Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Ζάχαρη

Η ζάχαρη ήταν για τα παιδιά που γεννήθηκαν πριν το 60 παρηγορητική ουσία. Στα περισσότερα σπίτια τότε οι μάνες βουτούσαν της πιπίλες των μωρών μέσα στο κουτί με την ζάχαρη πριν τα νανουρίσουν στην αγκαλιά τους.
Μ αυτόν τον τρόπο τα οδηγούσαν σ εναν κόσμο γλυκιάς στιγμιαίας ευχαρίστησης μέχρι να τα πάρει ο ύπνος που πιστεύω οτι συνόδευε τα όνειρα κι ολη την υπόλοιπη ζωή τους αργότερα.
Η γλυκιά γεύση λοιπόν τα ακολουθούσε δια βίου  και  ρύθμιζε την συμπεριφορά τους κάθε που εβλεπαν ζαχαρωτό η καραμέλα, ματζούνι η κουφετάκι.
Η παλιά γειτονιά μου είχε δύο τέτοιους «παράδεισους».
Εναν στην διασταύρωση των οδών
Μακεδονίας και Αθανασίου Διάκου και εναν ακόμη λίγο μακρύτερα ακριβώς πίσω απο την εκκλησία της Αγίας Τριάδος.Συνήθιζα να πηγαίνω στον πιό κοντινό μέχρι τα οκτώ μου χρόνια και μετά σιγά σιγά ξετσουτσούμιζα, πάντα κρυφά βέβαια και προς την μακρύτερη γλυκιά εμπειρία μετά φόβου θεού και ανθρώπων.Το κοντινό μαγαζάκι ήταν της κυρα Μαρίας μιάς κοντής και μαυροντυμένης ,στρουμπουλής γιαγιάς ,με κότσο και χοντρά φρύδια. Ηταν κουτσοδόντα ,προφανώς απ τις γλυκατζούρες που δοκίμαζε ολημερής, πλήν ομως καλωσυνάτη και εγκάρδια με τα παιδιά, οχι μόνο για επαγγελματικούς λόγους.Το μαγαζάκι ήταν ενα παλιό σπίτι δίπλα σε μια βρύση   με γούρνα που ξεχείλιζε μονίμως γιατί βούλωνε απο τα φύλλα και τα χώματα ομως αυτό ουδόλως μας απασχολούσε.Πίναμε ακουμπώντας το στόμα μας απ ευθείας στο στόμιο της βρύσης ο ενας πίσω απο τον άλλο ,κορίτσια κι αγόρια ,με ολόγλυκα τα στόματα απο τις καραμέλες και τα λουκούμια και ξεπλέναμε τα γόνατα απο τις λάσπες και την σκόνη για να πάμε κάπως ευπρεπεις στο σπίτι μήπως και γλυτώσουμε την κατσάδα για την βρωμιά μας.Και βέβαια ο μικρός θησαυρός μας ,οι δεκάρες οι πεντάρες και τα πενηντάλεπτα εξανεμιζόταν πάντα εκεί μέσα, σ αυτόν τον μικρό παράδεισο απο κουτάκια χωρίς σκέπασμα και βάζα χωρίς καπάκι που ηταν γεμάτα με καραμέλες ολων των χρωμάτων και ζαχαρωτά ολων των ειδών.
Ρόζ «ραντεβουδάκια» πασπαλισμένα με κόκκινη ζάχαρη, πράσινες καφτερές μέντες, στρογγυλά κίτρινα «μπομπόνια» με γεύση λεμονιού, διάφανες καραμέλες σε σχημα   κοτρόνας οι λεγόμενες «της πεθεράς»,«αραπάκια» σε καφέ χρώμα με γεύση ούζου,φλόκες μαλακές με μιά αγελαδίτσα στο χαρτάκι και γεύση γάλακτος,μαντζούνια σε διάφανο περιτύλιγμα  και γλειφιτζούρια «κοκοράκια», μήλα καραμελωμένα και άλλα σε σχήμα κλειστής ομπρέλας.
Εκεί ομως που δίναμε τα ρέστα μας κυριολεκτικά ήταν στα κουτιά με τις σοκολάτες ΙΟΝ ,που ηταν λεπτές σαν τσιγαρόχαρτα, στο τάχα δήθεν παγωτό που ήταν ενα μίγμα ξηρής χρωματισμένης μαρέγκας μέσα σ ενα μπισκοτένιο χωνάκι,στα ροξ και το σάμαλι και τα κάθε τύπου τυποποιημένα και τόσο σπάνια για την εποχή είδη ,οπως ηταν το περίφημο καλαμάκι.Το καλαμάκι ηταν πλαστικό ,διάφανο , κλειστό κι απο τις δύο ακρες και περιειχε μικρά μικρά πολύχρωμα κουφετάκια που έλιωναν και αφριζαν –απο το λεμόντουζού προφανως-στο στόμα.
Κι όλα αυτά πλαισιωμένα απο σκαλιστά κάθε είδους, πασπαλισμένα με χρυσόσκονη,μικρά εικονογραφημένα κλασσικά και Μίκυ Μάους της εποχής,Μικρή Λουλού , Μικρό Ηρωα και Μικρό Σερίφη σε συνδυασμό με ατέλειωτες χαρτοπετσέτες που ήταν η τρέλα της εποχής εκείνης να τις μαζεύουμε και να τις δείχνουμε παραβγαίνοντας στα σχέδια και τα χρώματα.
Η κυρία Μαρία μας υποδεχόταν πάντα χαμογελώντας μας έπαιρνε τις δεκάρες και τα μισόφραγκά μας ,τα χαρτζιλίκια μας απο τα κάλαντα και τα υπόλοιπα των κουμπαράδων μας και σε αντάλλαγμα μας εδινε ζάχαρη παντός είδους, τυποποιημένη και χύμα ,καθαρή και σκονισμένη που ομως μας γλύκαινε και μας κρατούσε ακμαίους κατα την διάρκεια των ατέλειωτων παιχνιδιών μας
.Σταμάτησα να πηγαίνω στο μαγαζάκι της οταν ήμουν εκτη Δημοτικού.Και φυσικά οχι για λόγους διαίτης. Εμπαινα πιά στην εφηβεία  οταν η κυρα Μαρία συγχωρέθηκε και το μαγαζί το ανέλαβε ο ανεψιός της.  Ηταν βαριά η ανάσα του πάντα πίσω μου οποτε πήγαινα να ψωνίσω και σκοτεινά τα μάτια του πατέρα μου οταν μου ειπε ορθά κοφτά «εκεί μέσα δεν θέλω να σε δω να ξαναπατήσεις».
Κι εγω  πλησίαζα πάντα απο τότε στο μικρό τζάμι του μαγαζιού και απλά κοίταζα....κι ειναι ακόμη η γλύκα της ζάχαρης ενα κουβάρι μέσα μου με κείνη την σκοτεινιά των ματιών του.
Αναδημοσίευση απο το 
HOMEFOOD

