Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

 



Σχοινούσα

 

Το νησί ήταν πολύ μικρό. 

Πολύ μικρό Κυκλαδίτικο νησί σήμαινε περί το 1983 ,τόπο χωρίς ρεύμα . 

Πιθανώς να υπήρχαν κάποιες γεννήτριες. 

Μας έβγαλε το Μιαούλης δύο τα μεσάνυχτα. 

Λιμάνι δεν υπήρχε ήρθαν κάτι βάρκες . 

Σαβουρντιστήκαμε νυσταγμένοι και αρμυροί απο το αγέρι της θάλασσας μετά τόσες ώρες ταξίδι απ τον Πειραιά. 

Πόσες;  

Άπειρες. 

Με σύζυγο και παρέα κι ένα παιδί δύο χρονών στην αγκαλιά. 

Ενα καφενείο όλο κι όλο στο ημίφως. 

Βρήκαμε την αμμουδιά αμέσως. 

Μύριζε εκείνη η θαλασσίλα η ιωδιούχα ,ήσυχη σα λίμνη ήταν θυμάμαι. 

Βάλαμε τα σακίδια προσκέφαλο ο ουρανός από πάνω  γεμάτος εκρήξεις άστρων σε σχηματισμούς. 

Το στερέωμα ασήμιζε απόκοσμο. 

Σήκωσα το κεφάλι δεξιά αριστερά. 

Απέραντη αμμουδιά κι ένα μόνο δέντρο. 

Μικρό αρμυρίκι ήταν το κατάλαβα με το χάραμα. 

Μια σταλιά. 

Ολο το άλλο πεντάρφανο από πρασινάδα. 

Πέταξα τα ρούχα μου. 

Αυτή η αίσθηση του δροσερού νερού σ όλο το κορμί το ξημέρωμα με ξεπερνάει πάντα. 

Με στέλνει αλλού. 

Σε άλλους πλανήτες με σχήματα μήτρας ,με υπόκωφους θορύβους νερών που κινούνται γύρω και μέσα στο σχήμα μου. 

Βγήκα βρεγμένη και πεινασμένη. 

Στη μύτη μου έφτανε μυρωδιά φρέσκου ψωμιού. 

Πήγαινα και μύριζα. 

Ούτε ψυχή να ρωτήσω που είναι το φουρνάρικο. 

Έφτασα γρήγορα. 

Ολα κοντινά ήταν εξ άλλου εκεί. 

Ο φούρναρης ήταν ο Κουασιμόδος όχι των Παρισίων μα της Παναγιάς της Κυκλαδίτισσας. 

Αφάνα μαλλί,κακομούτσουνος,κοντός στραβοκάνης. 

Με κοίταζε κάτω απ τα φρύδια του ,με ζύγισε. 

Και ξαναγύρισε στον αναμμένο φούρνο του. 

Έψαχνα να βρω με τι τον είχε ανάψει. 

Ρεύμα δεν υπήρχε. 

Ξύλα ούτε για δείγμα. 

Μετά είδα κάτι τεράστιους ξερούς θάμνους σαν αυτούς που έβλεπα στα γουέστερν σπαγγέτι μικρή να τους κατατρακυλάει ο άνεμος στη έρημο της Σονόρα. 

Θεέ και Κύριε σκέφτηκα . 

Πως ν ανάψει ένας φούρνος μόνο με λίγους θάμνους τι να πρωτοψήσει; 

Μετά είπα καλημέρα. 

Ακουσα ένα μουγκρητό. 

Ο Κουασιμόδος έφτυσε ένα ΄΄τι θες΄΄μέσα απ τα δόντια του και με κοίταξε αδικαιολόγητα αγανακτισμένος . 

-Εχει ψωμί;  

Το είπα ψιθυρίζοντας . 

Δεν το απόσωσα και με πήρε ο δαίμονας. 

-Ψωμί;Δηλαδή κι εμείς τι κάνουμε απ τη νύχτα εδώ κοπέλα μου; 

-Θέλω ένα... είπα για να τελειώνει το μαρτύριο κι έβαλα πάνω στον πάγκο του το χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών που κρατούσα. 

-Πάρτο πίσω ...άκουσα να λέει. 

-Πάρε το ψωμί και φύγε δε θέλω λεφτά. 

-Πού νόμιζες οτι ήρθες; σε τράπεζα; 

Το πήρα. 

Μου έκαιγε τα χέρια. 

Το τύλιξα στη μαντήλα μου . 

Με τη μυρωδιά και την ζεστασιά του κατέβηκα στην παραλία. 

Πήγα κάτω απ το μοναδικό αρμυρίκι και κάθισα. 

Ηταν ζυμωτό ,βαρύ ψωμί ,γεμάτο,  με κόρα τραγανή και μυρωδιά από ξύλο. 

Χτυπούσε τον ουρανίσκο μου η γλύκα  , η κόρα του θρυμματιζόταν ανάμεσα στα δόντια μου κι ακουγόταν το κριτσάνισμα στ αυτιά μου. 

Ζούσα ένα μικρό θαύμα. 

Αυτός ο άτιμος ,ο άσχημος,ο  αγενής τόχε ζυμώσει και ψήσει υπέροχα.  

Με ξύπνησε ο θόρυβος από  τσεκούρι την άλλη μέρα το πρωί. 

Κοίταξα γύρω. 

Το ένα και μοναδικό αρμυρίκι σ όλο το νησί είχε κοπεί απ τη ρίζα. 

Τον είδα να το σέρνει ανηφορίζοντας προς τον φούρνο . 

Το "Μιαούλης"  είχε φέρει οκτώ στόματα που έπρεπε να τα ταϊσει ο άτιμος. 

Τι να έκανε; 




Δημοσιευμένο στο wwwthegreekcloud.com στις 28/9/2020

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

 Μικρά σπίτια στο λιβάδι ή έτσι γίνεται με όλα


Μερικοί άνθρωποι είναι έτσι.

Σαν μικρά σπίτια στο λιβάδι.

Φιλόξενα ζεστά χέρια.

Μάτια που κοιτάνε σπάζοντας τις γωνιές τους χωρίς τον φόβο των ρυτίδων.

Άνθρωποι που αρνούνται κατηγορηματικά να φύγουν απ’ την παιδική ηλικία της άδολης χαράς, της ανεμελιάς, της ζαβολιάς, του γέλιου.

Όταν τους αρέσει κάτι είναι αδύνατον να κρυφτούν, όταν αγαπούν, αγαπούν για μια ζωή.

Δεν συγχωρούν γιατί απλά δεν κακιάζονται ποτέ.

Η συγχώρεση είναι άγνωστη λέξη δεν τους χρειάζεται.

Κι αν νομίζετε ότι περιγράφω κάποιον ή κάποια αφελή κάνετε λάθος.

Φαίνονται αφελείς γιατί προσφέρονται άφοβα.

Έχουν πολλά καλά κι ένα κακό.

Το κακό είναι ότι σε κάνουν να φοβάσαι με το δόσιμό τους.

Αυτό που λέμε συχνά αλλά το βρίσκουμε σπάνια.

Άνθρωποι ‘’χαρά θεού’’.

Αυτό.

Από τότε που η τύχη τόφερε να ασχοληθώ με την μικροϋφαντική κάθε φορά που αρχίζω ένα κόσμημα για κάποια ή κάποιον είναι σαν να τον έχω μπροστά μου.

Είναι μαγικό.

Μπροστά μου ένα άδειο τραπέζι.

Κουτιά και συρτάρια με κλωστές και χάντρες σε πύργους παντού.

Κι όλα αρχίζουν από μια κλωστή.

Την πρώτη.

Δένοντας τον πρώτο κόμπο είναι σαν να πιάνω απ’ το χέρι τον άνθρωπο για να τον ταξιδέψω μαζί μου σ’ έναν άγνωστο χρωματιστό δρόμο.

Με παράδρομους, με στάσεις, μεταμφιέσεις, διαλόγους, αρμονία, ησυχία, γέλιο, εξάρσεις χαράς.

Κανένα δάκρυ πότε πότε.

Κάποτε οι στάσεις διαρκούν.

Η μεγαλύτερη που μούτυχε ήταν 4 χρόνια.

Και το βλεπα εκεί.

Να με περιμένει καρτερικά.

Κι εγώ να μην μπορώ να το κουνήσω απ’ τη θέση μου, τα χέρια μου να μην πηγαίνουν και το μυαλό μου να φρενάρει κάθε διάθεσή μου.

Ύστερα έρχεται μια στιγμή που όλο αυτό λύνεται.

Αρχίζει πάλι η ροή εντός μου όλα γίνονται νερό που τρέχει και το χέρι ασταμάτητο τελειώνει αυτό που αρνιόταν μέχρι εκείνη την ώρα.

Το κόσμημά της έτσι άρχισε.

Με ροή ασταμάτητη εξελίχθηκε το σώμα του.

Ώχρα, μπλε ζωντανό, γαλάζιο σαξ, πορτοκαλί του ήλιου.

Μ’ ένα άσπρο φίλντισι εκεί στη μέση.

Να στέκει και να προφυλάσσει, να ισορροπεί τους δρόμους του μυαλού.

Αυτού του μυαλού που μας προδίδει.

Όλους.

Ολοκληρώθηκε σε λίγες μέρες.

Μετά ήρθε η σειρά μου.

Εξήντα τέσσερις πόντοι φεστόνι μονόκλωνο είπα.

Υπερβολικό μου απάντησα.

Έτσι θα το κάνω είπα.

Με υπερβολή.

Οι μέρες περνούσαν κι εγώ τίποτε.

Ακίνητη.

Μήτε βελονιά.

Το μικρό σπίτι στο λιβάδι περίμενε.

Σιωπηλά.

Τσιμουδιά δεν ακούστηκε.

Μέρες το παίδευα.

Τρεις βελονιές με την πρώτη δροσιά μέσα στο φετινό καλοκαίρι.

Μπήκαν με ζόρι.

Δε μετάνιωνα με τίποτα.

Άλλοι τρεις πόντοι σε δυο βδομάδες.

Μπουκωμένο το μέσα μου απο κορονοϊούς, καραντίνες, υποχρεωτικές μάσκες, γάντια, καύσωνες.

Και προχθές τόβαλα πάνω στα δάχτυλά μου, η βελόνα γλίστρησε ακολουθώντας το ρυθμό της καρδιάς κι ενός ταμπούρλου που ακουγόταν απ’ το πουθενά.

Έτσι γίνεται με όλα.

Έρχεται η στιγμή, η ώρα.

Οι κόμποι που στόμωσαν κάποτε λύθηκαν.

 Στη θέση τους δέθηκαν με αγάπη ώχρα, μπλε της θάλασσας και πορτοκαλί του ήλιου.

Μ’ ένα άσπρο φίλντισι στη μέση για την πίστη της.


Δημοσιευμένο σήμερα 15.9.2020 στο www.thegreekcloud.com



Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

 Πέρασμα στο χωροχρόνο

17-08-2020
Ο Γιόχαν κι η γυναίκα του θα δουν την επόμενη άνοιξη τα τριαντάφυλλα ν’ ανθίζουν.
Φυτεμένα από χέρια που γέρασαν κι έφυγαν για άλλες διαδρομές.
Όλα τα λουλούδια και τα δέντρα αγγιγμένα απο γιαγιά, μάνα και πατέρα εκεί απ’ το 74.
Καρποφορούν κι ανθίζουν, ζουν σε δικούς τους χρόνους, θροΐζουν στο βραδινό αεράκι όπως πάντα.
Ποιος ξέρει τι μνημόσυνο κουβεντολόϊ ανοίγουν μεταξύ τους.
Την τελευταία φορά που πήγα τέλος Ιουλίου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με χαιρετούσε κι έσκαγε χαμόγελα στο πρωινό φως.
Δόθηκε.
Το σπίτι δόθηκε.
Μαζί κι οι μυρωδιές του, τα μουρμουρητά, οι σκιές, η δροσιά στα δωμάτια, η ζεστασιά απ’ το τζάκι.
Πόσοι άνθρωποι εκεί μέσα.
Πόσα γλέντια.
Πόσες συζητήσεις.
Πόσες αναζητήσεις.
Ευλογία όλα.
Του μίλησα την τελευταία μέρα.
Το αποχαιρέτησα.
Το παρέδωσα για να μη χαθεί.
Με δάκρυα ανακούφισης όπως όταν πεθαίνει κάποιος και λέμε …”καλύτερα που έφυγε, ησύχασε”
Σήμερα άνθισε ακόμη ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Σε γλάστρα αυτό.
Η Άννα μού ‘στειλε πρωί πρωί γεμάτη χαρά τη φωτογραφία.
Η θεία Φούλα δεν μπορεί να το δει.
Δε βγαίνει ούτε στο μπαλκόνι πια.
Μωλωπισμένα τα χέρια της απ’ τα χτυπήματα εδώ κι εκεί.
Το λεπτό κορμί της λυγισμένο απ’ το χρόνο χρειάζεται άλλα δυο χέρια να κρατηθεί για να κάνει πέντε βήματα μέχρι το κρεβάτι της.
Παρηγοριέται με το πρωινό καφεδάκι, δίνει ευχές και αστειεύεται.
Με τάϊζε και την ταΐζω.
Μ’ έλουζε και τη λούζω.
Με παρηγορούσε στην αγκαλιά της και την παρηγορώ.
Μου πιάνει σφιχτά τα χέρια, με κοιτάει στα μάτια χωρίς μάτια και μου λέει ”να μη φοβάσαι τίποτα”
Λέει τον κορονοϊό πορνοϊό, τον Ερντογάν Ερ-Ντουγάνι, λέει πολλά τέτοια και μετά κοιμάται.
Κοιμάται και ξεχνάει.
Εχει δρόμο ακόμη η ζωή της το ξέρω.
Έχει ”αχ” η ψυχής της κάθε που μ’ αγγίζει και το νοιώθω.

Δημοσιευμένο σήμερα στο www.thegreekcloud.gr

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

"Τι είναι λοιπόν ο έρωτας;
Είναι το κουκούτσι της ζωής.
Η μυγδαλόψυχά της.
Εκεί μέσα είναι κλεισμένες όλες οι δυνατότητες της αιωνιότητας της ζωής.
Όλα τ’ άλλα είναι φλούδια και ζουμιά."
— Στράτης Μυριβήλης


Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Απόλλωνας και Παναγιά.
Εμείς ρίχναμε άφοβα τα σώματά μας στις αμμούδες με το χέρι κάτω απ το σβέρκο και κοιμόμασταν κάτω απ τ άστρα.
Ούτε ψάθα ,ούτε πετσέτα,ούτε υπνόσακος.
Ζαλισμένους απο εικοσιτετράωρα ταξίδια με εκατό στάσεις σ όλα τα λιμάνια μας έπαιρναν οι βάρκες να μας βγάλουν στη στεριά..
Ταξιδεύαμε στο κατάστρωμα κι εκεί κατάχαμα ο ύπνος μας.
Μήτε κάθισμα, μήτε κουκέτα και τα χρήματα ίσα ίσα.
Δανειζόμασταν ο ένας απ τον άλλο μη και φύγει ο φίλος που ξέμενε γιατί τον θέλαμε εκεί μαζί μας.
Λέγαμε που θα πάμε και οι πέντε γινόμασταν δεκαπέντε.
Χωρίς κινητά κι ακίνητα.
Με σήματα αόρατα συμφωνούσαμε ,με σήματα αόρατα βρισκόμασταν.
Δεν ρωτούσαμε τα τριβάγκο ,δεν ξέραμε αν θα βρούμε να φάμε καν.
.Θέλαμε μόνο.
Πολύ.
Πάρα πολύ.
Να ταξιδέψουμε στα ορφανά της Ελλάδας νησάκια λες και οσμιζόμασταν τους αναδόχους και τις υιοθεσίες που έρχονταν απ το μέλλον.
Έβγαιναν οι αέρηδες των Κυκλάδων και γέμιζαν τ αυτιά,τα μαλλιά τις κοιλότητες όλου του κορμιού άμμο.
Σκεπαζόμασταν μέχρι το στόμα με καμιά μαντήλα κι αυτό ήταν όλο.
Τα περπατούσαμε απ άκρη σ άκρη .
Δύσβατη ξεδύσβατη η ακρογιαλιά εμείς την κατεβαίναμε μαζί με τ αγριοκάτσικα και τα γλαροπούλια.
Με σκισμένες ελβιέλες απ το καιρό κι όχι απ το ψαλίδι.
Αλμύρα,αλάτι παντού.
Μέρες χωρίς γλυκό νερό.
Πλενόμασταν με θάλασσα κι όταν βρίσκαμε πηγή γινόταν χαμός.
Και τ αγόρια μας έδιναν προτεραιότητα.
Μαλλιά ριγμένα προς τα κάτω θυμάμαι ,δρόμοι ηλιοκαμμένοι οι πλάτες μας ,γυάλιζαν οι γοφοί μας από υγεία και τα μάτια μας απο χαρά.
Λιγωμένοι απ τα γέλια χωρίς τσιγαριλίκια και κολοκύθια τούμπανα,έβγαζαν φωτιά τα κεφάλια μας απ την κορυφή τους,ερωτευμένα παιδόπουλα ήμασταν με ανοιχτά τα κανάλια μας στο φως του Αιγαίου πως να γινόταν κι αλλιώς ;
πλάκες ολημερίς μεταξύ μας ,πειράγματα,κουβέντες μέχρι το χάραμα στην αμμουδιά με τα πόδια μες το νερό όλη νύχτα και δέκα φεγγάρια ασημένια μπροστά μας να κολυμπούν στο πλάτωμα της θάλασσας.
Ναι έτσι.
Χωρίς ίχνος ρομαντισμού η εξωραϊσμού τα θυμάμαι όλα.
Με λεπτομέρειες.
Ετσι ήταν.
Τώρα δεν ξέρω πως είναι.
Και τώρα κάπως θα είναι.
Αλλά αλλιώτικα.
Ούτε πόσο αλλιώτικα είναι ξέρω κι ούτε με νοιάζει.
Μου αρκεί που ανέβηκα τότε στον μονόλιθο στην Παναγιά την Καλαμιώτισσα.
Που εκεί δίπλα στη στέρνα της με το μαζεμένο βρόχινο νερό και το κουβαδάκι ,έπλυνα το γυμνό κορμί μου να φύγει η κάψα του απ τον ήλιο και τον έρωτα.
Εβλεπε κι ο Αναφαίος Αιγλήτης Απόλλωνας ,έβλεπε κι η Παναγιά.
Κι εγώ μαζί τους τον εαυτό μου όπως με γέννησε η μάνα μου.
Οπως δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.
Δημοσιευμένο σήμερα στο www.thegreekcloud.com


Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Ενα βιβλίο που το συστήνω ανεπιφύλακτα προς ανάγνωση.

"Μία αρκετά αξιοπρεπής ήττα"
της Άιρις Μέρντοχ
Περιγραφή:
«Η Μόργκαν είχε αγαπήσει τον Τζούλιους με όλο της το είναι και στο πρώτο ξάφνιασμα αυτής της αγάπης ανακάλυψε ότι ήταν ανήμπορη να δυσπιστήσει στην αγάπη του. Τέτοια ήταν η φυσιολογική ψευδαίσθηση ενός ερωτευμένου ατόμου». Κυνικός και διανοούμενος, συγκρατημένος μπροστά στο πάθος χωρίς φραγμό, επιλέγει να γίνει ένας προδότης του έρωτα, γιατί όσο τον προδίδει, χρεώνεται την αφαίρεση της γεωμετρίας που περικλείει το ζωντανό χωρίς να το αποκλείει, αλλά ξεκλειδώνοντας το καταστρέφει. Ο μακιαβελικός Τζούλιους είναι ο άνθρωπος της απόστασης, ο κτίζων, ο καταστρέφων το οικοδόμημα της δερματικής επαφής, υπέρ του ανέπαφου της επιβίωσης του μνημείου.
Σ αυτήν την σκοτεινή κωμωδία της παραπλάνησης, η Άιρις Μέρντοχ αναθέτει σ ένα κυνικό διανοούμενο, τον Τζούλιους Κίνγκ, να επιδείξει πόσο εύκολα μπορεί να διεισδύσει η προδοσία και στις πιο αληθινές σχέσεις.
Ο μακιαβελικός Τζούλιους παίζει με γεωμετρική ακρίβεια τα σχοινιά του τινάζοντας στον αέρα ευτυχισμένους γάμους, δεσμούς αίματος, τρυφερές φιλίες. Επειδή οι άνθρωποι έχουμε την τάση να προτιμούμε μια ίντριγκα, από μια ανοιχτή και τίμια αντιμετώπιση της πραγματικότητας.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020



Εικονικοί έρωτες .

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

ΔΕΝ με Ενδιαφέρει....
Δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις για να ζήσεις,
θ έ λ ω να μάθω...
Τι Πράγμα στη Ζωή σε κάνει ν'ανασαίνεις,
και αν έχεις την δύναμη να ρισκάρεις
για να βρείς της καρδιάς τα ό ν ε ι ρ α.
Δεν με ενδιαφέρει πόσο χρονών είσαι.
θέλω να ξέρω
αν ακόμα μπορείς να πάρεις το ρίσκο
και να φανείς αφελής για την Α γ ά π η,
για το Ό ν ε ι ρ ο και για την περιπέτεια
του να είσαι ακόμα... ζ ω ν τ α ν ό ς.
Δεν θέλω να μάθω
ποιοί πλανήτες απειλούν την Σελήνη σου.
Θέλω να μάθω
αν ά γ γ ι ξ ε ς το κέντρο του π ό ν ο υ
κι αν έμεινες ακόμα α ν ο ι χ τ ό ς
μετά απ'τις απιστίες της Ζωής
ή αν έκλεισες ερμητικά την καρδιά σου
από φόβο μήπως ξαναπληγωθείς.
Θέλω να μάθω
αν καταφέρνεις να μ έ ν ε ι ς με τον πόνο
τον δικό μου και τον δικό σου.
Αν μπορείς να χορέψεις ανέμελα
και ν'αφήνεις την έκσταση να φτάσει
μέχρι την άκρη των δακτύλων
χωρίς ν'αντιδράσεις με σύνεση
ή να γίνεις ξαφνικά ρεαλιστής
ή να θυμηθείς τα ανθρώπινα όρια.
Δεν θέλω να μάθω
αν είναι αληθινή η ιστορία που μου διηγείσαι.
Θέλω να μάθω
αν είσαι ικανός να απογοητεύσεις τους άλλους
παραμένοντας μέσα σου α υ θ ε ντ ι κ ό ς.
Κι αν μπορείς ν'αντέξεις
την κατηγορία μιας απιστίας
χωρίς ν'α π α ρ ν η θ ε ί ς την ψυχή σου.
Θέλω να μάθω
αν είσαι π ι σ τ ό ς και άρα έ μ π ι σ τ ο ς.
Θέλω να μάθω
αν ξέρεις να β λ έ π ε ι ς την Ομορφιά,
ακόμα κι αν δεν είναι πάντα όμορφη,
αν είσαι ικανός να περνάς τη ζωή σου,
συντροφιά μόνο με τον ε α υ τ ό σου.
Θέλω να ξέρω
αν μπορείς να ζήσεις με το σπάσιμο
το δικό σου ή το δικό μου.
Δεν με ενδιαφέρει να μάθω που ζείς.
ή πόσα χρήματα έχεις,
με ενδιαφέρει αν μπορείς να ξ υ π ν ή σ ε ι ς
μετά από μια νύχτα πόνου
θλιμμένος και κομμένος στα δύο,
και να κάνεις το χ ρ έ ο ς σου για τα Π α ι δ ι ά .
Δεν με ενδιαφέρει
Ποιος είσαι και πώς έφτασες μέχρι εδώ.
θέλω να μάθω αν καταφέρνεις
να μ ε ί ν ε ι ς μες την φ ω τι ά μαζί μου
και να μην το σκάσεις.
Δεν θέλω να μάθω
τι σπούδασες με ποιόν ή πού.
Θέλω να μάθω
Τι σε κρατάει μ έ σ α σου όταν όλα σε παρατάνε.
Θέλω να μάθω
αν μπορείς να μένεις μόνος με τον ε α υ τ ό σου
κι αν π ρ ά γ μ α τ ι σ'αρέσει η π α ρ έ α
που έχεις στις άδειες σου στιγμές.
**********************************
Kείμενο γραμμένο από μια Ινδιάνα
της Tribu των Oriah από το 1890.
Μεταφρ. Lunapiena
                                                                   

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Οι μετρημένες λίγες λέξεις του πρωινού.
Αυτή η πρώτη γουλιά του καφέ μες το χάραμα.
Που είναι ίδια απ τα μαθητικά μου χρόνια.
Ακουμπάει τον ουρανίσκο και τη γλώσσα ,μένει εκεί για λίγα δευτερόλεπτα , κατεβαίνει στο λαιμό αργά αργά ενώ οι πρώτες σκέψεις της ημέρας αρχίζουν να κάθονται μαλακά στο μυαλό.
Γεννιέται μια καινούργια μέρα.
Η πρώτη αίσθηση του κόσμου μετά τον ύπνο.
Ισως με τον απόηχο κάπου στο βάθος μου, κάποιου μεταμεσονύχτιου ακούσματος μουσικής.
Με όλους να κοιμούνται ακόμη.
Τόσα χρόνια στη ζωή μου ,όσο κι αν ξενυχτάω ,όσο κι αν ταλαιπωρηθώ την προηγούμενη μέρα ,έστω για δέκα λεπτά κάθε χάραμα θέλω να έχω την αίσθηση .
Στην πορεία τόσων χρόνων είτε με το άκουσμα της βροχής το φθινόπωρο,είτε με το τρίξιμο των ξύλων στο τζάκι το χειμώνα ,είτε με τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών την άνοιξη και την δροσιά της αυγής το καλοκαίρι,οι πόρτες και τα παράθυρα ανοίγουν στον κόσμο μαζί μ αυτή την απόλυτη ησυχία και τη γουλιά του καφέ.
Κι είναι υπέροχο που σκέφτομαι από τόσους ανθρώπους που γνωρίζω πια από κοντά ,ποιοι είναι αυτοί που τούτη την ώρα κοιμούνται η είναι ξυπνητοί.
Κι ακόμη πιο υπέροχο που κάποτε συνάντησα κι έζησα με συντρόφους ,φίλες και φίλους που μοιράστηκαν μαζί μου αυτή τη συνήθεια.
Των μετρημένων λίγων λέξεων του πρωινού.
Με το κουταλάκι του καφέ μέσα στο μπρίκι η το φλιτζάνι να χορεύει σε χαμηλούς ήχους κρουστών.
Ιδιος ήχος στις διακοπές ,ίδιος ήχος στα ταξίδια ,ίδιος στο σπίτι,ίδιο αυτό το πρώτο άγγιγμα παντού, να χαράζει μαζί με το χάραμα της μέρας την πορεία της καθημερινότητας που έρχεται.


Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Διάλογος με την καρδιά
05-06-2020
Μικρή η αίθουσα αναμονής.
Με πέντε άτομα μπαλ μασκέ πάρτι δε γίνεται βέβαια, ωστόσο το χρωματολόγιο εδω μέσα βοηθά αρκετά.
Η ζουμπουρλούδικη κυρία φορά μάσκα ασορτί με την τσάντα της κι ο νεαρός με κοιτάει μέσα από το πλέξιγκλάς του.
Διακρίνω στο βλέμμα του την απαξίωση της ηλικίας μου «άντε κυρά μου που θες γιατρούς σ’ αυτή την ηλικία αντί να παζαρεύεις οικοπεδάκι στα κυπαρισσάκια σιγά σιγά», τον ακούω που το λέει μέσα του κι ας μη φαίνεται στο απ’ έξω του.
Ο μεσήλικας άντρας κι εγώ φοράμε μάσκες μιας χρήσεως συνηθισμένες χαζεύουμε στην τηλεόραση ένα απογευματινό παιχνίδι, αυτό που μαντεύεις τι ηλικία έχει ο άλλος κι άλλες τέτοιες μπούρδες.
Ένα μικρό περιοδικό που ξεφυλλίζω έχει τίτλο: «Μπορεί να ραγίσει η καρδιά μας από στενοχώρια ή ευτυχία».
Η δική μου χορεύει καντρίλιες, σάμπα κατά διαστήματα, σταματά λαχανιασμένη και μετά ξανά τσα τσα και μπόσα νόβα.
Την ακούω να μου λέει «φύγε φύγε από δω».
Κι ύστερα πάλι …
«Μην κάνεις το ψόφιο κοριό …ξέρεις πολύ καλά που έπρεπε νάσαι για να σταματήσεις αυτές τις τρέλες με τους χορούς μες την άνοιξη…»
Τίποτε εγώ καρφωμένη εκεί.
Περιμένω τη σειρά μου.
Δεν την ακούω.
Κάνω πως δεν την ακούω.
Κι αυτή η άτιμη επικοινωνεί με όλα εδώ μέσα στις σάρκες μου.
Δεν αφήνει τίποτε ανέγγιχτο.
Κυρίως επιβλέπει τις σκέψεις μου.
Δίνει ξεγυρισμένα χαστούκια στα μάγουλά μου.
Λέει βγες μη κάθεσαι μέσα, ταξίδεψε, γνώρισε καινούργια πρόσωπα, πήγαινε στην θάλασσα, αφού επιθύμησες τόσες φίλες, τόσες μαθήτριές σου τι στο καλό κάνεις στους γιατρούς.
Ώρες ώρες τη νοιώθω να θέλει να βγει απ’ το στέρνο μου, να μου πιάσει το χέρι και να με σύρει με ζόρι στο ρυθμό της έξω ζωής που είναι ο ρυθμός της.
Κάνω οτι δεν βλέπω, κάνω οτι δεν ακούω.
Κάνουμε οτι δεν βλέπουμε, κάνουμε οτι δεν ακούμε.
Αυτή φωνάζει απ’ τη μία κι απ’ την άλλη ο νεαρός με το απαξιωτικό βλέμμα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα δικά μου σκάρτα σακατεμένα μέρη ντυμένα με ενοχές.
Βγάζουμε τον εαυτό μας από μόνοι μας στο περιθώριο.
Αφήνουμε την καρδιά μας να διαμαρτύρεται και ακολουθούμε τους ενοχικούς δρόμους του μυαλού μας αυτό κάνουμε όλοι.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά και είμαι έτοιμη να σηκωθώ να φύγω απ’ την αίθουσα αναμονής.
Η πόρτα ανοίγει, χαρούμενο το πρόσωπο του καρδιολόγου με καλεί.
Είναι σαραντάρης κι ομορφάντρας.
Μη χτυπιέσαι της λέω σκάσε επιτέλους τώρα είσαι σε καλά χέρια.
Ο γιατρός είναι.
Δεν είναι ο χάρος.
Δημοσιευμένο σήμερα στο www.thegreekcloud.com

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Απο την Ismini Esmer Liosi
η γυναίκα-κλωστή η γυναίκα-βουνό
η γυναίκα-φεγγάρι η γυναίκα-αλάτι
η γυναίκα-στιγμή η γυναίκα-αιωνιότητα
η γυναίκα-παρελθόν η γυναίκα-μέλλον
τι κι αν ο χρόνος έθαψε τις αναμνήσεις των ερώτων της
τι κι αν η περίσσεια σάρκας έκρυψε τις επιθυμίες της
εκείνη αγαπήθηκε από τον άντρα του μύθου
κι έγινε αυτό το μεγάλο καράβι μετά
το γερμένο στην άμμο
με κύματα να το λείχουν και βροχές
κι αυτό να δείχνει
επαρκώς ευτυχές
έμπλεο
από τα ναυάγια
και τα παρελθόντα ταξείδια του!.
"Η ΥΠΕΡΜΕΓΕΘΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑ και ο Πρίγκιψ''


Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Ελαφρόπετρες ψυχές.
Σηκώνομαι πρωί πρωί σαν την καλή χαρά και μου δίνει μια σουβλιά η δεξιά φτέρνα και μια το αριστερό γόνατο.
Προσγειώνομαι ανώμαλα.
Λέω ο καιρός φταίει.
Λέω είναι που περπάτησα πολύ.
Λέω είναι που με μάτιασε ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ την προηγούμενη βδομάδα.
Λέω πολλά.
Μέσα σ όλα που σκέφτομαι βέβαια κυριαρχεί ένα και μοναδικό.
Αυτό που μου λέγε πάντα ο Δημήτρης Συμεωνίδης όταν κάποτε πονούσε .
Ήταν τότε στην τωρινή ηλικία μου.
"Αν ήμουν Νατάσσα 25 χρονών θα πονούσα;"
Ε ναι λοιπόν δίκιο είχε.
Αν ήμουν 25 χρονών θα πονούσα;
Παρ όλα αυτά ακόμη και στα 65 μου σκέφτομαι τη θάλασσα και τις διακοπές ,πετάω το καπελάκι μου για εκδρομές,ψοφάω για φίλους καλούς ,πλάκες και ξενύχτια,κοιτάω μανιωδώς ρούχα,παπούτσια ,νέες διακοσμήσεις σπιτιών και κρατάω στη ντουλάπα μου εκείνο το κοκτέιλ καφέ ολε φόρεμα απο κρεπ ντε σιν ολομέταξο ύφασμα ,που το κοιτάω κρυφά και το αγγίζω πότε πότε.
Αχ αβάσταχτη ελαφρότητα του
"κούνια -μπέλα''
"είναι δεν είναι"
"μπες- βγες"
"δώσε -πάρε"
"'έλα- φύγε"
''κάτσε -σήκω",
"μ αγαπάς δε μ αγαπάς"
"με θες δε με θες "
και άλλων τόσων ...
Καλό καλοκαίρι ,καλό μήνα σ όλες τις ελαφρόπετρες ψυχές εκεί έξω κι ακόμη παραέξω.


Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

-Μίλα!
-Μίλα! Γιατί δε μιλάς?
-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!-Μίλα! Μίλα!
Πες της... πες της... γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή.
Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.
Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.
Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.
Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες...
Πες της το.
Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να' σαι.
Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος.
Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.
Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θέε μου, δική σου.
Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.
Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.
Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.
Arseny Tarkovsky (Αρσένι Ταρκόφσκι), «Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας»
                                     

Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις