Για τους φίλους που το ζήτησαν ολόκληρο.
Ο βίος μας κρύβει περιστατικά που μένουν θαμμένα μέσα μας για πάντα. Μερικά «ξεχνιούνται» εσκεμμένα. Κάποια αναδεύονται κατά καιρούς στο καζάνι της μνήμης και κοιμούνται πάλι ήρεμα. Υπάρχουν άλλα που γίνονται μανιέρες για νάχουμε να λέμε όταν δεν έχουμε ,σύνηθες φαινόμενο της τεμπελιάς μας να τα αποσώσουμε και να πάμε παρακάτω. Πολλά απ αυτά έχουν συμβάλλει στην οικοδόμηση επαύλεων γνωστών ψυχιάτρων, ψυχολόγων, γκουρού, Αβατάρ, Δασκάλων και δεν συμμαζεύεται ενώ θα μπορούσαν να έχουν εξατμισθεί ως δια μαγείας αν υπήρχε κάπου στο γενετικό μας σύστημα η οδηγία « έχεις πρόβλημα; σκάψε με τον γκασμά το χαντάκι σου μέχρι να φτύσεις αίμα». Τόσο απλά.
Η Λίντα όμως δεν μπορούσε να σκάψει. Δεν μπορούσε γιατί εκτός του ότι ήταν γόνος τριών γενεών επιφανών δικηγόρων και γιατρών, είχε φίλη την αφεντομουτσουνάρα μου. Η Λίντα μιλούσε ώρες ατέλειωτες για το πρόβλημά της αφού διαλογιζόταν κι εγώ την άκουγα γιατί πίστευα βλακωδώς ότι μπορεί ν αποφύγω το δικό μου χαντάκι αλλά δεν διαλογιζόμουν. Ευτυχώς είχα απόλυτη ανάγκη να δουλεύω για να βιοπορίζομαι. Πέρα όμως από την νοσηρή μας κατάσταση υπήρχε η ζωή. Η ζωή που είναι παιχνιδιάρα, απρόβλεπτη και γεμάτη χιούμορ. Κι αποφασίζει, ευτυχώς ερήμην μας.
Εκείνο το απόγευμα η Λίντα ήρθε στο ραντεβού μας αφού είχαν προηγηθεί τουλάχιστον δέκα απανωτά τηλεφωνήματα γεμάτα κλάματα, μισόλογα και διακεκομμένες ακαταλαβίστικες εκφράσεις .Αυτά όμως μου ήταν λίγο πολύ γνωστά. Αυτό που διέφερε αυτή τη φορά ήταν ότι στο ενδιάμεσο η Λίντα γελούσε. Και γελούσε υστερικά.
Συναντηθήκαμε στο γνωστό καφέ, κάτσαμε σε μια γωνίτσα ως συνήθως ,γεμίσαμε το τραπεζάκι με μυξωμένα χαρτομάντιλα πολύ πριν έρθουν οι καφέδες μας, την κράτησα αγκαλιά μέχρι να της φύγουν τα αναφιλητά και μετά, ξανά αγκαλιά μέχρι να καταλαγιάσουν τα δάκρυά της απ τα γέλια. Η κατάσταση ήταν εκρηκτικά φορτισμένη ,το γκαρσόν μας κοίταζε και κουνούσε κάθε τόσο το κεφάλι του, ευτυχώς δεν είχε κόσμο για να γίνουμε πολύ ρεζίλι και μόλις ηρέμησαν λίγο τα πράγματα η Λίντα τράβηξε μια γερή ρουφηξιά καφέ ,άναψε ένα τσιγάρο, τέντωσε την παλάμη της κοιτώντας τα άψογα νύχια της και επιτέλους άρχισε να μιλάει.
-Ακούς εκεί!
Νάρθει στην πόρτα μου!
Ακου θράσος το θρασίμι ,το κούδεβλο.
Εμ βέβαια δεν φταίει αυτή ,εμείς φταίμε που την βγάλαμε από την χαμοκέλλα.
Διότι τι ήσουν κυρία μου πρίν μας γνωρίσεις; ενα τίποτα ήσουν. Ποτά σέρβιρες στους νυκτόβιους κι άμα λάχει σου πιάναν και τον κώλο. Εκεί… εκεί στην υπόγα έπρεπε να σ αφήσουμε .Σε κάναμε κυρία με Αλφα Ρομέο και με τζάκι. Είχες και στο σπίτι σου τζάκι; Εγώ ακόμη δεν έχω τζάκι ,αλλά τέτοιος βλάκας είμαι ρε φιλενάδα. Αχ εχω κόμπο δεν μπορώ ν αναπνεύσω.
Δεν έβγαζα άκρη.
-Λέγε τα πουλάκι μου ένα ένα με την σειρά , είπα ήρεμα .Για να καταλάβω η δύσμοιρη τι συμβαίνει.
Τι ήθελα να το πώ; χτύπησα φλέβα ευαισθησίας και την πήραν πάλι τα δάκρυα.
Αρχισε άλλο παραλήρημα. Τύψεων αυτή τη φορά.
-Αχ τι τραβάς κι εσυ με μένα βρε φιλενάδα. Τι φταίς εσύ που σε φορτώνω με τα δικά μου, που λές και δεν έχεις εσύ τα δικά σου, που με ανέχεσαι …
Αδύνατον να βάλουμε σε τάξη τα πράγματα εκείνο το απόγευμα.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, αποφασίσαμε να πάμε για τσίπουρα μπας και ξελαμπικάριζε το μυαλό μας κι όντως…
Τα τσίπουρα βοήθησαν να ηρεμήσει η Λίντα, να βάλει τις λέξεις σε σωστές σειρές και να εκφραστεί ανθρώπινα.
Ετσι άκουσα μια από τις πιο αστείες ιστορίες της ζωής μου. Τόσο τραγικά αστεία που ακόμη και τώρα που μετά από τόσα χρόνια αποφάσισα να την γράψω νομίζω ότι θα μου φύγει η ψυχή απ τα γέλια.
H Λίντα ήταν γερμανοθρεμένη. Ούτε Αρσακειάς ,ούτε Ουρσουλίνα. Ηταν χαριτωμένη ,κοντή με καλές αναλογίες ,συμπαθής, με χλωμό μελαχρινό πρόσωπο και πεταχτό περπάτημα. Μεγαλωμένη με γερμανίδα νταντά και μητέρα στιβαρή που ασκούσε το επάγγελμα της εργατολόγου δικηγόρου από το πάλαι ποτέ. Ο πατέρας της ήταν γιατρός με μεγάλη ακίνητη περιουσία στην παλιά παραλία της Σαλονίκης όπου και το πατρικό της σπίτι. Αργότερα η Λίντα όταν παντρεύτηκε έμεινε κι αυτή σ ένα διπλανό διαμέρισμα με μπαλκόνια που κοίταζαν τον Θερμαϊκό, περιδιάβαινε σε καθημερινή βάση στο κέντρο της πόλης ,δεν ήξερε τι είναι η Σταυρούπολη,ο Κουλκουτζάς και ο Εύοσμος,είχε αυτοκίνητο απ τα δεκαοκτώ της και το φόρεμα της στην γιορτή των τελειοφοίτων του κολεγίου που φοιτούσε ήταν ραμμένο στην τότε καλύτερη μοδίστρα της Φαμ Κιούκα και κόστιζε μια περιουσία.Ηταν προορισμένη να σπουδάσει, να παντρευτεί κάποιον της σειράς της και να τεκνοποιήσει. Μέχρι εκεί.
Ολα τα ανέτρεψε η τρέλα που είχε με τον Τζίμη Μακούλη. Ο Τζίμης ήταν την δεκαετία του 50-60 ανερχόμενο αστέρι στο μουσικό στερέωμα αλλά πάνω απ όλα ήταν όμορφος με αστραφτερό χαμόγελο και καθωσπρέπει εμφάνιση. Η Λίντα τον λάτρευε. Επινε νερό στ όνομά του ,τον ονειρευόταν νυχθημερόν κρυφά και φυσικά μέλωνε η καρδιά της στο άκουσμα των τραγουδιών του. Οταν λοιπόν στα δεκαοκτώ της εμφανίστηκε στην ζωή της όχι βέβαια ο Τζίμης Μακούλης αλλά κάποιος που του έμοιαζε ,με αντίστοιχα αστραφτερό χαμόγελο, καλοχτενισμένα γυαλιστερά μαλλιά, καθωσπρέπει εμφάνιση και μάλιστα φοιτητής της ιατρικής δεν μπορούσε παρά να τον ερωτευτεί. Αυτό που έδεσε όμως το γλυκό και την έκανε να ξεχάσει την γερμανομάθειά της, τους καλούς τρόπους και τα μπαλέτα ήταν ότι ο νεαρός είχε δυνατό ταμπεραμέντο που έβγαινε με λαϊκό τρόπο ,πράγμα που την γοήτευε γιατί την απεγκλώβιζε από την πανοπλία που είχε ζήσει μέχρι τότε. Εκεί έγινε κι η ανατροπή. Η Λίντα είχε μπλέξει. Κι είχε μπλέξει με ένα αρσενικό που ηταν γέννημα θρέμμα των Δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης ,με μητέρα σούπερ φιλόδοξη που ονειρευόταν λαγούς με πετραχήλια για τον γιόκα της και το χειρότερο απ όλα ήταν ότι του το έλεγε. Του πιπιλούσε το μυαλό απ το πρωί ως το βράδυ ότι θέλει να τον καμαρώσει μεγαλογιατρό, μεγαλοκλινικάρχη κι εν πάση περιπτώσει όλα τα μεγαλό- που είχε απωθήσει και που είχαν βγεί με θηριώδη τρόπο απ την στιγμή που το καμάρι της πέρασε στην ιατρική.O Mάχος την άκουγε .Την άκουγε και χαμογελούσε φχαριστημένος ,φορούσε τα μπουζάτα κοντομάνικα πουκάμισά του, έριχνε μισό μπουκάλι Γιάρντλεϊ επάνω του και κατηφόριζε στο κέντρο της πόλης να συναντήσει την Λίντα.
Την παντρεύτηκε μετά φανών και λαμπάδων στην Αγιά Σοφιά. Το σπίτι τους στην παραλία γέμισε με συλλεκτικά Βαράγκη και κρύσταλλα Ρόζενταλ ,της σκάρωσε και δυό παιδιά το ένα μετά το άλλο , η Λίντα διέκοψε τις σπουδές της όπως έκαναν πολλά κορίτσια της εποχής και πακτώθηκε στα δια χειρός Βαράγκη κι ολα ακολούθησαν μια πολύ φυσιολογική πορεία. Ο Μάχος αφιερώθηκε στην καριέρα του ,έκανε ειδικότητες ,διδακτορικό ,άνοιξε ιατρείο, έφτιαξε δική του κλινική και είναι η αλήθεια ότι κόπιασε για όλα αυτά επι σειρά ετών χωρίς να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά πέρα από κάτι ακίνδυνες ψιλοαρπαχτές με θηλυκά που δεν του δημιουργούσαν ποτέ προβλήματα. Η Λίντα όλο αυτό το διάστημα ήταν μητέρα και σύζυγος. Ταγμένη στην οικογένειά της ,πιστή στα ήθη και τα έθιμα που απαιτούσαν από γενέθλια, γιορτές, επισκέψεις, χοροεσπερίδες, συγκεντρώσεις γονέων και κηδεμόνων έως ολιγοήμερα ταξιδάκια στο Παρίσι και το Λονδίνο για ψώνια.
Ο Τζίμης Μακούλης είχε ξεχαστεί δια παντός ,τι να τον έκανε άλλωστε πιά… τώρα είχε τον Μάχο της. Που και που μόνο ψιθύριζε όταν οδηγούσε μόνη της στην παραλιακή εκείνο το «Τι φταίω εγώ αν έχω τσιγγάνα καρδιά Τσιγγάνα καρδιά που πας…τσιγγάνα καρδιά λαλα λα λα λα»
H κρίση τους κτύπησε με το που έφυγαν τα παιδιά για σπουδές στο εξωτερικό. Ξαφνικά τους έφταιγαν όλα. Για να μη διαλυθούν τελείως η μεν Λίντα άρχισε ν ασχολείται με γιόγκα και αρωματοθεραπείες ,ο δε Μάχος που κορόιδευε κάθε τι μη επιστημονικό ρίχτηκε στον αγώνα να τελειώσει το σπίτι τους σε κοντινό θέρετρο της Σαλονίκης και στα συνέδρια που τον κρατούσαν στο εξωτερικό για μεγάλα διαστήματα. Ολες όμως οι ομοιοπαθητικές απέτυχαν οικτρά. Τον Μάχο συνέχιζε να τον κτυπά αλύπητα η πλήξη και τη Λίντα η υστερία της κλιμακτηρίου. Και τότε ήρθε στην ζωή τους μοιραία ο τρίτος άνθρωπος.
Δεν ξέρω από πού και πως ακριβώς μπαίνουν οι τρίτοι άνθρωποι. Στην περίπτωση της Λίντας και του Μάχου πάντως είμαι σίγουρη ότι η δίμετρη τριαντάρα κλώτσησε με την δωδεκάποντη γόβα της την πόρτα τους και μπήκε συνάμενη κουνάμενη με θράσος στα δια χειρός Βαράγκη και τάκανε γης Μαδιάμ.
Χωρισμένη απ τα είκοσι πέντε της η Δήμητρα ήρθε στην πόλη απ την επαρχία κρατώντας παραμάσχαλα μια βαλίτσα κι ένα μωρό , έφτυσε πίσω της τα σόγια κι έναν τζάμπα μάγκα που την τυραννούσε με την ζήλια του και την τεμπελιά του ,νοίκιασε το πρώτο υπόγειο που βρήκε μπροστά της στον Εύοσμο και διέγραψε δια παντός την Δήμητρα απ την ζωή της.
Από δω και στο εξής ήταν η Μίτση. Η δίψα της για ζωή χτυπούσε τις φλέβες της και τα μηνίγγια της αδυσώπητα ,το μάτι της άστραφτε σε κάθε πρόκληση, σφράγιζε τις κινήσεις της τις νύχτες που πίσω απ την μπάρα σέρβιρε ποτά στους ξενύχτηδες. Τούς χαμογελούσε σπάνια. Τέντωνε το δεξί της φρύδι με ύφος βάμπ σε κάθε τους εξυπνάδα, κρατούσε αποστάσεις στα κομπλιμέντα τους κι έπαιζε το αιώνιο και απόλυτα επιτυχημένο παιγνίδι με τα αρσενικά, του κυνηγού και του θηράματος.
Ενα πράγμα είχε στο μυαλό της. Να ξεφύγει απ την μιζέρια και το νυχτοκάματο.
Να ζήσει έτσι όπως αυτή ονειρευόταν.
Η Μίτση δεν ήταν πιά Δήμητρα.
Ηταν ένα άγριο αιλουροειδές που πάσχιζε με νύχια και με δόντια να μεγαλώσει και να χορτάσει δυό πεινασμένα μωρά .Το παιδί της και τον εαυτό της.
Ηξερε πολύ καλά ότι ο δρόμος της θα είχε ρίσκο και δάκρυα αλλά ήταν αποφασισμένη.
Και δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό και επικίνδυνο από ένα θηλυκό που αποφασίζει να καεί για να φτάσει εκεί που θέλει.
Ο Εύοσμος ήταν το παλιό λημέρι του Μάχου. Είχε να πατήσει προς τα κεί απ την νεότητά του. Οι συνοικίες αυτές ειδικά την νύχτα ήταν απαγορευτικές για ανθρώπους της τάξης του. Απ την άλλη γνώριζε πολύ καλά τι σημαίνει να αναμοχλεύει κανείς , παλιές συνήθειες σε λαικά ξενυχτάδικα με γκόμενες και αλήτικες παρέες, όντας μεσήλικας.
Η κρίση που περνούσε δεν σήκωνε τέτοια ρίσκα. Συνέχιζε νάναι αφοσιωμένος στο εξοχικό και στην δουλειά του, καθησύχαζε όσο μπορούσε την Λίντα φιλώντας την στο μέτωπο και προσκομίζοντάς της όλα τα τελευταίας γενιάς φάρμακα για την κλιμακτήριό της, φρόντιζε να αποκατασταθούν επαγγελματικά τα παιδιά του και μετά ήρθε ο Χάρος.
Ο Μάχος είχε δώσει ουκ ολίγες φορές μάχες με τον θάνατο κατά την διάρκεια της ιατρικής του καριέρας. Ήξερε σε βάθος την ψυχολογία τέτοιων καταστάσεων αλλά αυτή τη φορά σήκωσε τα χέρια ψηλά. Η μάνα του έφυγε απ την ζωή ,σε βαθειά γεράματα πλέον και μαζί της έφυγε και μια κοτρώνα απ το στήθος του. Αντι να λυπηθεί χαιρόταν. Αντι να νοιώθει βάρος ,ξανάνοιωνε. Κι επιτέλους μετά από πολλά χρόνια είχε όρεξη για σαχλαμάρες ,αλητότσαρκες και τα ρέστα. Χωρίς τύψεις και πρίν κάν γίνουν τα σαράντα της.
Ετσι ένα βράδυ ,τι βράδυ δηλαδή άγρια χαράματα ήταν, ο Μάχος συνάντησε τη Μίτση.H Λίντα βρισκόταν στον έβδομο ύπνο , μετά από μια μακρά συνεδρία ρεφλεξιολογίας και 3 Βαλεριάνες που είχε καταπιεί.
Η συνάντηση τους στο ξενυχτάδικο είχε πολλές «μπόμπες», σφηνάκια και κεράσματα κατ αρχήν και κατά τις 6 το πρωί που το στομάχι του Μάχου δεν άντεχε άλλο και το μυαλό του είχε γίνει κονσομέ, ακολούθησε τουζλαμάς ψιλοκομμένος με σκορδοστούμπι σε παραδοσιακό πατσατζίδικο της Εγνατίας.
Λαϊκά και νυσταγμένα.
Εκείνο το χάραμα είπαν ο ένας στον άλλο πολλά. Τα περισσότερα ψέματα μα και πολλές αλήθειες. Το σημαντικό όμως ήταν ένα. Ο Μάχος είχε βρεί για πρώτη φορά στην ζωή του κάποια που τον άκουγε χωρίς παρεμβάσεις του τύπου «ναι, όμως, αλλά, διότι, κι αν, παρ ολ αυτά, δεν, όχι, αφου, μπα, τουτέστιν…» και η Μίτση αχ η Μίτση, είχε βρεί επιτέλους τις προδιαγραφές που έψαχνε. Έναν ώριμο άντρα ,με εγκάρδιο χαμόγελο, επιστήμονα και φτιαγμένον οικονομικά. Το αγκαθάκι που σκάλωνε τον ουρανίσκο της για να τον καταπιεί ήταν βέβαια το ότι ήταν παντρεμένος αλλά αυτό προς το παρόν το άφηνε στην άκρη. Σκοπός της ήταν να τον γραδάρει σωστά, να τον ζυγίσει μέχρι κεραίας και να τον τραβήξει στην φωλιά της. Οχι φυσικά απ το χέρι. Μάλλον το σβέρκο του σημάδευε και στην καλύτερη γι αυτήν περίπτωση την μύτη του. Και σ αυτή την διαδικασία ως γνωστόν καμιά γυναίκα δεν απλώνει με αβροφροσύνη τα κρινοδάχτυλά της. Την πρωτοβουλία αναλαμβάνουν άλλα μέλη του σώματος.
Η Μίτση είχε σώμα λαμπάδα.
Ατελείωτα πόδια, στενά λαγόνια, οπίσθια που θα ζήλευε κι η πιο καλλίγραμμη Βραζιλιάνα, στήθος να κρεμάσεις παλτό (που έλεγε κάποτε ένας φίλος) πλούσια ξανθά μαλλιά, μάτια λαμπερά και είκοσι τρία συναπτά έτη να την χωρίζουν από τον Μάχο.
Ο Μάχος δεν είχε τίποτα παραδείσιο.
Ήταν ένας κουρασμένος μεσήλικας που ένοιωθε απελευθερωμένος από τα οφίκια που όφειλε στη μάνα του. Τα οφίκια είχαν πληρωθεί και με το παραπάνω. Η μάνα του είχε πεθάνει .Επομένως, χαλαρός πιά, μπορούσε να αυτοκαταστραφεί ως γνήσιος εκπρόσωπος του αρσενικού γένους. Κι αυτό έκανε.
Την ερωτεύτηκε τόσο που το αίμα του έγινε νερό.
Άρχισαν τα πρώτα ραντεβού, μικροδωράκια, ταξιδάκια κι όταν τα ταξιδάκια έγιναν ταξιδάρες και τα μικροδωράκια πήραν διαστάσεις μονόπετρων ,η Λίντα άρχισε επιτέλους να μυρίζει το μπαρούτι που έζωνε τα δια χειρός Βαράγκη ,η οικογένεια της θορυβήθηκε σύσσωμη αλλά ο Μάχος ,παλαιάς κοπής άντρας, είχε ηδη σπιτώσει σε τριαράκι ρετιρέ με τζάκι την Μίτση και το παιδί της. Εννοείται ότι δεν ανεχόταν με τίποτα να δουλεύει πιά το σπλάχνο νυχτοκάματο, εννοείται ότι της πήρε αυτοκίνητο, εννοείται ότι η Μίτση ζούσε πλέον με τα σέα και τα μέα της. Εκεί κάπου και η Λίντα κατέρρευσε. Δεν την χωρούσε ο τόπος ,αποφάσισε να κατοικοεδρεύει νυχθημερόν η στο Άσραμ η στο σπίτι μου, έκλαιγε, ζήλευε, καταριόταν, έταζε στους αγίους του Βούδα και του Ιησού Χριστού ταυτοχρόνως, ευχόταν να τον δεί καλόγερο στο Αγιο Ορος και γενικώς αντιμετώπιζε την κατάσταση με κατά συρροή λανθασμένους τρόπους που την οδηγούσαν κατ ευθείαν στην νευροπάθεια.
Ο ρόλος μου ήταν άχαρος και άχρηστος. Δεν μπορούσα να την βοηθήσω πέρα από το να την παρηγορώ γιατί απλούστατα η Λίντα δεν ήθελε να βοηθηθεί.
Είχε βρεί κάτι έντονο να την απασχολεί , να την τυραννά και δεν θύμωνε.
Γιατί σ αυτές τις περιπτώσεις δύο είναι οι δρόμοι.
Η θα θυμώσεις η θα φιλοσοφήσεις.
Η Λίντα ούτε να θυμώσει πραγματικά μπορούσε αλλά ούτε και να το φιλοσοφήσει.
Μπορώ να πω τώρα μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν ότι η Λίντα διακατεχόταν από ένα είδος μόνιμης έκπληξης για όλα αυτά που της συνέβαιναν. Είτε από εγωισμό είτε από άγνοια, αυτό δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω ακόμη, συμπεριφερόταν για ένα θέμα που άπτεται της καθημερινότητας όσο και το πλύσιμο των δοντιών μας ,σαν να είχαν κάνει τουλάχιστον εξωγήινοι επιδρομή στο σπιτικό της. Είχε απορίες ας πούμε του είδους:
«Καλά αυτή τώρα δηλαδή δεν ντρέπεται;»
«Καλά δηλαδή όταν συναντούν κάποιο γνωστό πως την συστήνει;»
«Δηλαδή βρε φιλενάδα την αγαπάει;»
«Δηλαδή αυτή του μαγειρεύει κανονικά και τρώνε σαν οικογένεια;»
«Καλά αυτή κάνει την δουλειά της ,αυτός ο δικός μου τα παιδιά του και το παιδί της δεν τα ντρέπεται;»
«Εγώ δηλαδή τι θα κάνω τώρα θα κρατάω το φανάρι;»
«Εμένα δηλαδή πότε θα με ξαναπηδήξει;»
« Δεν θυμάμαι βρε φιλενάδα …ήπια λεξοτανίλ την ώρα που ήρθα;»
Και συνέχιζε απτόητη με σωρεία ερωτήσεων τέτοιου είδους, αρνούμενη πεισματικά να εγκαταλείψει τον ρόλο της νιόπαντρης χαριτωμένης παιδίσκης που απο τον γονικό θώκο περνά στο θαλάμι του συζύγου και δεν εννοεί να βγεί από κεί ούτε με σφαίρες.
Η Μίτση όμως δεν είχε απλό εξάσφαιρο. Κρατούσε ρεβόλβερ χωρίς σιγαστήρα. Κι όταν είδε ότι ο Μάχος ναί μεν της παρείχε τα πάντα αλλά δεν έλεγε να φέρει ένα οριστικό τέλος στην υπόθεση του γάμου του ,πήρε την κατάσταση στα χέρια της κι ένα μεσημέρι ντυμένη με τριζάτα μαύρα δερμάτινα απ την κορυφή μέχρι τα νύχια, χτύπησε το κουδούνι της Λίντας.
To ίδιο βράδυ μετά τους καφέδες και τις αποτυχημένες απόπειρες να μου εξηγήσει , καταλήξαμε στα τσίπουρα. H Λίντα συνέχιζε νάναι μεταξύ υστερίας γέλιου και οριστικής κατάρρευσης. Ωστόσο μπόρεσε να μου πεί επιτέλους τι συνέβη.
Η Μίτση χτύπησε το κουδούνι ντάλα μεσημέρι ,την ξύπνησε από την σιέστα της και το σκηνικό εξελίχθηκε μεταξύ μιάς αφρισμένης λέαινας κι ενός νυσταγμένου έκπληκτου ζωντόβολου με μπέϊμπυ ντόλ και σοσόνια που προσπαθούσε να αποδείξει γι άλλη μια φορά το ήθος και την ευγένεια που άρμοζαν στην ανατροφή του και που δεν ήταν άλλο από την φίλη μου.
Ο διάλογος που ακολούθησε με το άνοιγμα της πόρτας έκανε πολλές φορές κατά την διάρκεια της περιγραφής της Λίντας να μου σταθεί η μπουκιά στο λαιμό απ τα γέλια και ν ανησυχήσω τους γύρω μου στο ταβερνείο που τα πίναμε.
Η Μίτση δεν μπήκε απλώς στο σπίτι. Εισέβαλε φουριόζα σπρώχνοντας την Λίντα στο χώλ ,χωρίς καν να συστηθεί, κι αφού περιεργάστηκε τον χώρο του σαλονιού απ το ταβάνι μέχρι το πάτωμα αναφώνησε.
«Τι; Αυτό είναι το σπίτι του γιατρού;!… πίττα στην παλιατζαρία σ έχει κυρά μου!»
Η Λίντα ψέλλιζε κάτι μες τη σαστιμάρα της του στυλ … «ποια είστε κυρία μου;» ένοιωθε ήδη έτοιμη να πάει στην τουαλέτα και να κλειστεί εκεί μέχρι να πεθάνει, όταν ήρθε το δεύτερο κύμα παρατηρήσεων απ την δίμετρη με τα δερμάτινα.
«…και τι δηλαδή; ούτε μια ανακαίνιση δεν έκανε ο γιατρός εδώ μέσα τόσα χρόνια; στο λίγο πιο μοντέρνο ,στο χρωματιστό βρε παιδί μου…αυτά πάλιωσαν εδώ και δυό δεκαετίες…και ποιά είν τα ραμολί στις φωτογραφίες;»
Η Λίντα καταλάβαινε πιά ,ότι δεν θα γλύτωναν ούτε τα δια χειρός Βαράγκη, ούτε τα Λιμόζ ,ούτε οι παππούδες της, αφού το θηλυκό που είχε μπει στο σπίτι είχε βάλει σκοπό να τους ξεπαστρέψει κι αυτούς και γενεές δεκατέσσερις.
Έκατσε όσο μπορούσε πιο ήρεμα κι έδειξε στην Μίτση μια πολυθρόνα μπάς και παλουκωθεί και μιλήσουν πολιτισμένα. Έτρεμε σαν το φύλλο από μέσα της έκανε όλες τις ασκήσεις αναπνοής που είχε μάθει στο Άσραμ ,σκέφτηκε ότι καίει κάρμα και τα συναφή και είπε σιγανά:
«Είστε η Δήμητρα;»
Τι ήταν να το ξεστομίσει!
Η δίμετρη ξανασηκώθηκε εν εξάλλω καταστάσει διαρρηγνύοντας τα δερμάτινά της.
«Ποια Δήμητρα κυρά μου; Η Δήμητρα πέθανε, δεν υπάρχει. Η Μίτση είμαι -σ αρέσει δε σ αρέσει»
Η Λίντα λούφαξε στη θέση της. Μούντζωσε νοερώς την γερμανίδα νταντά της που της δίδασκε αυτοπειθαρχία από τόση δα ,αναρωτήθηκε γιατί δεν σηκωνόταν επάνω να την πιάσει από την μαλούρα και να την διώξει κλωτσηδόν από το σπίτι της, ένοιωσε δυό σιδερένιες αλυσίδες δεμένες στους αστραγάλους της και ξαναρώτησε χαμηλόφωνα.
«Θέλετε να πιείτε κάτι;»
«Βάλε μου ένα Σκάτσ» είπε η Μίτση που μέχρι να της το σερβίρει η Λίντα άρχισε να περιεργάζεται εκ νέου τα ταβάνια.
Το ρεβόλβερ πήρε πάλι φωτιά.
«Μα είναι δυνατόν να σ έχει ο γιατρός με τις κρυσταλλερίες στο νταβάνι;»
Η Λίντα διατήρησε για άλλη μια φορά την ψυχραιμία της και προσπάθησε να της εξηγήσει σχεδόν απολογούμενη ότι όλα αυτά τα χρόνια προείχαν η καριέρα του Μάχου και οι σπουδές των παιδιών κι ότι απαιτήθηκαν μεγάλες θυσίες για να γίνει το καλύτερο δυνατόν.
Κι εκεί η Μίτση τα πήρε oλωσδιόλου.
«Α! για άκου να σου πω …κάτι τέτοιες σαν εσένα χαλάνε την πιάτσα κατάλαβες; Πέφτετε στη μουγγαμάρα ,όλο ναί και ναί ,τους καλομαθαίνετε και μετά μας βγάζουν το λάδι τις υπόλοιπες»
«Αλλά δεν θα του περάσει ,εγώ δεν μασάω από τέτοια. Εγώ δεν είμαι κοριτσάκι του παρθεναγωγείου να μου κάνει την ζωή πατίνι και στα εβδομήντα του να ξεμυαλιστεί και να μ αφήσει στον άσσο»
Η Λίντα δεν πίστευε στ αυτιά της .Ζούσε έναν εφιάλτη που δεν είχε τέλος. Είχαν αρχίσει να τρέμουν τα χέρια της, τα μάτια της ήταν έτοιμα να βουρκώσουν αλλά κρατήθηκε στο ύψος της για άλλη μια φορά υπομονετικά.
«Μπορείτε να μου πείτε τι θέλετε εδώ σήμερα; Τι θέλετε από μένα επιτέλους;» ρώτησε.
Η Μίτση χαμογέλασε με τριανταδύο κάτασπρα δόντια και φρύδια που ανασηκώθηκαν μέχρι τους κροτάφους ,την κοίταξε ίσια στα μάτια και έφτυσε την αγανάκτηση της παρανομίας του δεσμού της με τον Μάχο κατ ευθείαν στα μούτρα της λέγοντας…
«Την τζίφρα σου θέλουμε κυρά μου τι να θέλουμε; Τον Πάπα της Ρώμης; Και φυσικά με το αζημίωτο»
Αυτό ήταν.
Η κατάσταση είχε εκτροχιαστεί πιά, έξω από κάθε λογική.
Μ αυτή τη φράση η Μίτση έκοψε το νήμα της ψυχραιμίας της Λίντας, διέλυσε τους δισταγμούς και την υπομονή της , την έστειλε κυριολεκτικά στο πύρ το εξώτερον.Η φίλη μου ένοιωσε έναν κόκκινο διάολο να μπαίνει μέσα στο μυαλό της ,άναψε, κόρωσε και επέτρεψε στην συγκρατημένη της φύση να αναλυθεί σε γέλια με λυγμούς μέχρι δακρύων.
Της εξήγησε διακόπτοντας τις λέξεις της από κύματα ακράτητου γέλιου ,ότι ο γιατρός είχε ξοδέψει και την τελευταία τους δραχμή για πάρτη της κι ότι όσα είχαν απομείνει ήταν η προσωπική της περιουσία που προοριζόταν για τα παιδιά τους…
Τώρα ήταν η σειρά της άλλης να κοιτά αποσβολωμένη. Αυτό το υστερικό γέλιο που έβγαινε κατευθείαν από τα σωθικά της Λίντας είχε δύναμη. Δεν ήταν παίξε γέλασε.
Σηκώθηκε έντρομη ψιθύρισε κάτι σαν «αι σιχτιρ» κι έφυγε τρέχοντας, κτυπώντας πίσω της την πόρτα. Η Λίντα άκουσε τις γόβες της να να κατεβαίνουν κουτρουβαλιστά απ τις σκάλες και συνέχισε να γελά μέχρι που πιάστηκαν τα συκώτια της.
Νόμιζα ότι έτσι κάπως διαδραματίστηκαν τα πράγματα κι ότι εκεί έλαβε τέλος και η διήγηση της Λίντας.
Έκανα όμως λάθος. Σ αυτή την ιστορία ήμουν κι έγω κάπου μπερδεμένη.Και μάλλον μου ανήκε ένα κομμάτι της που δεν τόχα λάβει ακόμη.
Η Λίντα σήκωσε το ποτήρι της τσούγκρισε το δικό μου ,έμπλεξε το δάχτυλό της σε μια τούφα απ τα μαλλιά της το στριφογύρισε αμήχανα και με κοίταξε περίεργα.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι βρε φιλενάδα»
Και βέβαια δεν μπορούσε να μου περάσει απ το μυαλό ,μετά απ όλη αυτή την κατάσταση που είχε ζήσει,ότι η ερώτησή της θα είχε σχέση με το αλάτι.
-Ρώτα βρε Λίντα ο,τι θές της είπα, προσπαθώντας να βοηθήσω, επειδή την είδα να το σκέφτεται πολύ το θέμα και να διστάζει.
Και ω! του θαύματος! Η ερώτησή της έπεσε πάνω στο τραπέζι σαν μενίρ εξ ουρανού. Μαζί της παρέσυρε μια μπουκάλα νερό, τα ποτηράκια του τσίπουρου, τις ψητές μας πιπεριές, τα κολοκυθάκια ,ένα πιάτο τζατζίκι και την αφεντιά μου που στην προσπάθειά μου να μην πνιγώ τα παρέσυρα όλα και τα σαβούρντησα κάτω.Είχα πέσει στα πατώματα!
Λάτρευα αυτές τις ερωτήσεις της πάντα. Χτυπιόμουν απ τα γέλια γιατί το ύφος της ήταν ανεπανάληπτο και το περιεχόμενό τους με κούφαινε. Μ έφερνε σε τρομερό αδιέξοδο γιατί δεν ήξερα αν έπρεπε να την φιλήσω η να την μπατσίσω. Ηταν μια ενήλικη γυναίκα με δυό παιδιά γομάρια κι έναν άντρα σωστό βελζεβούλ κι όμως…παρέμενε πεισματικά το Λιντάκι.
Το Λιντάκι που κάθε καλοκαίρι αν δεν αγόραζε λιλά σαγιονάρες με φιογκάκια και πεταλουδίτσες αρνιόταν να πάει διακοπές.
Το Λιντάκι που έκοβε την καραμέλα στα δύο για να γλυκαθεί αλλά να μην παχύνει.
Που προσπαθούσε δεκατέσσερα χρόνια να ανοίξει τα ριμάδια τα τσάκρας και ν ανακουφιστεί από το διπλομαντάλωμα πούχε φάει από την φράου Μέρκελ των παιδικών της χρόνων.
Η Λίντα λοιπόν με ρώτησε.
Με ρώτησε αν ήξερα κάτι πιο αλατισμένο απ το αυγοτάραχο.
Αν υπήρχε κάτι πιο αλμυρό απ τις παστές σαρδέλες Καλλονής.
Αν γνώριζα κάτι τι πέρα από το τουρσί και τον ταραμά.
Απαντούσα και περίμενα υπομονετικά να δω που ήθελε να καταλήξει.
Είχα αρχίσει όμως ν αγριεύω γιατί ακολούθησαν κι όλα τα επιτραπέζια, τυροκομικά αλάτια, ψιλά ,χοντρά, μέτρια και η Λίντα δεν έλεγε να έφτανε στην ουσιαστική ερώτηση.
«Πές βρε χρυσό μου τι θέλεις και μη με παιδεύεις άλλο» της είπα
«Ξέρεις…η λεγάμενη…»
Την είδα να μπαίνει επιτέλους στο θέμα κι ανακουφίστηκα.
«Αυτή η εξω κι από δω…»
Αρχιζε πάλι την δυσλεξία και την στριμάρα…δίσταζε, κατάπινε, χαζογελούσε.
«Ρε φιλενάδα ντρέπομαι να στο πώ…αλλά δεν κατάλαβα κάτι που μου είπε αυτή»
Είχα αρχίσει να ωρύομαι πιά. Είχα γίνει έξαλλη μ αυτή την φοβερή της νοοτροπία να πηγαίνει στη Χαλκιδική μέσω Πλαταμώνα ,ξύνοντας το δεξί αυτί της με το αριστερό χέρι και δεν άντεχα άλλο.
«Πές το επιτέλους γιατί αν δεν σ έπνιξε αυτή θα σε πνίξω εγώ βρε ζωντόβολο,μας έχει πάρει χαμπάρι όλη η ταβέρνα!»
Η ομήγυρη απ τα κοντινά τραπέζια φώναζε «πές το πές το».
Και η Λίντα το είπε. Έστρεψε το σώμα της δειλά προς τα γύρω τραπέζια, καταλαβαίνοντας δε ότι όλοι είχαν ακούσει την ιστορία κι όλοι είχαν καταλάβει περι τίνος επρόκειτο δεν δίστασε να τους κάνει κοινωνούς της απορίας της .Ξέχασε τους εγκλωβισμούς και τα στεγανά της που επέβαλαν το περίφημο «τα εν οίκω μη εν δήμω» και το είπε:
«Με ρώτησε βρε παιδιά αν έχει ο γιατρός αλατισμένα. Ξέρετε εσείς τι είδους αλατισμένα μπορεί νάχει ένας γιατρός ;»
Είχε τέτοιο ύφος ,που καταλάβαμε πως όσους συνειρμούς κι αν επιχείρησε ,κανένας δεν μπόρεσε να την οδηγήσει στη μεταφορική έννοια των αλατισμένων που ξεστόμισε η δίμετρη.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αλατισμένα δεν είναι μόνο όσα έχουν αλάτι και τρώγονται αλλά και τα λεφτά που μπαίνουν στην άκρη κι αποταμιεύονται. Οτι αλατισμένα λέγονται κι όσα υπάρχουν σ έναν κουμπαρά η σ ένα βιβλιάριο καταθέσεων στην τράπεζα.
Της το εξηγήσαμε και η Λίντα μας κοίταζε με το γνωστό της ύφος που το ακολουθούσαν ως συνήθως και γνωστά επιφωνήματα, λες και της λύναμε το αιώνιο πρόβλημα της ανθρωπότητας περί της αθανασίας της ψυχής και της αφθαρσίας του πνεύματος.
Έτσι, θές απ την πολλή γιόγκα, θές απ το πολύ ζόρι,θές απ το γέλιο και την χαλάρωση ,ισως και τα τσίπουρα, εκείνο το βράδυ η Λίντα άνοιξε επιτέλους ένα απ τα κλειδομανταλωμένα τσάκρας της.