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

ΚΟΚΚΙΝΗ κολοκυθόπιτα απο την Μικρά Ασία.

Η γιαγιά το Αγγελικάκι ήταν γεννημένη στην Ανατολική Ρωμυλία και μεγαλωμένη στην Πόλη. Δύο φορές στην προσφυγιά και χήρα στα τριανταδύο της με τέσσερα ορφανά.
Στα μαύρα την θυμάμαι πάντα.
Μύριζαν τα ρούχα της γαρύφαλλο και κανέλα όταν μας αγκάλιαζε και μας φιλούσε.

Περισσότερα στο....




Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

O παράδρομος

Kάποτε βρέθηκα  στην αγορά του  Αλ Χαλίλι.
Στην  βιτρίνα μιας αντικερί είδα δυό βραχιόλια εκπληκτικά σε απαγορευτική όμως τιμή για τα δεδομένα μου.
Ο συνοδός μου ,έμπειρος αγοραστής,με καθησύχασε.
Μπήκαμε μέσα.
Ο έμπορος είχε μάτι αετού κρυμμένο σε λιπόσαρκες σακούλες,λυμένο σώμα και χαμόγελο που θύμιζε ξεδοντιασμένο μαμούθ.
Αρχισαν αμέσως τις  συναλλαγές και με έκπληξη άκουσα ότι ενδιαφερόμασταν για Λαλίκ ανθοδοχεία, όπως επίσης ότι ήμουν η τρίτη νόμιμη  σύζυγος που είχα την τύχη να ταξιδεύω ενώ οι άλλες περίμεναν υπομονετικά τον αφέντη.
Μέσα στο κεφάλι μου οι συνειρμοί χόρευαν ταγκό κι είχαν κάτι από Μπομπ Ντίλαν, χαρέμια,νερά και δίψα …τσάι ,μέντες και μπαχαρικά
-τσάι θα πάρετε? ρώτησε ο έμπορος
-ναι ναι είπα  …νόμιζα ότι το είπα; δεν ξέρω…
Μας οδήγησε σ  ένα στενό διάδρομο στο βάθος του καταστήματος , άνοιξε μια πόρτα ,ύστερα δεύτερη και  βρεθήκαμε σ ένα σαλόνι κόκκινο ,κατακόκκινο σαν αίμα που μύριζε κανέλα και λεμόνι ,τσάι και κλεισούρα.Δεν το συμπάθησα αυτό το σαλόνι.Είχε κάτι στυφό εκεί μέσα που μου έστελνε μηνύματα δυσφορίας.
Ηπια το τσάι μου κι ο ουρανίσκος μου κάηκε .
Δεν υπολόγισα  πόσο ζεστό μπορούσε να΄ναι ενώ ο συνοδός μου δεν το άγγιξε παρά μιλούσε μιλούσε συνέχεια συνέχεια …ειχε φτάσει στο γυάλινο φέρετρο του Μεγαλέξανδρου ,στην τροχήλατη άμαξα που τον κουβαλούσε νεκρό,στην σπασμένη μύτη του απ το φιλί του Καίσαρα .
Ο έμπορος άκουγε .
Άκουγε και χαμογελούσε κλείνοντας πότε πότε τα μάτια του μέσα στις σακούλες τους ευχαριστημένος.
-Λαλίκ λοιπόν! είπε .
Με κοίταξε παράξενα ούτε καν με πόθο…κυρίως κοίταζε  τα δάχτυλά μου επίμονα.
Ενοιωθα άβολα.
Γύρισε την πλάτη του  και στάθηκε μπροστά σ ένα παλιό έπιπλο ,το τράβηξε μαλακά και  από μέσα φάνηκε ένα τεράστιο χρηματοκιβώτιο με μια ρόδα .
Αυτό πρόλαβα να δω και μετά άστραψε ο τόπος.
Εβγαλε καμιά δεκαριά κασετίνες με μονόπετρα διαμάντια,σμαράγδια ούτε ξέρω και τι άλλα πολύτιμα πετράδια και τα αράδιασε μπροστά μας .
Επιμένετε στα Λαλίκ ; ρώτησε
Οπωσδήποτε! άκουσα να λέει ο συνοδός μου και με καθησύχασε μ ένα αδιόρατο νεύμα.
ΟΚ , τότε να τα δούμε ….
Οι τιμές τους ήταν  υψηλές .
Η στιχομυθία των δύο ανδρών μυθιστορηματική. 
Σύγκρουση του Βλαδικαφκάς και της Βλαχίας με τις χώρες του Νείλου.
Τρελά παζάρια ,χιούμορ ,διαφωνίες ,αποστολές με ειδικές φορτωτικές στην Ελλάδα και η συμφωνία έκλεισε να μας αφήσει να το σκεφτούμε,αφού κράτησε τα τηλέφωνα του ξενοδοχείου μας.
Βαδίζαμε προς την  έξοδο  όταν ο συνοδός μου έκανε μεταβολή και κοίταξε γύρω .
-Να πάρουμε όμως  κάτι μη φύγουμε απ το μαγαζί  με άδεια χέρια. Ετσι για το καλό και την ευλογία του Αλλάχ.
Ο έμπορος χαμογέλασε μέχρι τα αυτιά ευχαριστημένος.
Είδα με εκπληξη  να ανασύρονται διάφορα μικροπράγματα  μαζί με τα δύο υπέροχα βραχιόλια απ την βιτρίνα και ν ακολουθούν πάλι παζάρια αλλά αυτή τη φορά «το πάνω χέρι» ηταν δικό μας.Ο έμπορος ήλπιζε τόσο στην αγορά του Λαλίκ που κατέβασε τις τιμές σε  επίπεδο που δεν πήγαινε άλλο.Ετσι  τα βραχιόλια εγιναν δικά μου , το Λαλίκ εμεινε στο χρηματοκιβώτιο κι ο Αιγύπτιος έμπορος ετεροχρονισμένα λόγω ζέστης ίσως ,να κατάλαβε πως για να φτάσεις κάτι η και κάποιον γιατί όχι …μπορείς να πας απ ευθείας, αλλά αν δεν σε παίρνει ,  υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι. 
Παράδρομοι. 
Θα σου στοιχίσουν λίγο περισότερο χρόνο ,λίγο περισσότερο κόπο,ωστόσο σίγουρα  φθινότερα. 
Αρκεί να μην ξεφύγεις απ τον στόχο σου στη διαδρομή.



