Απόψε έγινε κάτι μαγικό.Υπήρχε μια σπίθα που σιγόκαιγε εδω και καιρό...μια σκέψη ,μιά ευχή μου σάν αναμένο λιχνάρι...κι απόψε έγινε φωτιά.
Και η αντίστροφη μέτρηση άρχισε...
Η πρώτη φωτιά.
Μέρος πρώτο.
Βίωσα την πυρκαγιά σε μικρή ηλικία, σε παραθαλάσσιο χωριό της Χαλκιδικής. Τα παραθαλάσσια χωριουδάκια της Χαλκιδικής ηταν τοτε στολίδια πανω στο κύμα. Μικρά λιμανάκια με λίγες ψαρόβαρκες, μια ταβερνούλα που ειχε μόνο ντοματοσαλάτες, φρέσκο ψάρι και τηγανιτές πατάτες, τριάντα -σαράντα σπίτια αραδιασμένα εκατέρωθεν ενος χωματόδρομου, κι αυτό ηταν ολο το χωριό.
Γυρω γυρω ο παράδεισος.
Απέραντοι πευκώνες, κυπαρισσάκια που και που, αμπέλια και μικρα χωράφια. Σιτάρι φύτευαν τοτε, ρεβύθια και κριθάρι. Ειχαν και μικρα περιβόλια με του Θεου τα καλα. Φρέσκα φασολάκια,μελιτζάνες και πιπεριές μεγάλες και μικρές, ντομάτες φυσικά και διάφορα αλλα κηπευτικά σε μικρες ομως ποσότητες. Τοσο μικρές που καμμια φορά οταν ανέβαιναν επισκέπτες απο την Θεσσαλονίκη να μας δουν, πηγαίναμε σε δυο και σε τρία περιβόλια για να συμπληρώσουμε τις ποσότητες που θέλαμε για το καθημερινό φαγητό. Μου ειχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε οτι φύτευαν μυρωδικά γύρω απο τα περιβόλια τους. Πάντα όταν περνούσα ανάμεσα στις ντοματιές, τα ρούχα μου ακουμπούσαν σε μάραθα μέντες και δενδρολίβανα.
Το καταλάβαινα αργότερα, οταν τα μύριζα και μοσχοβολούσαν.
Πολύ αργότερα άκουσα απο την γιαγιά μου να λεει οτι στα περιβόλια τους στην Πόλη έβαζαν γυρω τριγύρω μυρωδικά για να παίρνει το ενα απο το άλλο φυτό και να γίνεται πιο μυρωδάτο και νόστιμο.
Η πυρκαγιές σ αυτές τις περιοχές τότε ήταν σπάνιο φαινόμενο.
Την δεκαετία του 1955-65 δεν υπήρχε πυροσβεστικό αυτοκίνητο ούτε γιά δείγμα. Υπήρχαν μόνο κάτι πολύ ψηλά ξύλινα σπιτάκια, οι βίγλες, όπου ανέβαινε κάποιος κάτοικος του χωριού η ο αγροφύλακας και παρακολουθούσε την περιοχή. Τούς έβλεπα αυτούς τους άντρες να είναι εκει ανεβασμένοι με τις ώρες μέσα στο λιοπύρι, με το χέρι στο μέτωπο για την αντηλιά. Ρωτώντας τον παππού μου έμαθα οτι ήταν οι φύλακες του δάσους απο τις πυρκαγιές.
Υπήρχε επίσης στο χωριό «η ποτιστήρα» που εκτελούσε χρέη πυροσβεστικού οχήματος στην ανάγκη. Ήταν ένα μεγάλο αυτοκίνητο-δεξαμενή που έριχνε νερό κάθε απόγευμα στον μοναδικό κεντρικό χωματόδρομο του χωριού για να μη σηκώνεται σκόνη από τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν. Τρέχαμε πίσω της ένα τσούρμο παιδιά, γινόμασταν ένα με την σκόνη και το νερό. Άχνιζε το χώμα απο φρέσκιες γήινες μυρωδιές.
Εκείνο το καλοκαίρι προς τα τέλη του Ιούλιου είμασταν όλη η τσακαλοπαρέα πανω στ’ αλώνια από το πρωί.
Ήταν μέρες με λίγο αεράκι πάντα, οι πρώτες μέρες του Αυγούστου.
Το αλώνι ήταν ενας κυκλικός επίπεδος χώρος σε μέγεθος τόσο όσο χρειάζεται για να στηθεί ένα καρουσέλ.
Ανήκε σ’ όλο το χωριό.
Και για μας τότε σαν καρουσέλ και παιδική χαρά λειτουργούσε. Μας ανέβαζαν δυό-δυό πάνω στη ροκάνα ή αλλιώς στο πατητήρι και άρχιζαν οι βόλτες γύρω-γύρω. Αλώνιζαν ρεβύθια θυμάμαι εκέινη την εποχή μετά το στάρι και το κριθάρι που είχαν προηγηθεί. Τα μάτια του αλόγου που έσερνε τη ροκάνα ήταν δεμένα μ’ ενα μαύρο μαντήλι. Ρώτησα θυμάμαι γι’ αυτό το μαντήλι τον σπιτονοικοκύρη μας, που μ’ έπαιρνε μαζί του στα αλώνια, και γελώντας μου ειχε πει ότι το φορούν στο άλογο για να μην ζαλίζεται απ’ τους γύρους.
Δεν ξέρω ακόμη αν μου έλεγε αλήθεια ή μου έκανε πλάκα...
Ρίχνανε τον καρπό τριγύρω από το αλώνι, περνούσαμε εμείς από πάνω του καθισμένοι στη ροκάνα, και το τσόφλι του καρπού θρυματιζόταν και μοσχοβολούσε. Μετά παίρνανε το «πχούλι», ένα ξύλινο πηρούνι με δύο δόντια και συγκέντρωναν τον καρπό στη μέση του αλωνιού.
Κι εκεί άρχιζε η ιεροτελεστία του λιχνίσματος, ένα πανηγύρι για μας.
Υπήρχε μια κίνηση που είναι μπροστά στα μάτια μου ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια.
Ο κυρ Τάσος έπιανε το καρπολόι, ένα τρίκρανο ξύλινο πηρούνι σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα και σήκωνε τον καρπό ψηλά.
Μου φαινόταν ότι τον πέταγε μέχρι τον ουρανό.
Τα παιδικά μου μάτια κοίταζαν αυτά τα μικρά σποράκια να ανεμίζουν πάνω από το κεφάλι μου σαν σύννεφο κι εκεί στον αέρα γινόταν το μαγικό. Ο καρπός ξεχώριζε απο το τσόφλι του, έπεφτε πριν απ’ αυτό στη γη απο τη μια μεριά κι όλα τα ελαφριά μικρά κομματάκια από το τσόφλι του έπεφταν σε μια άλλη. Κάθε που η τρίαινα σήκωνε τον καρπό, εμείς τρέχαμε κάτω από ‘κει που γινόταν το ξεχώρισμά του.
Έπεφτε επάνω μου τότε μια αχνή, λεπτή σκονίτσα σαν πούδρα που καθόταν παντού. Στα κοτσιδάκια μου, στα λιοκαμμένα μου μουτράκια, στα φρύδια μου... Έμπαινε και φώλιαζε στις μασχάλες μου, στο λαιμό και τα πόδια μου, στην κοιλιά μου.
Πέταγα τους φιόγκους μου χάμω και δε μ’ ένοιαζε τίποτα.
Ήθελα μόνο αυτό.
Το μίγμα της σκόνης τ’ αλωνιού που μύριζε ρετσίνι και καμμένο αλεύρι να ραντίζει το κεφάλι μου, να χαϊδεύει τα μάγουλά μου κι εγώ πιασμένη απ’ το χέρι με τα άλλα παιδιά να ξεκαρδίζομαι και να τρέχω.
Με την ευτυχία έναν καταρράχτη μέσα μου ...να σκάει στα τρίσβαθα του είναι μου και να μου ξεπλένει την ψυχή. Η ευτυχία εκείνη ακόμη με ακολουθει κι αναδεύεται μέσα μου κάθε που βλέπω καρπούς.
***Συνεχίζεται.