Αρχισαν χθες κατα τις τέσσερις το μεσημέρι να περνάνε μπροστά μου οι φορτηγίδες με τα παγωτά.
Όλες όμως.
Σοκολάτας,βανίλιας,παρφέ. Ντοντουρμάδες μαστιχωτοί της Πόλης,κάτι αρμενοβίλ και μίνι Φαρούκ του παλιού Φλόκα,στρατσιατέλες,παρφέ νταμούρ με καραμελωμένα αμύγδαλα .
Δεν άφησε τίποτε η τρελή υπογλυκαιμία μου να της ξεφύγει και μαντρωμένη για πρώτη φορά στη ζωή μου με σπασμένο καρπό αρκέστηκα σ ένα ζουμερό πορτοκάλι και δυο μανταρίνια.
Έβλεπα δίπλα τους κι ενα αχλάδι .Αναρωτήθηκα πως να το καθαρίσω στερεώνοντάς το κάτω απ το δεξί μέρος του λαιμού μου.Σκέφτηκα πως έτσι μάλλον θα έκοβα και τον λαιμό μου.
Κατάλαβα γιατί τόσα χρόνια ερωτευόμουν μόνον άντρες που έξυναν πάντα το αριστερό τους αυτί με το δεξί τους χέρι και το έφαγα με τις φλούδες.
Τα παγωτά φορτώθηκαν παρ όλη τη φρουτοφαγία σε μπαρκομπέστιες ,συνέχισαν να διασχίζουν το θαλασσοδαρμένο μυαλό μου κι επειδή το στομάχι μας ορίζει κατα μεγάλο μέρος τους εγκεφαλικούς μας συνειρμούς μου ρθαν στο νου οι παραμονές του πρώτου μου γάμου.Που είχαν άμεση σχέση με το παγωτό.
Βachelor party το 1980 δεν υπήρχαν.Ούτε που ξέραμε τι σημαίνει αυτό.Βέβαια για τις κορασίδες των κολεγίων πιθανότατα ηταν και τότε μια συνηθισμένη κατάσταση .Για τα κορίτσια των Δημοσίων Γυμνασίων Θηλέων Θεσσαλονίκης όμως όπως ηταν η αφεντιά μου, οι παραμονές των γάμων μας είχαν άλλου είδους προετοιμασίες.Με τις μάνες μας στην πρωτοκαθεδρία.
Θυμάμαι σ όλο το πατρικό μου σπίτι διπλωμένα προικιά που μοσχοβολούσαν πάστρα.Τη μάνα μου και τη γιαγιά μου σηκωμένες απ΄ το χάραμα να πλένουν ,να σιδερώνουν,να μην αφήνουν ν ακουμπήσω τίποτε ,να αποτελειώνουν δαντέλες και μονογράμματα σε μαξιλαροθήκες και πετσετικά.Θυμάμαι κι εμένα να περνάω κάθε τόσο ανάμεσά τους και να τις λοξοκοιτάω
.Και μετα να ακούω πίσω μου ψίθυρους του στυλ «άφησέ την θα συνηθίσει!» η «να΄ ξερε τι την περιμένει!»
Εμένα μου λές.
Τίποτε δε συνήθισα.
Κι ήξερα τι με περιμένει.
Ήθελα όμως να σκάψω το δικό μου αυλάκι.
Το οτι έγινε χαντάκι εκ των υστέρων που ακόμη σκάβω δεν είχε καμιά σημασία.
Παγωτό τότε τρώγαμε μόνο το καλοκαίρι.Το μόνο μαγαζί στη γειτονιά μου που είχε και τον χειμώνα ηταν ενα εργαστήρι στην οδό Κρήτης κοντά στη Μπότσαρη.Υπέροχο παγωτό με κανονικό γάλα.Παραδίπλα υπήρχε παρκο με παγκάκια και βρύση. Εκει μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη του 1980 έγινε το δικό μου bachelor party.Με έξι αγαπημένες φίλες και συμμαθήτριες,ενα δίκιλο παγωτό κι έξι κουτάλια της σούπας φερμένα απ το σπίτι μου.Απ τα καλά τις προίκας μου.
Μέρα μεσημέρι.Καθίσαμε στο παγκάκι .Φάγαμε μέχρι σκασμού.Ολες απο το ίδιο πλαστικό κουτί .Μετά ανοίξαμε τη βρύση και παίξαμε μπουγέλα.Με το άδειο κουτί του παγωτού και πλαστικές σακούλες που πήραμε απ το μαγαζί.Γίναμε μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο ,γελάσαμε μέχρι δακρύων και γύρισα με τα πόδια τέσσερεις στάσεις βρεγμένη απ την κορφή μέχρι τα νύχια στο πατρικό μου.Η μάνα κι η γιαγιά μουρμούριζαν κάτι για «μητρικά».
Ημουν παγωμένη.
Και μετά το ζεστό νερό , το αίμα που ξανακυκλοφορούσε ,η ζεστή κουβέρτα που με κουκούλωσε η μάνα ,η θερμοφόρα και το τσαγάκι της γιαγιάς.
Και τα προικιά ολόγυρα.
Πανιά φουσκωμένα.
Για προορισμούς ευλογημένους.
Αμετανόητη έκοψα κι έραψα μ αυτά αερόστατα ν αρμενίζω στους ουρανούς.
Κι ειμαι σίγουρη οτι απο κει ψηλά με βλέπουν και ψιθυρίζουν η μία στην άλλη.