*αναδημοσίευση απο Tα μυστικά της Φαραώνας στο

HOMEFOOD

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Ο έρωτας,ο βάτραχος και μία πέτρα.



Ο φίλος είναι απ τα παλιά.
Χανόμαστε και ξαναβρισκόμαστε εδώ και χρόνια μεταξύ Αθήνας –Θεσσαλονίκης –Κέρκυρας. Μεταξύ πολλών γεννήσεων και θανάτων, σχέσεων και χωρισμών, καταστροφών και θαυμάτων.
Γεννημένοι κι οι δυό την ιδια χρονιά ,μοναχοπαίδια, έχουμε κοινά βιώματα αλλά πάνω απ όλα μας ενώνει το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός.
Αν έχω γνωρίσει  πέντε ανθρώπους με ανεξάντλητο χιούμορ ,ενας απ αυτούς είναι κι ο Κ. Εχουμε τέτοια ταυτοσημία στην άποψη  ότι η ζωή ακόμη και στις πιο σοβαρές της φάσεις είναι μόνο για γέλια,  που στάθηκε αδύνατον ακόμη και να ερωτευθούμε μεταξύ μας.Οποτε  συναντιόμαστε, αρκεί να κοιταχτούμε στα μάτια και αυτομάτως αναλυόμαστε σε γέλια μέχρι δακρύων.Αν μας ακούσει κάποιος τρίτος να μιλάμε, δεν μπορεί να καταλάβει ποιό απ αυτά που λέμε είναι αληθινό , φανταστικό,σοβαρό ,αστείο η τραγικό.Αφού καμμιά φορά μπερδευόμαστε κι εμείς οι ίδιοι. 
Τον ρώτησα κάποτε γι αυτό  το χιούμορ.Και μου διηγήθηκε  ένα γεγονός που αναποδογύρισε το μέσα του και τον έμαθε να αυτοσαρκάζεται από τότε. 
Ο Κ. λοιπόν κάποτε στα νιάτα του ερωτεύτηκε. 
Ερωτεύτηκε μια ύπαρξη ντελικάτη,μια κοπέλα διάφανη σχεδόν, με λεπτούς τρόπους ,ολιγόλογη,που έπαιζε πιάνο,μάθαινε μπαλέτο,γαλλικά, είχε μακριά ξανθά μαλλιά και αλαβάστρινα λεπτά άκρα. Ένα κορίτσι με εξαιρετική ευγένια,με τρόπους και καλή ανατροφή. Ο φίλος μου έψαχνε να βρεί κάθε τι που θα την ευχαριστούσε.Της πήγαινε λουλούδια σε κάθε τους συνάντηση,της άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου,της τραβούσε το κάθισμα για να καθήσει,την άγγιζε με αβρότητα και σεβασμό κι εν πάση περιπτώσει ενοιωθε όμορφα μαζί της κι ηταν πολύ ευτυχισμένος.Και μέχρι εδώ όλα κυλούσαν μεταξύ τους αρμονικά.Σχεδόν παραμυθένια.
Ωσπου αποφάσισαν εκείνη την εκδρομή στην Κέρκυρα.Ηταν προχωρημένη άνοιξη και το νησί σχετικά ήσυχο από τουρίστες.Ο Κ. έκρινε ότι δεν θα υπήρχε πάνω στον πλανήτη καλύτερο μέρος για να πάει με την καλή του κι ετσι κι έγινε.
Οι πρώτες μέρες τους κύλησαν εξαίσια.Βόλτες στην θάλασσα το πρωί, κολύμπι, συζητήσεις  περι ανέμων και υδάτων και τα βράδυα περίπατοι και  ρομαντζάδες στα καντούνια.
Τις νύχτες ο Κ. κοιμόταν στην άκρη του κρεβατιού και το μόνο που επέτρεπε στον εαυτό του ηταν ένα απαλό χειροφίλημα κι ένα ελαφρύ χάδι στους κροτάφους της. Απο μέσα του έβραζε ο έρωτας και η σάρκα του την αποζητούσε κολασμένα αλλά  πίστευε ότι μια τέτοια ύπαρξη ήθελε παλαιάς κοπής συμπεριφορές και δεν ήθελε επ ουδενί να την τρομάξει. Επιθυμούσε να της δώσει ό,τι καλύτερο από τον εαυτό του και την θεωρούσε  α πριόρι ανέραστη ,πράγμα που τον εκανε ιδιαίτερα προσεκτικό τις ιδιαίτερες στιγμές τους.
Ενα  πρωινό αποφάσισαν να μην κατεβούν σε παραλία. Ακολούθησαν μια διαδρομή στο δάσος ,βρήκαν ένα ποταμάκι κι απ το σκηνικό  έλειπαν μόνον ο Πήτερ Πάν και οι Νεράιδες. 
Η Ελίζα με λυτά τα μαλλιά της έκατσε δίπλα του κι άρχισαν να μιλούν για μουσική, λογοτεχνία,ποίηση…ονειρεύτηκαν τα μέρη που θα θελαν να ταξιδέψουν μαζί ,τα μάτια της ηταν υγρά κι ερωτευμένα κι ο καλός μου φίλος ελυωνε σαν το κεράκι της Λαμπρής .Ωσπου ακούστηκε το πρώτο βρεκεκέξ κουάξ κουάξ.Σταμάτησαν την συζήτηση και είδαν έκπληκτοι ένα  πράσινο βατραχάκι να κάθεται σε μια πέτρα πολύ κοντά τους. Ο βάτραχος ευτυχής καλούσε το ταίρι του και κάθε τόσο επαναλάμβανε το βρεκεκέξ και το κουάξ φουσκώνοντας την κοιλιά του επιδεικτικά. Η Ελίζα έδειχνε  ελαφρώς ανήσυχη κι ο Κ. συνέχιζε να χαμογελά μακάριος αγγίζοντάς την καθησυχαστικά  τα ακροδάχτυλα.
Μετά  την είδε να σηκώνεται και διέκρινε στην κίνησή της κάτι από αιλουροειδές,που του σήκωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκκαλιά. 
Η Ελίζα …η Ελίζα του, άλλαξε όψη σε δευτερόλεπτα.
Τα μαλλιά της έφυγαν προς τα πίσω ανακατωμένα, τα μάτια της αγρίεψαν ,στέγνωσαν,τα χείλη της σφίχτηκαν κι είδε τούς μύες απ τα απαλά εκείνα  μάγουλα να συσπώνται απανωτά.
Την είδε να σκύβει μαλακά προς το έδαφος καμπουριάζοντας το κορμί  με μια κίνηση ύπουλης κρυμμένης επιθετικότητας, που του κοψε την ανάσα.
Η Ελίζα …η Ελίζα του… σήκωσε μια μεγάλη πέτρα,έκανε σχισμές τα μεγάλα υγρά μάτια της, σημάδεψε τον βάτραχο,ακούστηκε το σχλάτς από  σάρκες που συνθλίβονταν, αυτή μισοχαμογέλασε με την δεξιά γωνία των χειλιών της καθώς τον έβλεπε να ψιλοκουνιέται μέχρι να  ξεψυχήσει τελειωτικά και μετά ανακάθησε δίπλα του.
Τα μαλλιά της ξανάγιναν ολόξανθος χείμαρος ,το προσωπάκι της έλαμψε κάτω απ τις σκιερές φυλλωσιές και τα μάτια της τον κοίταξαν αθώα και υγρά όπως πρίν. 
Μέσα σε λίγα λεπτά.
Η ζωή όμως ,η ζωή του, έφυγε μέσα απ τα πόδια του που τά νοιωσε να κόβονται απ τα γόνατα.Τα λίγα αυτά λεπτά στάθηκαν ικανά να  αναποδογυρίσουν όλο τον κόσμο μέσα του.
Σηκώθηκε ,της γύρισε την πλάτη κι έφυγε.
Για πάντα.
Δεν την ξαναείδε.
Ούτε  αυτή τον αναζήτησε.
Ο Κ. από τότε έκανε τρόπο ζωής το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό.
Μερικοί τον βρίσκουν κυνικό και τον σιχαίνονται.
Εγώ  πιστεύω ότι είναι τρυφερός ,ευαίσθητος και ειλικρινής.

αναδημοσίευση απο το HOMEFOOD

Ενα μικρό κείμενο ...και η ενοποίηση του στα δικά σας λόγια.

Ενοποίηση



Xαικού
Ο προηγούμενος έρωτας
που δεν διαρκεί και
πεθαίνει
μέχρι να έρθει ο επόμενος
 με μια ματιά  ελπίδα.
Μην τον ψάξεις στην τελειότητα.
Παναθεμάτον !
αγριολούλουδο είναι που φυτρώνει παντού
Ακόμη και στα χαλάσματα.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Εξω απ τα σύνορα.


Έχω δυό αγάπες. Εξω απ τα σύνορα.
Το βράδυ μόλις κλείσουν τα φώτα πάω εκεί .Εξω απ τα σύνορα.
Κάθομαι στην γωνιά των κρεβατιών τους αθόρυβα.
Δεν κοιτάω, δεν βλέπω, αφήνω μόνο μια κλωστή από φωσφόρο
 κάτω απ τα μαξιλάρια.
Μυρίζω τον αέρα σαν την λέαινα που φυλάει τους σκύμνους της
 σιωπηλά τους ανοίγω τις παλάμες.
Κοιτάω τις γραμμές της ζωής ,του έρωτα, του θανάτου
 κι ύστερα τραβάω το χνούδι που αφήνει εκεί στ αυλάκια ο ιδρώτας τους
μαζί με την σκόνη.
Τα παιδιά μου είναι έξω απ τα σύνορα.
Έξω κι απ τα σύνορα της ψυχής μου.
Απόψε  θα τους επιστρέψω πάλι  την κλωστή από φωσφόρο.
Σιωπηλά .




Το χνούδι με το σάλιο θέλουν ακριβώς ένα μερόνυχτο για να γίνουν φώς.



Για την Ραλλού μου και τον Νικόλα μου.

Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις