Η Χαρά πέθανε το καλοκαίρι του 1999.Είναι σαν ν ακούω τώρα την φωνή της απ το τηλέφωνο να μου λέει «ελα σε παίρνω να μιλήσουμε για τελευταία φορά γιατί θα πεθάνω και θα το μάθεις απ του βοριά τα κύματα». Δεν μπόρεσα να κλάψω. Μόνο κάτι παράξενες στιγμές δακρύζω όταν την θυμάμαι. Οταν είμαι σε λιμάνια η σταθμούς τραίνων την σκέφτομαι και υγραίνονται τα μάτια μου. Ισως γιατί την έκλαιγα ζωντανή ,από μέσα μου πολλά χρόνια πρίν ,τότε που την πρωτογνώρισα μικρό κοριτσάκι της Τετάρτης Δημοτικού. Με μπλε ποδίτσα κι άσπρο γιακαδάκι. Με τσιμπιδάκια στα χωρισμένα στη μέση μαλλάκια κι από πάνω μια στέκα άσπρη ,να δυσανασχετεί με το αυστηρό χτένισμα και το τέντωμα που έκανε το κεφαλάκι της να πονά ολημερίς. Κι είναι πάλι σαν να την ακούω να μου λέει «αι στο διάλο κι αυτή η μάνα μου ,τι της φταίω και μου τεντώνει έτσι τα μαλλιά ;» «πονάω και δεν το καταλαβαίνει».
Η Χαρά πονούσε.
Για όλα όσα υπήρχαν στην ζωή της χωρίς να φταίει.
Για τον πατέρα της που ήταν ενας καλότατος άνθρωπος μα πολύ μεγαλύτερος απ την μαμά της και δεν μπορούσε να τον νιώσει πατέρα της. Για τον αδερφό της που ήταν ενας Κέρβερος 16 χρόνια μεγαλύτερός της και δεν μπορούσε να τον νιώσει αδερφό της. Και για την μάνα της που ήταν μια πεντάμορφη νέα γυναίκα με καρκίνο αφ ότου την γέννησε. Η Χαρά μεγάλωνε μαζί με τον καρκίνο. Κουβαλούσε το ποτήρι με το νερό στη μάνα της ,έτρεμαν τα χεράκια της, σπαρταρούσε η παιδική καρδούλα της αλλά κατάπινε το δάκρυ και της χαμογελούσε. Ηξερε ότι η Πεντάμορφη της θα πεθάνει. Ηξερε ότι θα μείνει μόνη της με τον καλότατο και τον Κέρβερο.Δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι έφταιγε μόνο.Και νομίζω ότι δεν μπορέσε να καταλάβει και ποτέ.
Ηταν πιά δεκατεσσάρων χρονών όταν ψυχορράγησε η μάνα της.Η Πεντάμορφή της ήταν μια γκρί μάζα απ τις ισχυρές ακτινοβολίες που έλεγε μες στο παραλήρημά της «τη μικρή ,πάρτε την μικρή από κοντά μου να μη με βλέπει»
Η Χαρά στεκόταν στην πόρτα του δωματίου μισή μέσα μισή έξω και άκουγε ρίχνοντας ματιές .Ο Κέρβερος είχε αγκαλιά την μάνα της κι έκλαιγε κι ο καλότατος έφτιαχνε καφέδες και πρόχειρο φαγητό για τους συγγενείς που είχαν αρχίσει νάρχονται για τις τελευταίες στιγμές. Πότε πότε πεταγόταν στον επάνω όροφο που ήταν το δικό μας σπίτι, καθόταν λίγο, και μετά ξανακατέβαινε αλλαφιασμένη όταν άκουγε τα κλάματα να δυναμώνουν. Της είχαν φορέσει ηδη ένα μαύρο φουστάνι μιας ξαδέρφης που κρεμόταν πάνω της άχαρα. Κανείς όμως δεν πρόσεξε τα μαλλιά της που για πρώτη φορά ήταν λυμένα ,ελεύθερα στους εφηβικούς της ώμους και στο άγουρο στηθάκι της που μόλις είχε αρχίσει να προβάλλει.
Η Χαρά αγόρασε μόνη της μαύρη βελούδινη κορδελίτσα απ το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ,την πέρασε χαλαρά γύρω απ το κεφάλι της σπρώχνοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω και κατέβασε στο μέτωπο της μια μικρή ανεπαίσθητη αφέλεια ,τόση όσο για να μη βγάζει μάτι. Κοιτιόταν στον καθρέφτη κι αυτό που έβλεπε της άρεσε. Της άρεσε πολύ για πρώτη φορά και για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά κατέβηκε πάλι η σκιά στα μάτια της κι έσκυψε το κεφάλι.Η μάνα της πέθανε εκείνα τα Χριστούγεννα.Κι η Χαρά έμεινε δεκατεσσάρων χρονών κοριτσάκι μόνη της με τον καλότατο και τον Κέρβερο.
Eμεινε βέβαια είναι μια κουβέντα.
Eμεινε βέβαια είναι μια κουβέντα.
Η Χαρά ζούσε πιά με σκιές.
Η μια σκιά ήταν του καλότατου. Χτυπημένος απ τον πόνο του θανάτου έφευγε το πρωί για το ραφείο του και γύριζε αργά το βράδυ. Μουγγός ,με γερμένους τους ώμους ,χαμένος στις σκέψεις του κι ανήμπορος να κάνει κουράγιο για να την στηρίξει.
Η άλλη σκιά ήταν ο Κέρβερος. Θεόρατη σκιά που μύριζε σαπούνι και λεβάντα, κουστουμαρισμένος και βλοσυρός ,ατσαλάκωτος. Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα από κείνους που κατάπιναν μονίμως τις μέντες και τα συναισθήματά τους μαζί μ ένα μπαστούνι σοβαροφάνειας και αυστηρότητας εσαεί. Που συγκέντρωναν στα σχολικά μας χρόνια μόνο αντιπάθεια. Η Χαρά ένοιωθε γι αυτόν μόνο φόβο και μίσος. Έκλαιγε όταν την μάλωνε, έτρεμε όταν της έκανε παρατηρήσεις για την πρόοδό της στα μαθήματα, αγωνιούσε όταν «την περνούσε απο κόσκινο» επειδή άργησε πέντε λεπτά απ τα Αγγλικά. Έτρεχε αγχωμένη να τον εξυπηρετήσει, να του ετοιμάσει τα ρούχα του, να φροντίσει για το φαγητό του. Ενα τεράστιο «πρέπει» επικρατούσε μέσα της σ αυτήν την αδερφική κατα τα άλλα σχέση και τίποτε άλλο. Και η εφηβεία της κάλπαζε.
Υποχρεωμένη να πηγαίνει δυό φορές την βδομάδα στα νεκροταφεία ,υποχρεωμένη να μαγειρεύει ,να πλένει, να σιδερώνει, να καθαρίζει την βρωμιά δυό μεγάλων ανδρών απ τα δεκατέσσερά της χρόνια, υποχρεωμένη να ξεχνάει τον εαυτό της ,η Χαρά έσβηνε σιγά σιγά από μέσα της τα καντηλάκια της ανθρωπιάς ,της ευαισθησίας, της κοριτσίστικης ανεμελιάς. Η μαύρη σχολική ποδιά που υποχρεώθηκε να φοράει για δύο χρόνια έσφιγγε και στραγγάλιζε την ψυχή της.Κανείς δεν νοιαζόταν γι αυτό. Η Χαρά ηταν η ίδια πιά μια σκιά που ξεγλιστρούσε απλά πότε πότε στο φως που την έκαιγε και την πονούσε με τον καιρό αντί να την γεμίζει αισιοδοξία και ευχαρίστηση. Το σκοτάδι έγινε ζωή της. Στο σκοτάδι οι σκιές εξαφανίζονται. Κι αυτό την ανακούφιζε.
Πότε πότε ερχόταν στην ζωή της και μια άλλη σκιά. Ενας μελαχρινός άντρας με κοντοκομμένο μουστάκι και μεγάλα υγρά μάτια σαν τα δικά της. Μεσήλικας. Κομψός, με γυαλισμένα ακριβά παπούτσια και στενά παντελόνια ψιλοκάβαλα με τσάκιση. Η Χαρά δεν τον αγκάλιαζε ποτέ ούτε τον κοιτούσε στα μάτια. Του φιλούσε το δεξί χέρι κρατώντας διακριτικά μια σωματική απόσταση, κοίταζε το μουστάκι του και το χρυσό δόντι που ξεπρόβαλε απ τα καλογραμμένα χείλη του όταν την κοίταζε χαμογελώντας και του μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Ο κύριος Στράτος ήταν νονός της. Ο ένας και μοναδικός άνθρωπος που της χάριζε δώρα από μικρή. Που της χάϊδευε το μάγουλο κι έπινε στην υγειά της το λικεράκι που του σέρβιρε, με το μικρό του δαχτυλό του σηκωμένο πάντα απ το ποτηράκι.
Η Χαρά χαιρόταν για τα δώρα που της έκανε σιχαινόταν όμως το μακρύ νύχι του που ξεπρόβαινε σαν μικρή δαγκάνα κάθε που σήκωνε το ποτήρι με το λικέρ. Μισούσε επίσης τον τρόπο που μιλούσε για την συγχωρεμένη της Πεντάμορφη. Εναν τρόπο που πρόδιδε περισσή οικειότητα και που τον έκανε να κοντανασαίνει όταν πρόφερε τ όνομά της βαθαίνοντας την φωνή του μες το λαρύγγι του.
Στο φως ανέβαινε με το ασανσέρ.
Ο επάνω όροφος που έμενα ήταν για την Χαρά η παρηγοριά της. Η οικογένειά μου την αγάπησε και την ζέστανε με περισσή φροντίδα. Γράφαμε και διαβάζαμε μαζί ,τρώγαμε και βλέπαμε τηλεόραση, η μάνα μου της έραβε ο,τι έραβε και για μένα και η Χαρά κρατούσε ένα μικρό τσαντάκι με τα προσωπικά της πράγματα εκεί σε μας .Είχε μέσα μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της Πεντάμορφης με εμπριμέ φόρεμα και λυτά μαλλιά βγαλμένη στους καταρράκτες της Έδεσσας. Πιό κει στη φωτογραφία ήταν ο καλότατος ,ο Κέρβερος κι ο κύριος Στράτος και μπροστά στα πόδια τους η Χαρά τριών χρονών σαν κουκίδα ανάμεσα σε γίγαντες. Είχε κι ένα χτενάκι με πούλιες που το φόραγε η μάνα της ,το τελευταίο της κραγιόν και μια εικονίτσα της Παναγίας. Αυτά ήταν όλα κι όλα τα μυστικά της που δεν ήθελε να της τα βλέπουν άλλοι παρα μόνο εγω κι αυτή. Ολα τα άλλα τα είχε κλειδωμένα επτασφράγιστα μέσα στο σκοτάδι του μυαλού της σφιγμένα μέσα στο κουκούλι της λησμονιάς που έπλαθε με το αίμα της μέρα με την μέρα.
Η Χαρά αιμορραγούσε απ τα 10 της χρόνια. Παιδάκι ακόμη. Η φύση δεν άντεχε τις πληγές της και τις εξώθησε βίαια προς τα έξω να στραγγίσουν. Η ύλη ζητούσε να σωθεί. Πάλευε να διατηρήσει το σωματάκι του μικρού κοριτσιού στη ζωή κι οδήγησε την Χαρά στην έμμηνο ρύση παιδιόθεν. Η πρώιμη εφηβεία της την έκανε δύσθυμη, νευρική, ανυπόμονη, ανήσυχη, ευφάνταστη και έξυπνη. Την οδηγούσε σε αναζητήσεις ωριμότερων καταστάσεων ζωής αλλά δεν έπαυε να είναι ακόμη παιδί. Ένα παιδί που δεν έφταιγε σε τίποτε. Νόμιζε όμως ότι φταίει για όλα. Είχε ενοχές όταν δεν μπορούσε να είναι άριστη στο σχολείο, ενοχές όταν δεν προλάβαινε να συγυρίσει το σπίτι ,ενοχές όταν την φλέρταραν τα αγόρια της ηλικίας μας, ενοχές όταν έτρωγε ,ενοχές όταν προσπαθούσε να καλλωπίσει τον εαυτό της. Οι σχέσεις της με το άλλο φύλο έγιναν περίεργες και δύσκολες αφού αναζητούσε τυραννικούς έρωτες μια και δεν ήξερε τι σημαίνει χαρά και ελαφράδα. Μέσα στον φαύλο κύκλο των ενοχών της βίωνε τον έρωτα διαλέγοντας απριόρι την εκδίκηση του εαυτού της που δεν μπορούσε παρα να τον σιχαίνεται στο βάθος. Η αηδία αυτή αλλά και η άμεση ανάγκη για επιβίωση επιδεινώθηκε μοιραία όταν μπήκε στην ζωή της άλλο ένα πρόσωπο. Η σύντροφος του αδερφού της. Μιά γυναίκα αυστηρών ηθικών αρχών, θρησκόληπτη ,ενας νέος κρίκος στην αλυσίδα που της έσφιγγε τον λαιμό αργά αλλά σταθερά. Η συμβίωση των τεσσάρων αυτών ανθρώπων ήταν μια κόλαση. Η Χαρά καταλάβαινε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για ν αποδράσει. Να φύγει και να μη ξαναγυρίσει. Μέσα στην ασφυκτική κατάσταση των εξετάσεων για το πανεπιστήμιο και του άγχους της καθημερινότητάς στο σπίτι , έχασε πλήρως τον έλεγχο του εαυτού της. Οι αποδράσεις της από την φυλακή της ήταν στην αρχή μέχρι το πιο πάνω στενό της γειτονιάς. Με τον μανάβη, τον χασάπη, τον ψιλικατζή πίσω από τα παραβάν των μικρομάγαζών τους. Η γρήγορη και τυφλή εναλλαγή των εραστών, της δημιουργούσε μια προσωρινή ανακούφιση, ένα στιγμιαίο black out στο μυαλό της που τόσο ανάγκη είχε απ το να μη σκέφτεται ,να μη συλλογίζεται, να μην πονάει. Μετά ακολούθησαν όλοι οι φίλοι του αδερφού της και έπειτα άρχισε μια σειρά από περιστατικά που την έστειλαν στα σπίτια και τα κρεβάτια των ηλικιωμένων ανδρών της γειτονιάς. Η Χαρά βουτούσε στα βαθειά στρώματα της απαξίωσης του εαυτού της, άνοιγε καθημερινά ταφόπλακες που μύριζαν μούχλα και σαπίλα κι έθαβε το κορμί της φτυαρίζοντας μόνη της το χώμα. Το κορμί της πάγωσε, οι αισθήσεις την εγκατέλειψαν, τα μάτια της στέρεψαν από χαρά και οι επισκέψεις της στο σπίτι μου αραίωσαν. Ο σταθερός τότε δεσμός μου με ένα αγόρι της ηλικίας μας , δημιουργούσε στη Χαρά απέχθεια ωστόσο ήταν ολοφάνερο ότι ήθελε έστω και αραιά να με βλέπει για να μου μιλάει για την ζωή της. Η αλήθεια είναι ότι κατέβαλα τις περισσότερες φορές τεράστια προσπάθεια για να χωρέσω μέσα μου την ύπαρξή της. Κάποιες φορές τα κατάφερνα κι άλλες πάλι δεν μπορούσα. Όπως τότε που μου είπε όλη την αλήθεια για τον κύριο Στράτο και την σχέση του με την μάνα της. Οπως τότε που εν ψυχρώ μου ομολόγησε ότι ήξερε ότι ήταν παιδί του και μετά πάλι ότι έγινε ερωμένη του. Στην αρχή δεν την πίστευα. Έλεγα μέσα μου ότι έχει φαντασιώσεις κι ότι μάλλον σάλεψε το μυαλό της απ την πίεση και τον πόνο. Κι όμως .Ηταν η πραγματικότητα. Ηταν μια πραγματικότητα που όμοιά της δεν βίωσα ποτέ ξανά στην ζωή μου. Η Χαρά χόρευε στην κόλαση, έπαιζε με τον διάβολο χαμογελώντας σαρκαστικά και μου το ομολογούσε. Εγω απλά ήμουν η ανίκανη να το δεχτώ.
Ύστερα ήρθαν χρόνια ακόμη πιο δύσκολα. Απέτυχε να μπεί στο Πανεπιστήμιο ,λούστηκε όλη την ειρωνεία και την κατακραυγή του αδερφού της και της νύφης της ,έκλαψε ,μίσησε ,καταράστηκε κι αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα .Παντρεύτηκε κι έφυγε σε επαρχιακή πόλη μήπως και γλυτώσει. Αντικαθιστώντας τον καλότατο με τον αγιότατο και κατά εικοσιπέντε χρόνια μεγαλύτερό της σύζυγο που απαιτούσε απ αυτήν παρθενία κόρης. Ενας γυναικολόγος φρόντισε γι αυτό μυστικά κι η Χαρά έδωσε στον Αγιότατο αυτό που ήθελε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Μέσα της ένοιωθε γη καμένη. Μόνη στην επαρχία κι αποκομμένη από όλους τους γνωστούς ,δίπλα σ έναν άνδρα με επιφανή θέση ,αναγκασμένη να παίζει τον ρόλο της παντρεμένης κυρίας που ασφυκτιούσε στο σπίτι και στα γιορτινά τραπέζια που έπρεπε να παρίσταται. Ηταν η μικρούλα μιας παρέας μεσήλικων ανθρώπων που ήξερε να χειρίζεται και να σαγηνεύει χρόνια τώρα. Εύκολη δουλειά γι αυτήν να τους έχει όλους στα πόδια της χωρίς να την ενδιαφέρει για τα κουτσομπολιά που φούντωναν πίσω της εκ μέρους των συζύγων τους. Έπαιζε ακόμη μια φορά ρόλους που στο βάθος σιχαινόταν. Περνούσε την ημέρα της μέσα στην πλήξη ψωνίζοντας άχρηστα πράγματα και τα βράδια φορούσε όλα αυτά που στερήθηκε χρόνια κι έβγαινε έξω καθημερινά. Ο σύζυγός της καμάρωνε υπερήφανος για το μπουμπούκι που του έλαχε και της επέτρεπε τα πάντα .Οταν μάλιστα ήρθε να εγκατασταθεί κι ο καλότατος μονίμως μαζί τους η Χαρά απεγκλωβίστηκε τελείως από τις υποχρεώσεις. Η παραδουλεύτρα φρόντιζε το σπίτι , ο καλότατος μαγείρευε και τα βράδια έπαιζε με τον αγιότατο ατέλειωτες ώρες τάβλι βλέποντας ειδήσεις κι η Χαρά βολόδερνε από φιλενάδα σε φιλενάδα ψάχνοντας την αιτία που δεν έμενε έγκυος. Άρχισε να επισκέπτεται γιατρούς στην Αθήνα, να δημιουργεί ερωτικές σχέσεις με διάφορους άντρες και κάποια στιγμή ήρθε το πολυπόθητο. Ηταν έγκυος. Μου τηλεφωνούσε όλο αυτό το διάστημα αλλά είχαμε ηδη απομακρυνθεί αρκετά. Ζήτησε να με δεί θυμάμαι τότε μετά από πάρα πολύ καιρό. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη ταξιδεύοντας ατέλειωτες ώρες με το αμάξι της κι είδα μια Χαρά αγνώριστη.
Ντυμένη με υπερβολικά ακριβά φανταχτερά ρούχα, φορτωμένη χρυσαφικά, με μπογιατισμένο κυριολεκτικά πρόσωπο και κόκκινα μαλλιά ,θύμιζε γυναίκα πενηντάρα και κακόγουστη μ όλα αυτά που ήταν φορτωμένη και ας ήταν τότε μόλις είκοσι τριών χρονών. Μετά από τον καφέ μας όμως και περπατώντας στην παραλία καθώς γυρίζαμε στο σπίτι ,με τράβηξε σ ένα απ τα παγκάκια που καθόμασταν παλιά κι εκεί ένοιωσα πως καταρρέει ένας άνθρωπος. Ποτέ στην ζωή μου ξανά δεν άκουσα γυναίκα να κλαίει τόσο σπαρακτικά, τόσο βαθειά απ την ψυχή της ,τόσο απεγνωσμένα. Μαζί της έκλαιγα κι εγώ βουβά κρατώντας την αγκαλιά ,ένωνα τα δάκρυά μου με τα δικά της ώσπου σταμάτησε ,καταλάγιασε και με κοίταξε.
«Σε λέρωσα κι έγινες σαν κλόουν » μου είπε χαμογελώντας κι άρχισε να με σκουπίζει μ ένα χαρτομάντιλο.
Εκεί σ εκείνο το παγκάκι που ακόμη υπάρχει και το προσπερνώ πολλές φορές και τώρα, μου είπε , ότι δεν ήξερε από ποιόν άντρα προέρχεται το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Φυσικά δεν την ένοιαζε, φυσικά δεν την απασχολούσε καθόλου με ποιόν ήταν πιασμένο αυτό το παιδί. Απλά έπρεπε να το φέρει στον κόσμο. Το ήθελε ο καλότατος, ο αγιότατος και οι συμπαρομαρτούντες .Κι έτσι έγινε.
Γεννήθηκαν δύο παιδιά. Ο τρόπος ίδιος. Τα δωμάτια ίδια. Το κορμί της ίδιο. Πολλαπλά και αδιάφορα γι αυτήν τα σώματα των ανδρών. Μια τεράστια σκιά μέσα της η ύπαρξή τους, χυνόταν στο καλούπι της κοιλιάς της παίρνοντας σχήματα ακαθόριστα που η φύση αδυσώπητη τους έδινε ζωή και φώς. Η Χαρά απέκτησε μόνο αγόρια. Κι ένιωθε μαζί τους καλά μα όχι μητρικά. Τα είχε παρέα. Η σχέση της μαζί τους ήταν φιλική ,ζεστή και προστατευτική όσο ήταν πολύ μικρά. Μετά ήταν ξεκάθαρα η φίλη τους. Τίποτε άλλο.
Στο έμπα της εφηβείας του πρώτου της γιού μετακόμισαν στην Αθήνα. Ο καλότατος αποδήμησε εις τόπον χλοερό κι ο Αγιότατος έχασε την παρέα του στο τάβλι . Η Χαρά δεν ένοιωσε ορφάνια παρά μόνο ανακούφιση. Λιγόστεψαν γύρω της οι άνθρωποι που της θύμιζαν το παρελθόν της. Είχε τώρα την παρέα της να την περιμένει στο σπίτι. Αστειευόταν με τα αγόρια της απ το πρωί μέχρι το βράδυ ,συζητούσε μαζί τους το κάθε τι, έβγαινε μαζί τους ,χαιρόταν. Άρχισε να δουλεύει σκληρά και σε λίγα χρόνια ήταν πετυχημένη επαγγελματίας. Χώρισε τον Αγιότατο και κάπου εκεί, με την πρώτη ανάσα ελευθερίας και ανεξαρτησίας ήρθε ο καρκίνος. Η εμφάνισή του κουβάλησε στην ζωή της όμως και μια άλλη ύπαρξη. Έναν άντρα που δεν ήταν άντρας. Ηταν μια γλυκιά ευαίσθητη ψυχή κρυμμένη σ ένα ανάπηρο σώμα. Ενας άνθρωπος που της πρόσφερε τεράστιες ποσότητες τρυφερότητας που τόσο πολύ της είχε λείψει όλα αυτά τα χρόνια κι αδυνατούσε να της δώσει το σώμα του. Αλλά ο Γολγοθάς που ανέβαινε πιά η Χαρά δεν είχε σώματα. Ηταν μια διαδρομή αποσύνθεσης της ύλης της. Η Χαρά τον ανέβαινε και πέταγε τα κομμάτια της στα χειρουργεία. Ελιωνε της σάρκες της με ακτινοβολίες και τα συκώτια της με χημικές ουσίες χυμένες σε δεκάδες μπουκάλια ορών που έγιναν τροφή της.Δεν υπήρχε σωτηρία από την αρχή. Και το ήξερε. Δεν το πάλευε μέσα της .Οχι, η Χαρά δεν φοβόταν. Απλά πατούσε στα χνάρια της Πεντάμορφής της σε γνώριμες διαδρομές απ τα παιδικά της χρόνια. Αστειευόταν με τα αγόρια της μέχρι την τελευταία στιγμή. Τα είχε κοντά της και δεν δεχόταν ούτε ένα ποτήρι νερό απ τα χέρια τους. Ήθελε μόνο να της μιλούν και να την κάνουν παρέα. Τίποτε άλλο. Κατέβηκα στην Αθήνα και την είδα τέσσερεις μήνες πρίν πεθάνει.
Ποτέ ξανά. Μιλούσαμε από το τηλέφωνο πριν χαθεί το μυαλό της. Και δεν έμαθα τον θάνατό της απ του Βοριά τα κύματα. Με πήρε η ίδια τηλέφωνο. Με αποχαιρέτησε, αστειεύτηκε μαζί μου ,θυμηθήκαμε τα χρόνια που καθόμασταν στο μπαλκόνι μας στη Σαλονίκη και τραγουδούσαμε το « Το Αργυρό το Φεγγαράκι κι αν μ αγάπαγες λιγάκι θάταν όλα αληθινά» και δεν κλάψαμε.
Τα δάκρυα είχαν στεγνώσει προς ώρας.
Αναδημοσίευση απο το