Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020


Οριακώς επιτρέπεται να είσαι ωραία γυναίκα.

Αν είσαι πρόσχαρη, είσαι βεβαίως ρηχή, μάλλον και ηλίθια.
Ακόμα και αν δε δώσεις δείγματα αφέλειας ή κουταμάρας, θα σου φερθούν σαν να είσαι χαζούλα, γιατί είσαι μπριόζα και ξυπνάς τον Πυγμαλίωνα μέσα τους.
Και δεν υπάρχει θηρίο πιο ανήμερο από τον Πυγμαλίωνα.

Αν είσαι λάγνα, ε, τα αυτονόητα: η Πόρνη της Βαβυλώνος και το Θηρίο το σατανικό που καβαλάει, ταυτόχρονα.
 Η βαμπίρα που θα πιει το αίμα των αντρών είσαι. 

Αν βέβαια είσαι σιωπηλή και με κάπως βαριά ιδιοσυγκρασία, σνομπάρεις το σύμπαν, το παίζεις βαμπ. Είσαι ένα ακατάδεχτο πλάσμα.

Αν πάλι δεν είσαι των πόθων και των ερώτων, είσαι μια γκόμενα ωραία πλην ψυχρή: πλαγγόνα.

Αν είσαι μάνα, πήγες και χαντακώθηκες.
Αν όχι, δεν ήσουνα για τέτοιες υψηλές αποστολές.

Αν αναφλέγεσαι και οργίζεσαι, αν έχεις γνώμη και τη λες, θα σε ζωγραφίσουν σαν να είσαι η Μέδουσα.
Θα δώσεις αφορμή για κουρασμένες αντιπαραβολές μεταξύ μορφής και ερεβώδους ή τρικυμιώδους χαρακτήρα.
Θα πέσει και κάτι για ορμόνες στην κουβέντα.

Αν δεν ασχολείσαι με την εμφάνισή σου, έχεις μια δόση μπλαζεδιάς και μισανθρωπίας, που χαραμίζεις τόση ομορφιά θάβοντάς την κάτω από σακιά και φούτερ -αλλιώς είσαι μια κοκέτα που δεν αρκείσαι στη φυσική ομορφιά σου.
Αν είσαι ωραία γυναίκα, όσοι δε σε φθονούν, σε ποθούν λες κι είσαι ήδη δική τους.

Όσοι δε σε φοβούνται, ψάχνουνε τρόπο να φανούν συγκαταβατικοί μαζί σου.

Όσοι σε εξιδανικεύουν, το κάνουνε για να σε βγάλουν εκτός πλαισίου, για να βρίσκεσαι αλλού: μακριά τους.
Το ότι είσαι ωραία είναι ο μοχλός που ανοίγει όλες τις πόρτες σου παραβιάζοντάς τες.
 Σε ερμηνεύει πλήρως.

Όπως και αν ήσουν άσχημη.

Ή, γενικότερα, το ότι είσαι γυναίκα: αυτό εξηγεί τα πάντα...
Του αγαπημένου Sraosha...

                                          


Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020


Τα καρναβάλια ,
το πολυκατάστημα και δέκα τσόνια.


Πολλά αρνητικά μπαινοβγαίνουν στον ψυχισμό μου τώρα τελευταία,στραβομουτσουνιάζω με το παραμικρό, «δεν» το ένα ,«όχι» το άλλο.
Λέω από μέσα μου «μεγάλωσες και παραξένεψες»
 μου απαντάει,
 «κόψε τις βλακείες πάντα τέτοια ήσουνα»,
τα λέω και φωναχτά,
 ακούγεται ένα
 «άμα δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε»
 από το διπλανό κονάκι του αφέντη τσουτσουλομύτη κι όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο εμπεδώνω την φαντασίωσή μου να ζήσω σ ένα λαγούμι τελικά παρέα με ένα λαγό.
 Πριν αρχίσω να  σκάβω το λαγούμι μου όμως και με όλη την καλή διάθεση να σωθώ απ το γκρινιαρόγατο που νιαουρίζει μέσα μου και μου σπάζει τα νεύρα,πήγα χθες σε μεγάλο εμπορικό κέντρο  με φίλη ,επιστρατεύοντας όλη την καλή θέληση που είχα , μια και η γυναίκα που ήθελε να ψωνίσει δεν είναι απλά  φίλη καρδιακή, μα μια απ αυτές που κοιτάζεσαι μαζί τους και ως δια μαγείας αναπτύσσεται μπροστά σου ένα ταμπλό με κώδικες που αναβοσβήνουν καθώς μιλάς κι ενώ εσύ λες «και» η φίλη καταλαβαίνει άλλες εκατόν πενήντα λέξεις πλάι στο «και» σου.

Ποτέ δε μ άρεσαν τα πολυκαταστήματα , τα καρναβάλια  κι οι άνθρωποι που μεγαλώνοντας αρνούνται να εμπλουτίσουν το μυαλουδάκι που τους έδωσε  ο θεούλης με το  παραμικρό, λόγω τεμπελίτιδας, όπερ μένουν μ αυτό  της γέννας τους, που είναι ίσο με ένα πουλί και δέκα τσόνια.
Φεύγουν κι έρχονται οι εμπειρίες στη ζωή τους ,γίνονται πράγματα και θάματα δίπλα τους.
 Αυτοί τίποτε.
Αυτό ξέρουνε αυτό μολογάνε.
Τίποτε δεν τους ακουμπά ,τίποτε δεν τους εντυπωσιάζει για ν αναρωτηθούν λίγο παραπάνω απ το κατώφλι του σπιτιού τους.
Μη σας πω πως αν εξωκείλουν και σκεφτούν κάποια φορά κάτι διαφορετικό  η προσπαθήσουν ν αλλάξουν κάτι στη ζωή τους, πισωγυρίζουν εκατόν πενήντα θέσεις πιο πίσω από κει που ήταν, γιατί η ανασφάλεια του άγνωστου τους τρελαίνει το μυαλό,τους δημιουργεί κομφούζιο και πανικό.
Τι να κάνουμε όμως υπάρχουν κι αυτοί.
Το εμπορικό  πολυκατάστημα  όμως δεν υπάρχει.
Αρνούμαι οτι υπάρχει.
Αδυνατεί η εσωτερική μου καλοπροαίρετη διάθεση να συμπεριλάβει στους κόλπους της μια κατάσταση σαν αυτή που βίωσα χτες.
Αυτό που βίωσα είχε ένα και μοναδικό στοιχείο και στοιχειό ταυτοχρόνως.
Τον τρόμο στα μάτια παιδιών κι ενηλίκων.
Ένα τεράστιο ποτάμι ανθρώπων μικρών και μεγάλων με τα κινητά στο χέρι,με τ ακουστικά στ αυτιά ,με άγχος ,με φωνές λίγο χαμηλότερες των γηπέδων , να προσπαθούν να ψωνίσουν.
Κι ύστερα το δραματικότερο όλων.
Ολοι αυτοί οι άνθρωποι ,οι έφηβοι,τα παιδιά,τα μωρά στα καροτσάκια με τις μανούλες, να προσπαθούν να πάρουν καφέ,αναψυκτικό,πίτσα,χοτ ντογκ,γλυκά,τσουρέκια,για να τα φάνε ο ένας παστωμένος πάνω στον άλλο φωνάζοντας ο ένας τον άλλον τόσο δυνατά που η αίθουσα πραγματικά θύμιζε γήπεδο.
Αυτό είναι για ένα σωρό ανθρώπους γύρω μας μια φυσιολογικότατη κατάσταση, για πολλούς δε εφήβους μεταφράζεται ως και ο παράδεισος.
Προσωπικά ένοιωσα μια γροθιά  να μου σφίγγει το στέρνο,ήπια δυο γουλιές καφέ  και κατευθύνθηκα με   την φίλη στα μαγαζάκια  της γειτονιάς μου όπου συμπαθητικά κι ήσυχα ήπιαμε την μπυρίτσα μας.

Έχω γεράσει ναι εντάξει.
Δεν θα πήγαινα όμως με τίποτα στο καρναβάλι της Πάτρας ακόμη κι αν με πλήρωναν... ας με συμπαθάνε όσοι το λατρεύουν.
Δεν το έκανα ποτέ στη ζωή μου.
Δεν αντέχω τις απομιμήσεις καλές η κακές της Βραζιλιάνικης μουρλαμάρας... παιδιά συγχωρείστε με.
Προσβάλλεται η αισθητική μου και κινδυνεύω να φανώ κάπως που το λέω , όμως δεν θέλω να τσικνίζω και στις γειτονιές με το  «γιούργια» είμαστε όλοι μια παρέα με μάσκες που τρώμε χοιρινό λίπος.

Όμως θάθελα κολασμένα πολλά θορυβώδη ,ίσως και άκρως ανεξέλεγκτα.
Ομαδικά η μη.
 Κι όχι δεν απεχθάνομαι της ζωής τη διασκέδαση και τη χαρά.
Θέλω τον θόρυβο μιας ροκ συναυλίας σαν τρελή ναι αυτόν τον  θόρυβο,αυτή την βαβούρα,αυτή την παλιοκατάσταση που σε απογειώνει και σε κάνει να χορεύεις με τις ώρες πάνω σε μια κερκίδα όπως  το  1998 με τους Rolling Stones.

Απλά είναι μερικά πράγματα που έχουν μια μυρωδιά ,ένα άρωμα,έναν ρυθμό ,ένα  « να πάρει η ευχή» σ αυτή τη ζωή.
Δεν είναι όλα ο,τι νάναι.

                                       


                                      

               









 Κείμενο δημοσιευμένο σήμερα 24/2/2020 στο 

                                      the Greek CLOUD

 

.







Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Ήμουν πολύ μελαγχολικό παιδί.
Αυτό μπορεί να είναι κάλλιστα προεόρτιο ποίησης.
Ουδείς ευτυχής
έχει διακόψει ευτυχία για να γράψει ποιήματα.
Αν μου έδιναν να διαλέξω μεταξύ μιας ευτυχίας
και του να γράψω ένα καλό ποίημα,
μοιραία θα διάλεγα το δεύτερο μια και δε γνωρίζω
τι σημαίνει ευτυχία και αν υπάρχει.
Οι αναγνώστες, μου λένε πως το έργο μου
είναι μια παρηγοριά γι' αυτούς.
Αναρωτιέμαι όμως.
Πως μπορώ να τους παρηγορήσω,
από τη στιγμή που η ίδια είμαι απαρηγόρητη;
Η ποίηση δεν είναι συνεχής, επομένως
η καθημερινότητα είναι η νικήτρια σε όλα.
Μεγάλωσα τα παιδιά μου, ντάντεψα τα εγγόνια μου.
Έκανα ενός κοινού ανθρώπου τη ζωή.
Έτσι ένιωθα. Δεν άλλαξε κάτι ότι έγραφα ποιήματα.
Όση φήμη κι αν απέκτησα,
έμεινα η μαμά, η γιαγιά, ο εαυτός μου.
Όχι, δε γράφω πάντα.
Μετά το τελευταίο βιβλίο, μάλλον τελείωσα.
Δεν ξέρω τώρα, αν ζήσω, πολύ θα ήθελα να γράψω.
Όχι ότι χόρτασα. Όχι, δεν έχω χορτάσει.
Είμαι ακόμα πεινασμένη για ζωή.
Υποφέρω στη σκέψη του θανάτου αφάνταστα.
Ίσως η κίνηση να γράφω ποιήματα στα 88 μου,
να είναι η έκφραση
αυτής της απροθυμίας μου να πεθάνω.
Της αδυναμίας μου να φανταστώ
τι μπορεί να υπάρξει όταν ένα σώμα νεκρωθεί.
Από τη στιγμή που προβλέπεται θάνατος
την ώρα που έχεις συνηθίσει
αυτό το πράγμα το φοβερό, αν θέλεις και το ανούσιο
- γιατί στα γεράματα η ζωή δεν έχει και πολύ νόημα -
εντούτοις το προτιμάς απ' το να πεθάνεις,
από το να πας προς αυτό το άγνωστο.
Αλλά δεν είναι τόσο ότι δε θέλεις το άγνωστο.
Είναι ότι δε θέλεις να χάσεις το γνωστό.
==================================
Κική Δημουλά
Απόψε, έφυγε από τη ζωή.
“People will do anything, no matter how absurd, in order to avoid facing their own souls. One does not become enlightened by imagining figures of light, but by making the darkness conscious.”
Carl Jung 



                                              


Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020


                                       


..."...ώς το λευκό χιονισμένο πρωί,η εικόνα σου στο μυαλό μου"...

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Τι φοβόσαστε, κυρία Δημουλά;

Είναι τόσο εύκολη η απάντηση, μια και πέρασα εκείνους τους χρόνους που κοροϊδεύουν για τα καλά τον άνθρωπο: τώρα εμένα δεν μπορούν να με κοροϊδέψουν και... βεβαίως φοβάμαι το θάνατο.
 Φοβάμαι τα πριν του θανάτου, που θέλει και να με διαλύσει για να με πάρει, θέλει να με πάρει άσχημη, γριά, ημίπληκτη, ανόητη, και κυρίως φοβάμαι μήπως σηκωθώ μια μέρα και δε θυμάμαι τι είναι ποίηση, όχι δε θυμάμαι μόνο να τη γράψω, αυτό είναι ίσως και το λιγότερο εντέλει, αλλά να μην έχει μείνει τίποτε από ποίηση μέσα μου. 

Το γήρας στεγνώνει αυτή την αίσθηση, την τρέλα που μου προκαλούσε -όταν μύριζε κάποτε διάχυτα εδώ κάτω στη γειτονιά- μια γαζία. 
Τότε εμένα παρέλυε η ψυχή μου. 
Τώρα δε πάν' να μυρίζουν ολόκληρα κιούπια με γαζίες, είμαι απαθέστατη.
 Και βέβαια φοβάμαι και γενικότερα, γιατί πάλι για το τομάρι μου μιλάω, φοβάμαι ότι τίποτε δε θα αλλάξει τους τρόμους της ανθρωπότητας, έτσι θα πορεύεται η μοίρα της, το μόνο που θα μπορέσει να την αλλάξει ίσως είναι μια απόλυτη εξαφάνιση αυτής της ανθρωπότητας και ένα από την αρχή γέννημα, με τον κίνδυνο να είναι χαραγμένη στους καινούργιους ανθρώπους η μνήμη, οι καταβολές της προηγούμενης ζωής, και να επαναληφθούν τα ίδια λάθη, δηλαδή να αποσκάψουν περισσότερο αυτόν τον πλανήτη που τον έχουν κάνει κούφιο από μέσα και περνάνε οι ποντικοί.

Αφού δεν είμαι νέα, φοβάμαι τα πάντα.

Υπάρχει κάτι που δε φοβόσαστε;

Δε φοβάμαι να πω αυτά που λέω.

 Νομίζω ότι είναι και αυτό μια γενναιότης.
--------------------------------------------------------

Απο το :https://anemourion.blogspot.com/2018/03/blog-post_694.html

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Kαλή ανάρρωση στην ποιήτρια της καρδιάς μου.
"Πέρασα".
Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.
Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.

-- Κική Δημουλά

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

14 Φεβρουαρίου.
H αίσθηση του έρωτα έχει άμεση σχέση με τις προσλαμβάνουσες του κάθε ανθρώπου.
Αλλιώς αντιλαμβάνεται τον έρωτα ο ένας, αλλιώς ο άλλος .
Αλλιώς εκφράζει αυτό που αντιλαμβάνεται ο ένας, διαφορετικά ο άλλος.
Οι συγκλίνουσες καταστάσεις δημιουργούν συνθήκες προσέγγισης που η διατήρησή τους έχει πάλι άμεση σχέση με την δόμηση του καθένα μας.
Υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν πως να διατηρούν τον παράδεισο στη ζωή τους.
Υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν κάνουν τίποτε άλλο απ το να προσπαθούν με κάθε τρόπο να αμαυρώσουν το θείο δώρο που τους "δίδεται".
Για τους δεύτερους δεν έχω να πω τίποτε.
Είναι χαμένοι από χέρι.
Αν μέσα από έναν έρωτα δεν μπορούν να αλλάξουν άρδην την ματιά τους για την ζωή που σημαίνει ν αλλάξουν τον εαυτό τους είναι καταδικασμένοι.
Για τους πρώτους έχω να πω πως ναι! ο ερωτευμένος άνθρωπος είναι σαν τον πολεμιστή στη μάχη.
Μάχεται με την ολότητά του γι αυτόν που γίνεται το αστέρι του.
Δεν κάνει πίσω ,δεν φοβάται και εν κατακλείδι πέφτει στο πεδίο της μάχης έστω και λαβωμένος.
Ακόμη κι αν δεν μπορέσει ναναι με το ταίρι του, έχει αφιερωθεί , έχει δώσει όλο τον εαυτό του.
Ακόμη κι αν δεν ζευγαρώσει έχει μάθει να εκτίθεται ,να σπάει τον εγωισμό του,να πονάει.
Αξίες που θα τον ακολουθούν σ όλη του την ζωή.
Να είστε εκεί λοιπόν.
Οταν ερωτεύεστε δοθείτε.
Χωρίς φόβο.
Με όλη την αθωότητά σας στο βωμό του η στο βωμό της.
Κι αν πληγωθείτε αποσυρθείτε με αξιοπρέπεια κι ουρλιάξτε μόνοι σας.
Ετσι οπως αξίζει στους γενναίους.
Ν.Φ
                                                         

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

                                             Το σπουδαίο δεν είναι να αλλάξουμε τη ζωή μας,
                                             ονειροπολώντας μιαν ''άλλη'', πιο ενδιαφέρουσα,
                                                αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή,
                                                                 όπως μας δόθηκε,
                                                     την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη,
                                                 όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε
                                                                     πρέπει να υπάρχει.
                                              Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τόλμησαν να ζήσουν,
                                                                  από υπερβολική ευαισθησία.
                                                            Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη,
                                                  πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.
                                                                          Γιώργος Σεφέρης
                                                          
                                                                  

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020


Iώσεις και 40 κύματα
09-02-2020

Έρχεται λοιπόν η ίωση και σε βρίσκει.
Σε κοιτάει σε ζυγίζει και μόλις βρει την πιο ευαίσθητη σχισμή σου εισχωρεί θριαμβευτικά και εγκαθίσταται στα βάθη σου.
Τις πρώτες μέρες έχεις μια ησυχία που διαταράσσεται μόνο από κάτι φταρνίσματα που ξεσπούν σαν αστροπελέκια.
Είναι γιατί ο ιός αισθάνεται ευεξία λόγω της εισβολής του και τον απασχολεί η νέα του κατοικία εξ ου και σε αφήνει ήσυχο.
Κι εκεί που λες οτι φτηνά την γλίτωσες, ξυπνάς περί τις τέσσερις το χάραμα πατάς και δεν πατάς στα πόδια σου, αρχίζουν να γυρίζουν όλα γύρω σου, προσπαθείς να βάλεις μάταια απ’ την καλή μεριά της την ζακέτα και δεν το πετυχαίνεις με τίποτα, το ρίγος σε κάνει να νοιώθεις από αειθαλής φυλλοβόλος κι αρπάζεις τη θερμοφόρα, το θερμόμετρο, ανεβάζεις την θερμοκρασία του δωματίου γίνεσαι μούσκεμα σε δευτερόλεπτα απ’ τον ιδρώτα και κοιτάς τον υδράργυρο.
Ο ιός γελάει σαρκαστικά μέσα σου βλέποντας τα μάτια σου να γουρλώνουν.
Κοιτάς κι αναρωτιέσαι.
40.
Τι σημαίνει 40;
Είναι πυρετός;
Είναι υγρασία;
Είναι ξηρασία;
Είναι μποφόρ;
Οχι είναι πυρετός. Και είναι Σαββατόβραδο.
Ταβλαρώνεσαι ξανά στο κρεββάτι, έφτασε το Τριώδιο λες, ας χορέψουμε γαϊτανάκι.
Αρχίζει νέος μαραθώνιος.
Κλείνεις τα μάτια… καίνε.
Κλείνεις τ’ αυτιά… βουίζουνε.
Κλείνεις το στόμα… πονάει ο λαιμός.
Γυρίζεις στο πλάι …πονάει ο γοφός.
Αρχίζει η μέθοδος ζεστό τσάι …τουαλέτα.
Κι έπειτα έρχεται η κατάρρευση.
Αρχίζεις απ’ τα πιο απλά.
Θα πεθάνω λες.
Ήρθε ο κορώνα ιός και μου φόρεσε ακάνθινο στεφάνι.
Θα φύγω και δεν θα προλάβω τίποτε.
Ούτε να τελειώσω το υφαντό που άρχισα, ούτε να δω κορίτσι εγγόνι που θέλω τόσο.
Αρχίζουν τα δάκρυα να κατρακυλάνε στο λαιμό δυναμώνει ο βήχας, πέφτουν τηλέφωνα απανωτά, να οι φιλενάδες, άντε κι οι συγγενείς.
Πηγαίνετε στο νοσοκομείο.
Βάλτε μάσκες.
Χτυπάει το κινητό είναι ο ομοιοπαθής φυλλοβόλος  του διπλανού δωματίου.
Σύζυγο τον λένε.
Τι κάνεις; Tι γίνεσαι; Θες τίποτα;
Τίποτα δε θέλω.
Θέλω να γίνω καλά, να φύγω, να γυρίσω πίσω στην Ελαφόνησο του 99.
Θέλω να βγαίνω ολόγυμνη στην κλειστή αυλή που έβγαζε στη θάλασσα ανάμεσα στις βουκαμβίλιες.
Να μου φέρνεις ζεστό μυρωδάτο καφέ και να μ’ αφήνεις ήσυχη στις απολαύσεις μου.
Χωρίς ιούς.
Πολλά ζητάω πάλι;

Δημοσιευμένο στο the greekcloud σήμερα.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

"Δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί,
 έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και άσχημοι, 
υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν."
Μαλβίνα Κάραλη.
                                                                

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

                                                

                                                 ''Καλύτερα να ονειρεύεσαι όσα έχεις ζήσει παρά
                                             να τρέμεις για όλα αυτά που δεν πρόφτασες να ζήσεις''


                                                                                   Βάσος Γεώργας

Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις