Μερικές φορές όταν θυμάμαι πιά την εφηβεία μου αναρωτιέμαι αν τα πρόσωπα κι οι καταστάσεις εκείνης της εποχής υπήρξαν πραγματικά.
Υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά με τα βιώματα των σημερινών εφήβων της τάξης μου που νομίζω ότι δεν τα έζησα όλα εκείνα αλλά πως τα ειδα κάποτε στον ύπνο μου.
Αυτή η ονειρική κατάσταση έρχεται και με κατακλύζει κάθε που τελειώνει ο Φλεβάρης κι αρχίζουν να φουσκώνουν τα πρώτα κομπάκια στους κορμούς των δένδρων προμηνύοντας πρώιμη άνοιξη.
Η εφηβεία για μας ,«τα παιδιά της χούντας » που ανήκω ,για μας που είμασταν κόρες και γιοί μεροκαματιάρηδων γονιών παιδεμένων από την εξορία,την ανεργία και τη φυματίωση ,ηταν ένα και μοναδικό πράγμα.
Οι διακοπές.
Οι φτηνές τρίμηνες διακοπές οπουδήποτε στην Ελλάδα. Πάντα κοντά στη θάλασσα εκτός σπάνιων εξαιρέσεων.Που άρχιζαν με το κλείσιμο των σχολείων και τελείωναν την προηγούμενη του αγιασμού της επόμενης σχολικής χρονιάς.
Από το 1967 που μπήκα στο γυμνάσιο μέχρι το 1973 που αποφοίτησα δεν έμεινε μέσα μου ούτε σπυρί απ την κακοτροπιά των καθηγητών μου που μας ταπείνωναν καθημερινά σκίζοντας τους ποδόγυρους της μαθητικής μας ποδιάς η έκαναν περιπολίες κατά περιοχές, για να μας τσακώσουν στον κινηματογράφο ακόμη κι αν το έργο ήταν κατάλληλο για ανηλίκους.
Τα πέταξα όλα.
Τους τα επέστρεψα όλα.
Κράτησα μόνο τα γέλια και τα κλάματα των συμμαθητριών μου στο εικονοστάσι της καρδιάς μου γιατί μόνο αυτό άξιζε απ τα σχολικά μου χρόνια.
Και τα καλοκαίρια.
Εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια που ήταν γεμάτα από θάλασσες,ζεστή άμμο,γύμνια,ξεγνοιασιά,
ψαρέματα, πάρτυ, φλέρτ, έρωτες,πορτοκαλάδες κι έτοιμο ζεστό σπιτικό φαγητό.
Από τον Απρίλη μετρούσαμε καθημερινά τις μέρες σαν τις φυλακισμένες.Βγάζαμε τις Κυριακές,βγάζαμε τις σχολικές γιορτές,βγάζαμε τις εξετάσεις,αφαιρούσαμε και τις κοπάνες οπότε οι λογαριασμοί μας κατέληγαν σε 30 αντε το πολύ 40 κανονικές μέρες μαθημάτων .
Κι όταν εφταναν πια οι μέρες, μια βδομάδα πριν, άρχιζε η προετοιμασία. Καινούργια μαγιώ,βατραχοπέδιλα,μάσκες,σαγιονάρες κανένα μακό μπλουζάκι ,ένα δυό σόρτς και ψαράδικα παντελόνια ,ισως κι ένα ζευγάρι πέδιλα .Αυτά μας έφταναν και μας περίσσευαν.
Παραδίπλα από την Θεσσαλονίκη τότε ήταν οι πεντακάθαρες θάλασσες της Περαίας,του Μπαχτσέ,της Αγίας Τριάδας και της Μηχανιώνας οπου μπορούσε κάποιος να προσεγγίσει και με βαποράκι απ το λιμάνι γιατι τα χωριουδάκια αυτά ηταν παραθαλάσια και σχετικά οργανωμένα για θερινές διαμονές.
Λίγο πιο εξω υπήρχε όμως η Επανωμή κτισμένη σε πεδιάδα και σε τρία-τέσσερα χιλιόμετρα απόσταση η παραλία της, που ηταν ενας απάτητος τόπος γεμάτος βούρλα και θίνες άμμου και μετά ο Φάρος.Ενα ακρωτήρι ασπρης αμμου γεμάτο αμαρυλλίδες που έμπαινε μέσα στη θάλασσα και οριοθετούσε την περιοχή επιβλητικά.Μέχρι και σήμερα.
Στην παραλία αυτή που αργότερα έγινε το κάμπινγκ της Επανωμής το μόνο που υπήρχε τότε ηταν πέντε ψαροκαλύβες.Το χειμώνα χρησίμευαν για να αποθηκεύουν οι ψαράδες τα δίχτυα , τα παραγάδια τους ,τα σχοινιά και τα τιμόνια απ τις ξύλινες ψαρόβαρκές τους.Το καλοκαίρι όμως οι καλύβες αυτές μεταμορφώνονταν σε παραθεριστικά καταλύματα των οικογενειών τους που κατέβαιναν εκεί μέχρι το Σεπτέμβριο.Δύο απ αυτές τις οικογένειες τις νιώθω ακόμη και τώρα συγγενικές μου κι ας εχω πάρα πολλά χρόνια να τους δω.
Ηταν ζεστοί και φιλόξενοι άνθρωποι με σπάνιο φιλότιμο και με τόσο καθαρό βλέμμα που μου είναι αδύνατον να τους ξεχάσω.Οχι μόνο εγω που πιθανώς να εξιδανίκευα με τα εφηβικά μου μάτια τις καταστάσεις ,αλλά κι οι γονείς και θείοι μου που τους έζησαν και εκαναν παρέα μαζί τους όλα αυτά τα καλοκαίρια.
Οι διακοπές σ αυτή την περιοχή ειχαν βέβαια ένα πρόβλημα.Δεν υπήρχαν ενοικιαζόμενα δωμάτια πουθενά.Κι αυτή η έλλειψη δημιούργησε τα «καραβάνια».Ετσι βαφτίσαμε τότε στην τσακαλοπαρέα μας την μάζωξη των κατασκηνωτών που κατέφθανε απ τη Θεσσαλονίκη με όλο της το νοικοκυριό.
Φορτωμένο σε μικρά φορτηγά .
Κι εμας να ξεκαρδιζόμαστε πίσω στις καρότσες ξαπλωμένοι σε κουβέρτες ,κατασκονισμένοι ,ιδρωμένοι ,με κατακκόκινα μάγουλα και μάτια που έλαμπαν από ευτυχία.
Τα καραβάνια ξεκινούσαν από την Θεσσαλονίκη την επόμενη μέρα της τελετής απονομής των ενδεικτικών μας.Φυσικά από μέρες οι γονείς ετοίμαζαν τα τσουμπλέκια,τα στρωσίδια ,τα αντίσκηνα ,τα τρόφιμα.
Δεν ήταν και λίγο.
Τρείς μήνες διακοπές ηταν αυτές.
Εμείς το μόνο που κάναμε βέβαια ηταν να ετοιμάζουμε κανένα σάκο με τα μπανιερά μας και τίποτε άλλο.
Επεφταν λοιπόν οι μουσαμαδένιες τέντες πάνω από τα φορτηγάκια που πολλές φορές φιλοξενούσαν το βιός και δύο οικογενειών μαζί και ξεκινούσε ένα λαικό πανηγύρι με όλη τη σημασία της λέξης.
Από το 1967 δέκα οικογένειες , πάντα οι ίδιες, κι από δίπλα ολο και κάποια νεόφερτη που την ξεσήκωναν οι δικοί μας τον χειμώνα μεταξύ τσίπουρων η κρασομεζέδων. Ετσι γίναμε πολλοί και στο τέλος του 1972 αν δεν κάνω λάθος, ήμασταν καμιά πενηνταριά. Κι η δική μας τσακαλοπαρέα που ήταν τότε στις αρχές έντεκα παιδόπουλα όλα κι όλα, το τελευταίο καλοκαίρι του 72 ειχε πάνω από σαράντα εφήβους που ψιλοξυνιζόμασταν πλέον γι αυτό το είδος των διακοπών και γκρινιάζαμε γιατι είχαν αρχίσει να έρχονται στ αυτιά μας ψίθυροι για τις Καβουρότρυπες και τις Λαγουδέρες της Χαλκιδικής.
Τρομάρα μας αλλά ποιος από μας το σκεφτόταν τότε…
Το καραβάνι ξεκινούσε χαράματα κι έπιανε τους πάνω δρόμους της πόλης για ν αποφύγει τον έλεγχο απ την Τροχαία,εκανε έναν κύκλο υποχρεωτικό μέσα από φρικτούς χωματόδρομους ,ταρακουνούσε το έμψυχο κι άψυχο υλικό του σε σημείο αγανάκτησης κι εμπαινε στο δρόμο προς την Επανωμή στρίβοντας αριστερά μετά από ένα παλιό αεροδρόμιο.Ηταν το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Θέρμης οπου τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα μου μάθαινε ο πατέρας μου ισορροπίες κι ορθοπεταλιές στο ποδήλατο και μετά, πολύ αργότερα γκάζι ,φρένο, ντεμπραγιάζ σ ένα κάπως εξευγενισμένο φορτηγάκι Ford Transit που χρησιμοποιούσε για τις δουλειές του.
Ο δρόμος προς την Επανωμή ειχε στροφές.
Πολλές στροφές και σκόνη.
Εμπαινε στα ρουθούνια μας ,καθόταν πάνω στα μαλλιά μας και στις βλεφαρίδες μας και μύριζε χωματίλα και πίσσα απ τα πρόχειρα μπαλώματα της ασφάλτου που ηταν γεμάτη τρύπες και λακούβες.Πίσω στις καρότσες έτριζαν οι καρέκλες και τα κατσαρολικά ,κατρακυλούσαν τα μπιτόνια,ξεκουνιόταν οι γλάστρες με τον βασιλικό και πότε πότε τσίριζαν από την θέση του συνοδηγού οι μαμάδες. Αλλά με τσιρίδα που είχε πάντα κρεσέντο, άλτο και κατέληγε μάλλον σε καντάτα με το πρώτο βλοσυρό βλέμμα του μπαμπά οδηγού, που άρχιζε να «λιβανίζει» μες απ τα δόντια του άγιους και δαίμονες.
Μετά έπεφτε βαθιά ησυχία .Οι μαμάδες έσφιγγαν τα λάστιχα απ τις καπελίνες κάτω απ το πηγούνι τους, περιδιάβαιναν με το βλέμμα στις τιράντες απ τα καινούργια τσίτια τους και γύριζαν ελαφρώς δεξιά το πόδι τους κοιτώντας με καμάρι τα καινούργια τους τα πέδιλα απ το Τιπ Τοπ. Μετά γύριζαν το κεφάλι προς το παράθυρο κι αφήνονταν με μισοκλειστα μάτια στα κιτρινισμένα χωράφια και στην κούραση τους κι ολους τους υπόλοιπους στην ζωή μας.
Εμείς γελούσαμε.
Με λυγμούς.
Με γέλια που ξεκινούσαν βαθειά απ την κοιλιά μας ,τράνταζαν τα άγουρα στήθη μας και σφυροκοπούσαν τα μηνίγγια μας ,γαλάκτωναν το ασπράδι των ματιών μας και κατέληγαν σε ποταμάκια δακρύων στα πρόσωπα μας παίρνοντας μαζί τους την σκόνη.
Κι ηταν στ αλήθεια μαγικές εκείνες οι στιγμές .Γιατι ακόμη και τώρα όταν τις θυμάμαι διώχνουν τη σκόνη απ την ψυχή μου και τα δάκρυα γίνονται ίδια με κείνα. Λυτρωτικά κι ανάλαφρα.
Η διαδρομή διαρκούσε πάνω από μιάμιση ώρα.
Και βέβαια με το που φτάναμε άρχιζε η τρεχάλα.
Τρέχοντας πετούσαμε σαγιονάρες ,σορτσάκια και μακό από πάνω μας ,βουτούσαμε με το κεφάλι απ τα ρηχά κι έξυναν τον βυθό οι κοιλιές μας, αλλά δεν μας ένοιαζε τίποτα.
Μόνο τη θάλασσα θέλαμε.
Αυτήν και τον κόσμο της.
Την επιφάνεια και τον βυθό της.
Μας τρέλαινε ,μας μεθούσε η επαφή με το νερό και την άμμο.
Μας συνέπαιρναν τα πλάσματά της .Μας εκαναν ευτυχισμένους.
Το καλοκαίρι δικό μας,η θάλασσα στα πόδια μας, οι γιαγιάδες κι οι παππούδες παράξενα πλάσματα που έλεγαν μόνο παραμύθια κι ο θάνατος άγνωστη έννοια.
Ζούσαμε.
Μας έπιανε φρενίτιδα με την θάλασσα.
Αν δεν ζάρωναν οι ρόγες των δαχτύλων μας κι αν δεν μελάνιαζαν τα χείλη μας δεν βγαίναμε απ το νερό όσο κι αν φώναζαν απ έξω οι μανάδες μας.
Άλλο που μας γοήτευε σ αυτές τις διακοπές :
για τρείς μήνες ζούσαμε εντελώς στην ύπαιθρο, στη φύση. Ακόμη κι όταν κοιμόμασταν νιώθαμε εκτεθειμένοι κι ελεύθεροι.
Εκείνη η εποχή είχε ένα χαρακτηριστικό. Την έντονη ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης. Πάρα πολλά παιδιά από μας ,ενώ είχαμε γεννηθεί και ζήσει στα πρώτα μας χρόνια σε μονοκατοικίες , ξαφνικά μαντρωθήκαμε μέσα σε διαμερίσματα και ασφυκτιούσαμε ανάμεσα σε τσιμέντα και σε πρασιές.
Ευτυχώς είχαν μείνει κάποιες αλάνες όπου ξεσπούσε η τρέλα μας αλλά κι αυτές με τον καιρό τις εξαφάνισαν πενταόροφες και επταόροφες οικοδομές . Ετσι οι διακοπές και μάλιστα σε αντίσκηνα, μας θύμιζαν πολύ τα πρώτα παιδικά ανέμελα χρόνια που ζήσαμε στις αυλές. Ειδικά από την άνοιξη και μετά, που μεταφερόταν εκεί η ζωή όλης της οικογένειας. Το μαγείρεμα,το πλύσιμο των ρούχων στο πλυσταριό, το μπάνιο στη σκάφη με νερό που το ζέσταινε ο ήλιος, η αυτοσχέδια κούνια του μωρού ανάμεσα σε δυό δένδρα ,τα τσιμπούσια το βράδυ στην δροσιά και πολλές φορές κι ο βραδυνός ύπνος στο ράντζο με μια παλιά κουνουπιέρα στο κεφάλι. Ολα αυτά τα είχαμε χάσει και τα ξαναβρίσκαμε μπροστά μας σ αυτές τις ιδιόμορφες διακοπές με το ελεύθερο κάμπινγκ.
Βέβαια ελεύθερο κάμπινγκ ονομάστηκε αργότερα που έγινε μόδα κι άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και τα πρώτα καταστήματα με τους φοβερούς πολύχρωμους ειδικούς εξοπλισμούς από πλαστικό και αλουμίνιο.
Αντίσκηνα σαν ιγκλού, σαν ινδιάνικα, σαν «κάπως» οπωσδήποτε , που κατάληξαν στο τέλος σε σκηνές τεσσάρων υπνοδωματίων ,με σαλοτραπεζαρία ,κουζίνα, χημική τουαλέτα, δωμάτιο των ξένων και γκαράζ.
Τραπεζάκια με ενσωματωμένα καρεκλάκια, πολυθρονοξαπλώστρες, επώνυμες ομπρέλες ,φουσκωτά στρώματα υπέρδιπλα, φραπεδοκαρέκλες με θηκούλες για το βιβλίο ,το ποτήρι, τα γυαλιά ηλίου, το σκουφάκι του μπάνιου κι όποια άλλη θηκούλα και θηκάκι βάζει ο νούς του ανθρώπου που έπρεπε να γεμίσουν.Λάμπες και φαναράκια πολυτελείας για την βραδυνή ατμόσφαιρα, όλων των μεγεθών τα νεσεσέρ με αντηλιακά με δείκτες προστασίας ανω του 1100 ,καθώς και spray Evian για την ενυδάτωση του δέρματος του προσώπου και του ντεκολτέ.