«αστην θα μάθει»
Όλες όμως.
Σοκολάτας,βανίλιας,παρφέ. Ντοντουρμάδες μαστιχωτοί της Πόλης,κάτι αρμενοβίλ και μίνι Φαρούκ του παλιού Φλόκα,στρατσιατέλες,παρφέ νταμούρ με καραμελωμένα αμύγδαλα .
Δεν άφησε τίποτε η τρελή υπογλυκαιμία μου να της ξεφύγει και μαντρωμένη για πρώτη φορά στη ζωή μου με σπασμένο καρπό αρκέστηκα σ ένα ζουμερό πορτοκάλι και δυο μανταρίνια.
Έβλεπα δίπλα τους κι ενα αχλάδι .Αναρωτήθηκα πως να το καθαρίσω στερεώνοντάς το κάτω απ το δεξί μέρος του λαιμού μου.Σκέφτηκα πως έτσι μάλλον θα έκοβα και τον λαιμό μου.
Κατάλαβα γιατί τόσα χρόνια ερωτευόμουν μόνον άντρες που έξυναν πάντα το αριστερό τους αυτί με το δεξί τους χέρι και το έφαγα με τις φλούδες.
Τα παγωτά φορτώθηκαν παρ όλη τη φρουτοφαγία σε μπαρκομπέστιες ,συνέχισαν να διασχίζουν το θαλασσοδαρμένο μυαλό μου κι επειδή το στομάχι μας ορίζει κατα μεγάλο μέρος τους εγκεφαλικούς μας συνειρμούς μου ρθαν στο νου οι παραμονές του πρώτου μου γάμου.Που είχαν άμεση σχέση με το παγωτό.
Βachelor party το 1980 δεν υπήρχαν.Ούτε που ξέραμε τι σημαίνει αυτό.Βέβαια για τις κορασίδες των κολεγίων πιθανότατα ηταν και τότε μια συνηθισμένη κατάσταση .Για τα κορίτσια των Δημοσίων Γυμνασίων Θηλέων Θεσσαλονίκης όμως όπως ηταν η αφεντιά μου, οι παραμονές των γάμων μας είχαν άλλου είδους προετοιμασίες.Με τις μάνες μας στην πρωτοκαθεδρία.
Θυμάμαι σ όλο το πατρικό μου σπίτι διπλωμένα προικιά που μοσχοβολούσαν πάστρα.Τη μάνα μου και τη γιαγιά μου σηκωμένες απ΄ το χάραμα να πλένουν ,να σιδερώνουν,να μην αφήνουν ν ακουμπήσω τίποτε ,να αποτελειώνουν δαντέλες και μονογράμματα σε μαξιλαροθήκες και πετσετικά.Θυμάμαι κι εμένα να περνάω κάθε τόσο ανάμεσά τους και να τις λοξοκοιτάω
.Και μετα να ακούω πίσω μου ψίθυρους του στυλ «άφησέ την θα συνηθίσει!» η «να΄ ξερε τι την περιμένει!»
Εμένα μου λές.
Τίποτε δε συνήθισα.
Κι ήξερα τι με περιμένει.
Ήθελα όμως να σκάψω το δικό μου αυλάκι.
Το οτι έγινε χαντάκι εκ των υστέρων που ακόμη σκάβω δεν είχε καμιά σημασία.
Παγωτό τότε τρώγαμε μόνο το καλοκαίρι.Το μόνο μαγαζί στη γειτονιά μου που είχε και τον χειμώνα ηταν ενα εργαστήρι στην οδό Κρήτης κοντά στη Μπότσαρη.Υπέροχο παγωτό με κανονικό γάλα.Παραδίπλα υπήρχε παρκο με παγκάκια και βρύση. Εκει μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη του 1980 έγινε το δικό μου bachelor party.Με έξι αγαπημένες φίλες και συμμαθήτριες,ενα δίκιλο παγωτό κι έξι κουτάλια της σούπας φερμένα απ το σπίτι μου.Απ τα καλά τις προίκας μου.
Μέρα μεσημέρι.Καθίσαμε στο παγκάκι .Φάγαμε μέχρι σκασμού.Ολες απο το ίδιο πλαστικό κουτί .Μετά ανοίξαμε τη βρύση και παίξαμε μπουγέλα.Με το άδειο κουτί του παγωτού και πλαστικές σακούλες που πήραμε απ το μαγαζί.Γίναμε μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο ,γελάσαμε μέχρι δακρύων και γύρισα με τα πόδια τέσσερεις στάσεις βρεγμένη απ την κορφή μέχρι τα νύχια στο πατρικό μου.Η μάνα κι η γιαγιά μουρμούριζαν κάτι για «μητρικά».
Ημουν παγωμένη.
Και μετά το ζεστό νερό , το αίμα που ξανακυκλοφορούσε ,η ζεστή κουβέρτα που με κουκούλωσε η μάνα ,η θερμοφόρα και το τσαγάκι της γιαγιάς.
Και τα προικιά ολόγυρα.
Πανιά φουσκωμένα.
Για προορισμούς ευλογημένους.
Αμετανόητη έκοψα κι έραψα μ αυτά αερόστατα ν αρμενίζω στους ουρανούς.
Κι ειμαι σίγουρη οτι απο κει ψηλά με βλέπουν και ψιθυρίζουν η μία στην άλλη.
«αστην θα μάθει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου