο κείνη τη μέρα το σκηνικό επαναλαμβανόταν.Η μαμά μου μ έψαξε μια δυό φορές μετα κατάλαβε που πάω και μ άφησε ήσυχη.Πηδούσα πάντα τον φράχτη , κι ο Θοδωράκης με περίμενε.Μου διάβαζε παραμύθια και ιστορίες μου μιλούσε για τρένα ,βαπόρια και αεροπλάνα.Μου έλεγε για την ζούγκλα και τ άγρια ζώα της κι εγω κρεμόμουν απ τα χείλη του μαγεμένη.Λίγες μέρες αργότερα αρρώστησα.Ο πυρετός με καθήλωσε στο σπίτι κι ο Θοδωράκης ήρθε με την μητέρα του να μ επισκεφθεί.Τότε είδα για πρώτη φορά οτι στηριζόταν σε πατερίτσες.Εκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι και μου διάβασε μια ιστορία .Μετα σηκώθηκε και στηρίζοντας τα χέρια του στο κρεβάτι στάθηκε μ εναν δικό του τρόπο απο πάνω μου κάπως στραβά και φίλησε το μάγουλό μου αργά και μαλακά ψιθυρίζοντας μου περαστικά. Η άδολη αγάπη μας κράτησε ενα χρόνο, μετά ο Θοδωράκης έφυγε στο εξωτερικό με τους γονείς του κι η κυρία Γαρουφαλλίδου θυμάμαι οτι έκλαιγε συνέχεια.
Ηταν δώδεκα χρονών αγόρι τότε αδύνατο σαν κλαράκι.Η πολιομυελίτιδα τουχε αχρηστέψει το αριστερό του πόδι και το ανάγκαζε να σέρνει τον σιδερένιο νάρθηκα παντού.Μα εγώ αγαπούσα τον σιδερένιο του θόρυβο.Να κοιτάω τα μάτια του ήθελα μόνο και ν ακούω τη φωνή του να μου διηγείται ιστορίες για την ζούγκλα και τ άγρια ζώα.
Τα σπίτια ήταν το ενα δίπλα στο άλλο.Ενας χαμηλός φράχτης απο αγιόκλημα και γιασεμιά τα χώριζε.Στον ένα κήπο έπαιζα εγω ,επτά χρονών τότε.Μια καραμελωμένη μπέμπα ήμουν με κοτσιδάκια και φιόγκους μεγαλύτερους απ το μπόι μου.Στον άλλο κήπο της κυρίας Γαρυφαλλίδου δεν έπαιζε κανείς.Κάθε πρωί άκουγα περίεργους θορύβους απο τριξίματα και τις ψιθυριστές φωνές δυό γυναικών που έκαναν κάτι που δεν καταλάβαινα.Ηταν Ιούνιος μήνας.Ημουν πολύ λυπημένη που είχε κλείσει το σχολείο και βολόδερνα βαριεστημένα στην αυλή περιμένοντας να περάσουν οι μέρες και να φύγω για την θάλασσα.Ωσπου μιά μέρα άκουσα πάλι τους θορύβους.Ετρεξα στον φράχτη έβαλα το ενα πόδι μου στο τοιχάκι, σκαρφάλωσα και θρονιάστηκα ανάμεσα στο αγιόκλιμα περιμένοντας να δω τι γινόταν εκεί δίπλα.Η γύρη απο ενα λουλούδι μ εκανε να φτερνιστώ και φοβήθηκα οτι θα με δούν και θα με μαλώσουν αλλά μπα τίποτα.Οι δύο γυναίκες ηταν απασχολημένες και δεν έδωσαν σημασία.Η γηραιότερη έστρωνε ενα χαλάκι στην αυλή εκεί που χτυπούσε ο ήλιος.Η αλλη, η πιο νέα είχε στην αγκαλιά της ενα αγόρι.Το απίθωσε πάνω στο χαλάκι με προσοχή κι εξαφανίστηκε.Η άλλη κουβάλησε μια αρμαθιά βιβλία τα ακούμπησε δίπλα του χάϊδεψε το αγόρι στα μαλλιά κι έφυγε κι αυτή.Η απόσταση που βρισκόμουν ηταν αρκετή κι ο πρωινός ήλιος απο απέναντι δεν μ αφηναν να δω καλά τον μικρό που καθόταν ησυχα και διάβαζε.Κατέβασα λοιπόν με θράσος το πόδι μου απ την μεριά του ξένου κήπου και μ ενα πηδηματάκι βρέθηκα μέσα.Στάθηκα ακίνητη στην αρχή και μετά τον είδα να μου γνέφει με το χέρι του.Εκανα λίγα βήματα και κοντοστάθηκα.Τώρα τον έβλεπα καλύτερα.Αδύνατος σαν κλαράκι,βαθιά χωρίστρα πάνω σε αχυρένια βρεγμένα μαλλιά και δυό μάτια καταγάλαζα διάφανα με κοιτούσαν ήρεμα μα με προσμονή.Χαμογέλασε.Ηταν σαν να έσκασε ο ήλιος σε χίλια κομμάτια.¨Φοβάσαι;¨με ρώτησε.Εγνεψα αρνητικά με το κεφάλι μου και πλησίασα ακόμη περισσότερο.Επειτα στρογγυλοκάθισα δίπλα του και τότε είδα το αριστερό του πόδι.Ηταν φυλακισμένο σε μια μακρόστενη θήκη με σίδερα και δερμάτινα λουριά που έδεναν στο πλάι με μεταλλικές αγκράφες.¨Φοβάσαι;¨με ξαναρώτησε.¨Οχι¨ του ψιθύρισα.¨Εμένα με λένε Αναστασία¨ του είπα.¨Κι εμένα Θοδωράκη¨ και μούδωσε το χέρι του.Ηταν η πρώτη χειραψία που αντάλλαξα με αγόρι.Ολα τα άλλα μου τραβούσαν τις κοτσίδες ,μου βγαζαν τους φιόγκους ,με σκουντούσαν άγρια κι έπεφτα.Ο Θοδωράκης όμως ηταν ήρεμος κι ευγενικός.Και ακίνητος.Προπαντώς χαμογελούσε.Απο κείνη τη μέρα το σκηνικό επαναλαμβανόταν.Η μαμά μου μ έψαξε μια δυό φορές μετα κατάλαβε που πάω και μ άφησε ήσυχη.Πηδούσα πάντα τον φράχτη , κι ο Θοδωράκης με περίμενε.Μου διάβαζε παραμύθια και ιστορίες μου μιλούσε για τρένα ,βαπόρια και αεροπλάνα.Μου έλεγε για την ζούγκλα και τ άγρια ζώα της κι εγω κρεμόμουν απ τα χείλη του μαγεμένη.Λίγες μέρες αργότερα αρρώστησα.Ο πυρετός με καθήλωσε στο σπίτι κι ο Θοδωράκης ήρθε με την μητέρα του να μ επισκεφθεί.Τότε είδα για πρώτη φορά οτι στηριζόταν σε πατερίτσες.Εκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι και μου διάβασε μια ιστορία .Μετα σηκώθηκε και στηρίζοντας τα χέρια του στο κρεβάτι στάθηκε μ εναν δικό του τρόπο απο πάνω μου κάπως στραβά και φίλησε το μάγουλό μου αργά και μαλακά ψιθυρίζοντας μου περαστικά. Η άδολη αγάπη μας κράτησε ενα χρόνο, μετά ο Θοδωράκης έφυγε στο εξωτερικό με τους γονείς του κι η κυρία Γαρουφαλλίδου θυμάμαι οτι έκλαιγε συνέχεια.
Ηταν δώδεκα χρονών αγόρι τότε αδύνατο σαν κλαράκι.Η πολιομυελίτιδα τουχε αχρηστέψει το αριστερό του πόδι και το ανάγκαζε να σέρνει τον σιδερένιο νάρθηκα παντού.Μα εγώ αγαπούσα τον σιδερένιο του θόρυβο.Να κοιτάω τα μάτια του ήθελα μόνο και ν ακούω τη φωνή του να μου διηγείται ιστορίες για την ζούγκλα και τ άγρια ζώα.
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018
Το «τέλεια» και την «τελεία» τα χωρίζει η οξεία. Αμετάκλητα.Εάν ενωθούν το μίγμα πάσχει. Διότι με τι τρόπο βάζεις τελεία εάν με τον άλλον είσαι τέλεια;;
Στον διαδικτυακό κόσμο οι έννοιες και οι ουσίες τους δεν συνευρίσκονται αλλά χωρίζονται πολλές φορές οριστικά.
Μόλις επέστρεψα από τον κηπουρό που του ζήτησα να με προσλάβει στις πρασιές του δήμου (φυσικά ανεπίσημα και δωρεάν) με σκοπό την ατομική μου ψυχοθεραπεία. Ο ψυχολόγος κοστίζει και θα μου συνιστούσε εργασιομανία. Το υπερπήδησα το ζικ–ζακ της λογικής με το κολπάκι, «βοηθός κηπουρού» γλάστρες και κουρέματα χορταριού.
Ο κηπουρός μάλλον με λυπήθηκε, όταν του είπα ότι υποφέρω από κενή προσώπου ερωτική απογοήτευση. Μάλλον τον μπέρδεψα τον κυρ Μένιο τον κηπουρό -θυμήθηκε την τρελέγκο κόρη της γειτόνισσας- όπως μου είπε, και με σπουδή δασκάλου έσπευσε να με χρήσει βοηθό.
Ισιώνοντας σγουρούς βασιλικούς, θυμήθηκα το ίσιωμα του ποντικού και εσένα να λάμπεις ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή. Ωραίος, γοητευτικός, ψαγμένος και γνώστης πολλών και σπουδαίων.
Τα ασύρματα και ενσύρματα ένστικτά μου αναπτέρησαν ή ανατρίχιασαν. Είχα αληθινά εντυπωσιαστεί.
Το επόμενο διάστημα κατέφυγα σε σπουδές πρόχειρες, ξένης λογοτεχνίας. Οι περιλήψεις μου και οι αναφορές μου στον συγγραφέα σου άρεσαν και ξεκίνησες λίγο δειλά να με ρωτάς τάχα ανίδεος, δήθεν με άγνοια αλλά θαυμάζοντας και χειροκροτώντας.
Πήρα τα πάνω μου. Άρχισα να περπατώ με σίγουρα βήματα, στην παρτίδα πόκερ που μόλις είχαμε ξεκινήσει.
Το βράδυ ονειρευόμουν τι θα σου έγραφα και το πρωί το πληκτρολόγιο πετούσε σαν ραπτομηχανή κεντήματος, λέξεις, φράσεις συλλαβές σταλμένες από τη δική μου οθόνη στους ιδιωτικούς δικούς σου χώρους.
Τα πιόνια στο σκάκι σε εκκίνηση καθημερινή. Χανόσουν για δυό –τρεις μέρες πολλές φορές για να σκεφτείς την επόμενη κίνηση. Το ΜΑΤ και το ΣΑΧ με όμηρο και αιχμάλωτο τον εαυτό μας, μας είχε κυριεύσει.
Η επικοινωνία μας εξελίχθηκε σε καταδίωξη. Το πρωί θα σε προκαλούσα και εσύ μετά από δύο ώρες θα απέκρουες και ως πυθία θα με κατηγορούσες για ύπουλη ασάφεια.
Ξεχνούσες ότι ήμουν πολύ νέα άρα αθάνατη. Ένας ώριμος άντρας και μία αθάνατη…… Το αιώνιο σύνδρομο ναμπούκωφ που εγκυμονεί και γεννά την δική μου τερατώδη απληστία και τη δική σου οξεία λαγνεία.
Σε είχα στο χέρι. Το πόκερ των ενστίκτων υπερβαίνει τις αλγεβρικές κινήσεις. Όταν τα ένστικτα χορεύουν το ζώο είναι πάντα πεινασμένο.
Αρνήθηκα τη σύντομη, κατά πρόσωπο, επαφή. Κατ’ αρχή θα κυριαρχούσε ο προφορικός λόγος. Κίνδυνος, θάνατος για τα παίγνια. Στην ζωντανή λέξη κατοικεί και η αλήθεια. Στα γραπτά, την φυλακίζεις την καρδιά με κελιά περίτεχνα και σπουδαιοφανή που θυμίζουν νεκρομαντεία. Αυτό το θανατηφόρο εγκλεισμό τον ξεπερνούν οι αληθινές και σπουδαίες πένες. Εμείς οι δυό άλλα αποζητούσαμε και θυσιάζαμε την καλολογία με ζητούμενο την καλλιγραφία παγίδα.
Σε καταδίωκα και εσύ εμένα. Σου είχα γίνει εμμονή. Λίγο ακόμα και θα άκουγα το κριτς-κρατς της τεχνολογίας να αγκομαχά.
Την εμμονή την μεταφράσαμε σε έρωτα και τον έρωτα τον ονομάσαμε παράφορο, τυχαίο και μοιραίο.
Και πάλι δεν ήθελα να σε συναντήσω…… Ήθελα όταν θα σε έβλεπα να σε δω λειωμένο και παραδομένο. Έτσι σε αποζητούσα. Γδυτό από τον αντρισμό σου και έτοιμο να ψευδορκήσεις παντού για χάρη μου.
Περνούσαμε τέλεια. Σε αντιμετώπιζα ως ακέραιο, αλάνθαστο, άνευ ελαττώματος, πλήρη, άρτιο… Που όμως ως θήλυ τα αποδομούσα, παίζοντας γρίφους και ντάμες πίκες μαζί με κούπες.
Η έξαψη είχε διαπεράσει το κορμί και το μυαλό μας και κινδύνευε το πληκτρολόγιο και τα προφίλ να καούν από την ένταση.
Είχαμε καταφέρει την πλήρη υποκατάσταση της αλήθειας με την μη αλήθεια…… Ακραίο αλλά συναρπαστικό.
Σε λάτρευα χωρίς οσμή με ποθούσες χωρίς τερηδόνα. Ερωτευμένα τεύχη περιοδικών….. Με πιθανή ανταλλαγή στις συλλογές τις αληθινές μας καρδιές. Αδύνατον να βάλουμε φρένο.
Έφτασα να σου στέλνω φωτογραφίες, στα ιδιαίτερα σου, εμένα παιδάκι, με τη μαμά μου, τον πατέρα μου. Εμένα μαθήτρια και μετά φοιτήτρια…..
Έστειλα και την πιο μυστική και αγαπημένη μου φωτογραφία. Μία που με κρατούσε η μάνα μου από το χέρι -εγώ 7 χρονών- και χαιρετούσαμε με ξέφρενη χαρά τον φωτογράφο. Την επομένη η μάνα μου πέθανε ξαφνικά. Μνήμα και τόπος αγάπης έγινε για μένα αυτή η φωτογραφία.
Στην έστειλα κι αυτή κλαίγοντας.
Τα βράδια λέγαμε καληνύχτες με πάθος. Οι εικονικοί οργασμοί βαράγανε ταβάνια.
Οι γύρω άνθρωποι κακοπερνούσαν και εμείς γράφαμε περισπούδαστα άρθρα ως ένδυμα στα υπονοούμενα της εμμονής που βασίλευε σαν άγρια αμαζόνα στα κορμιά μας.
Κλείσαμε ραντεβού.
Ήσουν η ζωή μου.
Είπες ότι παρατάς τα πάντα κι έρχεσαι μαζί μου.
Την επομένη τα πλήκτρα σίγησαν.
Έτρεξα να σε συναντήσω.
……………………………………..
Με πήρε το βράδυ και δεν ήρθες.
Πρόσβαση στο προφίλ σου από το κινητό για κάποιο περίεργο λόγο δεν είχα.
Νύχτα, εξουθενωμένη σε αναζήτησα.
Η οθόνη στον τοίχο σου έγραφε
“error” “error” “error”
Τρεις φορές.
«Προσοχή, χρήστης ιός —κακόβουλο λογισμικό»
…………………………………………
Έχουν περάσει 6 μήνες.
Είμαι βοηθός κηπουρού επειδή αδυνατώ να είμαι συνεπής στην κανονική μου εργασία.
Ντρέπομαι να πω ότι ερωτεύτηκα μια χαλκομανία.
Το χειρότερό μου, ήταν που μοιράστηκα με έναν ιό την πιο ιερή με τη μάνα μου στιγμή.
…………………………………………………………………..
Φανταστική ιστορία. Και λίγο εφιαλτική. Όμως και αληθινή.
Photo Credits: FreePik
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018
Αναμνήσεις απ το facebook.
Ενα το κρατούμενο.
10.30 πετούσα?αμ δε ...11 παρα 10 πέταξα για Κω.
12.30μμ έφτασα.
Δύο τα κρατούμενα.
Κως.
Αεροδρόμιο -Καρδάμαινα για το καραβάκι προς Νίσυρο.
Απόσταση 7 χιλιόμετρα.
2 παρα 20μμ λεωφορείο αλλιώς 15Ε με ταξί-ταξάκι κι αμα θέτε.
Τρία τα κρατούμενα.
Καρδάμαινα 3μμ.
Το καραβάκι για Νίσυρο?
Πού ντο πού ντο το δαχτυλίδι ψάξε ψάξε δεν θα το βρείς.
6μμ αναχωρεί μου είπανε.
Τέσσερα τα κρατούμενα.
6μμ?? Αμ δε.
Περιμέναμε κάποιους απο την Κω.
Ακουσον άκουσον.
Αναχώρηση καραβακίου 6.30μμ
Πέντε τα κρατούμενα.
Αφιξη στη Νίσυρο 7.45μμ.
Απ τις 6.30 το πρωί στο πόδι.
Με χειραποσκευή φίσκα στη χάντρα δεκαπέντε κιλά βάρος.
Και είμαι και 60 χρονών γυναίκα.
Εδω τα κρατούμενα γίνονται πολλά.
Καλημέρα σας με τραλαλί τραλαλό
Ενα το κρατούμενο.
10.30 πετούσα?αμ δε ...11 παρα 10 πέταξα για Κω.
12.30μμ έφτασα.
Δύο τα κρατούμενα.
Κως.
Αεροδρόμιο -Καρδάμαινα για το καραβάκι προς Νίσυρο.
Απόσταση 7 χιλιόμετρα.
2 παρα 20μμ λεωφορείο αλλιώς 15Ε με ταξί-ταξάκι κι αμα θέτε.
Τρία τα κρατούμενα.
Καρδάμαινα 3μμ.
Το καραβάκι για Νίσυρο?
Πού ντο πού ντο το δαχτυλίδι ψάξε ψάξε δεν θα το βρείς.
6μμ αναχωρεί μου είπανε.
Τέσσερα τα κρατούμενα.
6μμ?? Αμ δε.
Περιμέναμε κάποιους απο την Κω.
Ακουσον άκουσον.
Αναχώρηση καραβακίου 6.30μμ
Πέντε τα κρατούμενα.
Αφιξη στη Νίσυρο 7.45μμ.
Απ τις 6.30 το πρωί στο πόδι.
Με χειραποσκευή φίσκα στη χάντρα δεκαπέντε κιλά βάρος.
Και είμαι και 60 χρονών γυναίκα.
Εδω τα κρατούμενα γίνονται πολλά.
Καλημέρα σας με τραλαλί τραλαλό
Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018
Απόσπασμα.
"""Ένα κλειδί για την ευτυχία είναι η υπομονή. Κι αυτή κατακτάται με την πεποίθηση –που στην πορεία γίνεται γνώση- ότι όλα θα πάνε καλά, με την πίστη ότι υπάρχει ένα σχέδιο, που πολύ συχνά δεν συμβαδίζει με το σχέδιο που έχουμε σφηνωμένο στο κεφάλι μας ως το «σωστό σχέδιο».
"""Ένα κλειδί για την ευτυχία είναι η υπομονή. Κι αυτή κατακτάται με την πεποίθηση –που στην πορεία γίνεται γνώση- ότι όλα θα πάνε καλά, με την πίστη ότι υπάρχει ένα σχέδιο, που πολύ συχνά δεν συμβαδίζει με το σχέδιο που έχουμε σφηνωμένο στο κεφάλι μας ως το «σωστό σχέδιο».
Δυστυχώς, αυτό εύκολα το ξεχνάμε, κι έτσι πολλοί από μας προσπαθούμε εναγωνίως να ελέγξουμε καταστάσεις για να λειτουργήσουν έτσι όπως «θα έπρεπε» να λειτουργήσουν, στον «τέλειο» χρόνο, με τον «ιδανικό» τρόπο!...
Ο νους θα επιδιώκει πάντα να αλλάζει τα πράγματα, εμείς απ’την άλλη χρειάζεται συνεχώς να επιεβαιώνουμε τον εαυτό μας ότι τα πράγματα εξελίσσονται έτσι ακριβώς όπως πρέπει να εξελιχθούν. Ο νους θέλει να πιστεύει ότι η αλλαγή των συνθηκών θα μας δώσει γαλήνη και ηρεμία. Ο νους θα επιμείνει ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να βελτιώσουμε τα πράγματα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν πρόκειται να μας δοθεί οποιαδήποτε εμπειρία ζωής παρά μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι γι’αυτήν, όταν θα βρούμε μέσα μας την εμπιστοσύνη, και θα αποκτήσουμε την αντίληψη ότι τα πράγματα κυλάνε έτσι όπως θα έπρεπε να κυλήσουν, στο δικό τους χρόνο, με τον δικό τους τρόπο.
Τότε μόνο μπορούμε να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε τη ζωή μας. Στην πραγματικότητα, όλοι μας είμαστε ικανοί να χαλαρώσουμε με τις συνθήκες αυτές που υπάρχουν τώρα στη ζωή μας, γνωρίζοντας οτι η βαθιά υπομονή και αυτο-αποδοχή θα μας δώσει την γαλήνη και την ψυχο-σωματική ίαση που ζητάμε."""
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Επαφές
του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
Το σούρουπο έπεσε πάνω στο απέναντι σπίτι... έρημο το καντούνι...ψυχή έξω και το ψιλόβροχο πλένει μαλακά τά γκρίζα πετρόκτιστα... Μέρες τώρα...
-
Σήμερα στο Homefood η συνέχεια του άρθρου της Φαραώνας «τα καραβάνια » -------------------------------------------------------------------...
-
Ευτέρπη και Τζώρτζης ή αλλοιώς παρλεβου φρανσε Η αλάνα Στην οδό Μακεδονίας ,μετέπειτα Δελφών,εκει που αρχίζει σήμερα η οδός Ζαϊμη, υπήρχε ...
-
Το φως και τη φωτια της Την τρελλα και την ευλογια της Την τρυφεροτητα και τα δακρυα της Την καρτερια και τον θυμο της Το μισος και τον ερωτ...
-
Τα μεσημέρια του Σαββάτου η μάνα ετοίμαζε πάντα κάτι πρόχειρο για φαγητό.Ερχόταν η Κυριακή για το πιό βαρύ,ενα ταψί συνήθως με ψητό και π...
-
Ενας χρόνος. Ενας χρόνος κοντά σας. Για ενα χρόνο ηταν Μ οιρασμενες οι χαρές Π λούσιες οι εμπειρίες Λ ατρεμένες οι στιγμές με Ο λόφωτες ...
-
Συναντήσεις. Σε ένα ταξίδι αστραπή Θεσσαλονίκη-Καβάλα-Θάσο. Μέσα στο φέρυ της επιστροφής μου. Συνάντησα μια γυναίκα για όσο διαρκεί το ...
-
Όποιος μιλάει πολύ αδειάζει γρήγορα, Κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει για όποιον θέλει να κρατηθεί στο κέντρο . «Τάο Τέ Τσίνγκ - κεφάλαιο 5ο - π...
-
16 ΣΚΑΛΟΠΆΤΙΑ Ησύχασε, δεν είναι τίποτα. Τα 16 σκαλοπάτια φταίνε και το μπετόν που είναι άφθαρτο. Και οι μυγοπαγίδες του μυαλού σου. Κ...