Ψυγεία αερίου ,μπαταρίας ,άλλα ψυγειάκια αναψυκτικών για την ακρογιαλιά, υπνόσακοι με πούπουλο χήνας ,πάπιας ,κότας και φραγκόκοτας και μετά από όλα αυτά ονομάστηκε και «οργανωμένο κάμπινγκ» πιά κι άρχισε να ξαναμαντρώνεται το όλον πράγμα.
Και μάλιστα μόλις ξαναμαντρώθηκε άρχισε να στοιχίζει κι ακριβά γιατι πώς να το κάνουμε;
Αλλο πράγμα είναι να βγαίνεις απ το αντίσκηνο και να σού’ρχεται στη μούρη η παρκαρισμένη ζόντιακ και το 4X4 κάτω από μπαμπουδένιο κιόσκι κι άλλο να ξυπνάς το πρωί και να βλέπεις μόνο άμμο και θάλασσα. Αντε και καμιά καλαμιά ,η κανέναν τρελό που γύριζε το χάραμα από καθετή ,με το καλαθάκι γεμάτο μουρμούρες που μοσχοβολούσαν θάλασσα.
Το πρώτο το πληρώνεις με χρήμα- δεν γίνεται αλλιώς .
Το άλλο σου χαρίζει και του χαρίζεσαι.
Με κόπο; με πόνο; Εχει καμμια σημασία; Δικά σου όλα.
Αλλά και το θαύμα δικό σου.
Ο κόπος βέβαια που μπορούσα τότε ν αντιληφθώ είχε άμεση σχέση με την χειρωναξία. Η διαδικασία των καλοκαιρινών διακοπών μας απαιτούσε πολλή δουλειά και μεράκι εκ μέρους των μεγάλων.
Ολες οι σκηνές ηταν από χοντρό καραβόπανο στο φυσικό του χρώμα. Οι διαστάσεις τους 4x12 μέτρα πάνω κάτω και δυόμιση μέτρα ύψος στο ψηλότερο σημείο τους. Με άνοιγμα πίσω και εμπρός. Οι τέντες τους, κι αυτές από το ίδιο υλικό και σε διαστάσεις 10x24 περίπου για να προφυλάγονται οι κυρίως σκηνές και να περισσεύει και για την σκιά περισσότερο στο μπροστινό μέρος. Για μια σκηνή τέτοιων διαστάσεων με την τέντα της χρειαζόντουσαν 56 ξύλινοι κυλινδρικοί πάσαλοι στήριξης εκατέρωθεν των μεγάλων της πλευρών. Οι 28 για το κυρίως σώμα της σκηνής και οι 28 για την τέντα της. Τρία δοκάρια των δυόμιση μέτρων , τετραγωνισμένα για το μέσον και τα δύο άκρα της και ένα μεσαίο το πιο χοντρό με μήκος 12 μέτρα που ήταν σπαστό λόγω του μεγέθους του σε δύο κομμάτια που θηλύκωναν μεταξύ τους με σιδερένιο μεντεσέ.Μπροστά, υπήρχαν άλλοι τέσσερις πάσσαλοι για να στηρίζουν την τέντα της πρόσοψης, του ίσκιου.
Από τον Μάη μήνα αυτά τα αντίσκηνα ξεδιπλώνονταν σε κάποια μεγάλη αυλή και πλένονταν με το λάστιχο μέσα-έξω. Ηθελε τουλάχιστον πέντε άντρες γεροδεμένους αυτή η δουλειά γιατι ήταν ασήκωτα ,ιδιαίτερα όταν μούσκευαν. Μετά , όσο στέγνωναν στον ήλιο οι σκηνές, βάφονταν ολοι οι πάσαλοι σε ένα σκούρο κυπαρισσί χρώμα και τα εξήντα ξύλινα στρογγυλά καπελάκια τους, σε κεραμιδί.
Ηταν δουλειά πολλών ωρών. Κι οι άντρες είχαν τότε μόνο μια Κυριακή για να ξεκουραστούν.
Ηταν όμως μερακλήδες .
Παλιάς κοπής άντρες.
Επιαναν τα χέρια τους.
Βοηθούσε ο ένας τον άλλον.
Αγαπούσαν αυτό που έφτιαχναν.
Δεν έλεγαν πολλά.
Ονειρεύονταν μόνο τα γλέντια του καλοκαιριού.
Κι ήθελαν πάνω απ όλα την επιβεβαίωση και το χαμόγελο της γυναίκας τους.
«Όμορφο Αφροδίτη;»
«Πολύ ωραίο Σωκράτη»
Απλά αυτό.
Τους έφτανε και τους περίσσευε.
Ξεκάθαρα πράγματα.
Εστηναν τα αντίσκηνα με τις ώρες.
Με το μπροστινό τους μέρος να κοιτάει τη θάλασσα.
Αφού ειχε καθαριστεί καλά το έδαφος κι αφού ειχε στρωθεί με ένα λεπτό στρώμα στεγνής άμμου.
Αλφάδιαζαν το κεντρικό χοντρό δοκάρι στο χιλιοστό και το καραβόπανο έτριζε ντούρο και φρεσκοπλυμένο καθώς ορθωνόταν.Τέντωναν οι ίνες του κι ολα μύριζαν σκοινί, λινάτσα, ψάθα, ξύλο και αρμύρα.
Θυμάμαι τους άντρες μετά από κάθε στήσιμο ν ΄απομακρύνονται καμμιά δεκαπενταριά μέτρα ,ν ΄ανάβουν τσιγάρο και να κοιτούν γέρνοντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά για να γραδάρουν το ισιάδι των σκοινιών και με το μάτι, και μετά ν αυτοσχεδιάζουν στα επι μέρους.
Εσκαβαν αυλάκια για τις ξαφνικές καλοκαιρινές νεροποντές και μακριά κάπου φρόντιζαν για την τουαλέτα.
Εφτιαχναν ψαθούρες με καλαμωτές για την σκιά στον νεροχύτη που στηνόταν παραδίπλα από κάθε αντίσκηνο για την παγωνιέρα,το μαγείρεμα στην πετρογκάζ και το πλύσιμο των πιάτων.
Εβαζαν μιά μέτριου διαμετρήματος τέντα για να παίζουμε τα μεσημέρια επιτραπέζια παιγνίδια και να ησυχάζουν απ τις φωνές μας κι ολα αυτά με τα χέρια τους και τα εργαλεία.
Ετοιμο δεν υπήρχε τίποτε.
Αλλά όταν τελείωναν οι κατασκευές αργά το απόγευμα κι είχαν μπεί τα σιδερένια ντιβάνια με τους σελτέδες και τα καθαρά σεντόνια είχαμε σπίτι. Στημένο, έτοιμο, φιλόξενο κι ειχε προλάβει η μάνα να ετοιμάσει και τηγανίτες με μέλι για να το γιορτάσουμε.
Ετσι αρχιζαν οι διακοπές μας. Οι διακοπές των γυναικόπαιδων δηλαδή γιατί οι άντρες την άλλη μέρα έφευγαν απ τα χαράματα στις δουλειές τους για να επανέλθουν την επόμενη Κυριακή.Δεν θυμάμαι κανέναν τους να έκατσε πάνω από διήμερο ολ΄ αυτά τα χρόνια για ν ΄απολαύσει και να ξεκουραστεί.
Μόνο της Παναγίας καμιά φορά ,όταν επεφτε Σάββατο.
Τα πρωινά πηγαίναμε ολοι μαζί στην μοναδική βρύση που υπήρχε, με τις στάμνες για το νερό της κάθε ημέρας. Ηταν φυσικά και η μόνη δουλειά που δεχόμασταν να κάνουμε για όλο το καλοκαίρι. Νερό για τα υπόλοιπα υπήρχε αποθηκευμένο σε μπετόνια που τα γέμιζαν κάθε Κυριακή.
Οι ψαράδες ήταν ήδη εκεί απ το Μάη με τις οικογένειες τους.Και μας περίμεναν πως και πως. Τα παιδιά τους ηταν φίλοι μας ,αδέρφια μας .Ούτε που μας περνούσε απ το μυαλό ότι εμείς της πόλης είμασταν κάτι διαφορετικό.Αυτό βιώναμε απ τη συμπεριφορά των γονιών μας προς τις οικογένειές τους, αυτό νιώθαμε κι εμείς.Μοιραζόμασταν τα πάντα,χωρίς φόβους και μιζέριες .Δίναμε τα παιγνίδια μας ,ανταλλάσσαμε τα ρούχα μας,χαρίζαμε τους δίσκους και τα πικ-απ μας,κόβαμε στη μέση το χαρτζιλίκι μας για πορτοκαλάδα και σάντουιτς όταν κατεβαίναμε στα καφενεία το βράδυ.Κι αν δεν μας έφταναν τα χρήματα μοιράζαμε το σάντουιτς στη μέση και πίναμε την πορτοκαλάδα με δύο καλαμάκια, τις πιο πολλές φορές δε και με ένα.Οταν βοηθούσαν τις οικογένειές τους στο λιάντισμα των διχτυών ,στα παραγάδια,στα νταλιάνια είμασταν κι εμείς μαζί τους.Ξεψαρίζαμε, ξεμπερδεύαμε τα δίχτυα, βγαίναμε τη νύχτα στο πυροφάνι,πηγαίναμε στο τσαπαρί και καμμιά φορά μας έπαιρναν μαζί τους στα ανοιχτά της Κατερίνης που ψάρευαν γοφάρια.
Θυμάμαι τη Φανή,τον Σταύρο,τον Πάνο,την Γιούλα με τη σουπιέρα παραμάσχαλα κάθε πρωί γεμάτη ολόφρεσκα ψάρια ,με κανένα χταπόδι η καλαμάρια ,με πίνες,φούσκες η γυαλιστερές να έρχονται με το χαμόγελο ως τα αυτιά για να δώσουν στην μάνα μου τα καλούδια και τον κυρ Γιώργο πουχει πιά συγχωρεθεί να διαλέγει το πιο μεγάλο ,το πιο όμορφο κοχύλι της ψαριάς του για να το φέρει περήφανος στον πατέρα μου και να τον καλέσει το βράδυ για μπουγιαμπέσα και τσίπουρα.
Αναρωτιέμαι,ποιός τα στέρησε όλα αυτά απ τους ανθρώπους σήμερα; ποιος δεν θέλει να υπάρχουν πιά τέτοιες σχέσεις και γιατί άραγε; μόνο μία απάντηση υπάρχει μέσα μου κι άλλη δεν βρίσκω.
Εμείς.
Εμείς οι ίδιοι που μοιραζόμασταν το ψωμί μ αυτά τα παιδιά μόλις μπήκαμε στα 18 ,εκεί στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, λακίσαμε.Μας ρούφηξαν οι πόλεις και οι προεκτάσεις τους που ονομάστηκαν Παλλήνη μπίτς, Κασσάνδρα μπίτς. Αμμων Ζεύς, Καλλιθέα, Λαγουδέρα, Μπαλκονάκι, ουίσκι σάουερ και τζιν φίς.Και ο τόπος που κατασκηνώναμε εγινε ένα μεγάλο κάμπινγκ του ΕΟΤ.
Κάπου εκεί όμως στο βυθό της θάλασσας ξαναείδα τα ίδια βραχάκια μετά από χρόνια.
Ηξερα στα πόσα βήματα απ την ακτή ηταν οι ξέρες και τις βρήκα.
Ηξερα που βάθαινε το νερό και τι χρώμα είχαν τα φύκια δεξιά η αριστερά.
Ηξερα τα είδη των κοχυλιών που περπατούσαν εκεί αφήνοντας χαραγμένα δρομάκια πίσω τους .
Το φώς αντανακλούσε στα νερά όπως τότε και τα πέλματά μου ένιωσαν να ανεβοκατεβαίνουν ανεπαίσθητα στις ίδιες γραμμές της άμμου που ρυτιδώνει κάτω απ το ρηχό νερό .
Εκεί ηταν όλα.
Μαγικά, ακίνητα κι ολοζώντανα.
Όπως η μαγιά που αφήνει στην ψυχή του ανθρώπου η παιδική ηλικία.
Εκεί ο βυθός.
Εκεί η χαρά εκεί κι ο πόνος.
Φανάρι Επανωμής
Αναδημοσίευση απο το
Homefood