Οποιος προκαλεί την ψυχή των άλλων και την κάνει να ταξιδεύει τσαλακώνοντας την δική του ψυχούλα σε αυτόν ανήκουν όλα τα βασίλεια σε ετούτη τη γή και σε οποιαδήποτε άλλη, όπου, όπως, όποτε.-- του εκδότη μου Βάσου Γιώργα
Σάββατο 31 Μαΐου 2008
Τρίτη 27 Μαΐου 2008
Πέμπτη 22 Μαΐου 2008
φεγγαρόπετρες
...καποιος στο σκοταδι
κτιζει μ ασήμι
κτιζει με μαργαριτάρι
Καποιος κρέμασε την σκαλωσιά του κι απίθωσε φίλντισι για το θεμέλιο.
Εφερε μάλαμα απ την Ανατολή και καπνισμένα κρύσταλλα
απ τα ηφαίστεια,
φεγγαρόπετρα απ την Ατλαντίδα,
αμέθυστο και ζιργκόνι απο την Σαρεσάνγκ.
Στα Σούσα βρηκε την οστρακόσκονη και στην Έλβα τον τουρμαλίνη
Και κει πανω στον παγωμένο γαλαξία κτιζεται... μια Βασιλική μετα τρούλου.
κτιζει μ ασήμι
κτιζει με μαργαριτάρι
Καποιος κρέμασε την σκαλωσιά του κι απίθωσε φίλντισι για το θεμέλιο.
Εφερε μάλαμα απ την Ανατολή και καπνισμένα κρύσταλλα
απ τα ηφαίστεια,
φεγγαρόπετρα απ την Ατλαντίδα,
αμέθυστο και ζιργκόνι απο την Σαρεσάνγκ.
Στα Σούσα βρηκε την οστρακόσκονη και στην Έλβα τον τουρμαλίνη
Και κει πανω στον παγωμένο γαλαξία κτιζεται... μια Βασιλική μετα τρούλου.
Σάββατο 17 Μαΐου 2008
Δύση ,δική μου ώρα...
Τετάρτη 14 Μαΐου 2008
ΑΧΕΠΑ /1986
Απο το τζάμι του πλαϊνού θαλαμου εβλεπα εδω και ωρες τους γιατρους να πηγαινοέρχονται αλαφιασμένοι προσπαθόντας να σωσουν ενα βρεφος.Πίεζαν το μικρο κορμακι στο στηθος κι εκεινο χάνονταν ολόκληρο κατω απο τις παλάμες τους.Η διαφάνεια του δεν επέτρεπε ουτε καν την πεταλούδα του ορρού.Είχαν την παροχή στην μετωπιαία φλέβα και το μωρο υπέφερε απο τους πόνους.Τιναζόταν καθε τόσο.
Μετά πέθανε.
Οι γονείς μπήκαν στο θάλαμο κλαίγοντας ,το τύλιξαν σ ενα μεγάλο κάτασπρο χαρτοβάμβακο κι έφυγαν φαρμακωμένοι.
Ο Νικος μου κοιμόταν βαθειά.Η κρίση αλλεργίας που μας ειχε φέρει εκει την προηγούμενη μέρα τον εγκατέλειπε λυτρωτικά.Η αναπνοή του γινόταν ολο και πιο ήσυχη.Ηταν πέντε ετών τότε και παιδευόταν κατα καιρούς απο τέτοια φαινόμενα...Εξαντλημένη απο την αυπνία έγειρα δίπλα του.
Θυμήθηκα την άνοιξη του 1981 και τα μάτια μου βούρκωσαν.Εγκυος τότε στον έβδομο μήνα προσπαθούσα να συμβιβασω μέσα μου τα ασυμβίβαστα με παιδικό πείσμα .Απέκλεια τον εαυτό μου απο καθε ειδος αίσθησης ,μισώντας την αλλαγή του σώματός μου.Φοβόμουν την παραμορφωση της κοιλιας μου ,το φούσκωμα των χεριών και των ποδιών μου .Νόμιζα πως ασχημαίνω ανεπανόρθωτα...Σφράγιζα τις αισθήσεις μου ματωνοντας τον εαυτό μου καθημερινά...με ανελεητο τρόπο.Δεν ξέρω γιατι οταν παρουσιάστικε για πρώτη φορα η δυσανεξία του Νίκου στις μυρωδιές και στα λουλούδια της ανοιξης ,την συσχέτισα με κείνη την δική μου...Ισως να ήταν ετσι ,ισως κι οχι.
Χάραζε εξω.
Μέσα στο ημίφως του θαλάμου διέκρινα στο διπλανό κρεββατι ενα κουλουριασμένο πλάσμα με λυτά μακριά μαλλια.Μικρόσωμο κι ακίνητο.Σε στάση εμβρύου.Κρατούσε μες τον κορφο του ενα αλλο πλάσμα.Απόκοσμα και τα δυο λες και κολυμπούσαν στην ιδια μήτρα...σχεδον χωρίς να αναπνέουν.Κι οταν ξημέρωσε ...ειδα μια γυναίκα να σηκώνεται ακροπατώντας .Φορουσε μια κομπινεζόν απ αυτες που πουλούν στις λαϊκές αγορες ,που ειναι συνηθως βεραμαν η ροζ χρωμα.Βγήκε και σε λίγο επέστρεψε ντυμένη μ ενα τσιτάκι που μύριζε πράσινο σαπούνι και που προσπαθούσε να το σιδερώσει με τα δαχτυλά της όπως οπως.Μου φάνηκε βρεμένο.Εδεσε τα μαλλιά της πίσω .Εστρεψε το κεφάλι της και με κοίταξε.
Άφωνη.
Ολο της το πρόσωπο ηταν δυό μεγάλα μάτια σκούρα που έκαιγαν.Τόσο που μ έκαναν να χαμηλώσω το βλέμμα μου ...Παρακολουθουσα ομως με την άκρη του ματιού μου όλες τις κινήσεις της.Την είδα να σκίβει κάτω απο το κρεββάτι και να βγάζει ενα ταψί απ αυτά τα πολυ ρηχα που ειναι απο μπακίρι ,γεματο χώμα.Το ακούμπησε πάνω στο σεντόνι και το παιδακι της που ειχε ξυπνήσει εβαλε τα χεράκια του εκει μέσα στο χώμα κι άρχισε να παιζει.
Αναρωτιόμουν αν ονειρεύομαι...Μου ηταν αδύνατον να καταλαβω τι συμβαίνει.
Η πρωινη νοσοκομα που μπήκε στο δωμάτιο έβαλε αμέσως τις φωνές.
-Παλι τα ιδια βρε κοπέλα μου;Δεν είπαμε να το πετάξεις αυτο;Ειναι δυνατόν να κουβαλάς χώματα μέσα στο νοσοκομείο;
Η γυναικα έσκυψε το κεφάλι της.
-Τι να κανω...δεν ησυχάζει αλλιώς ...ψυθιρισε.
Η νοσοκομα φεύγοντας με κοιταξε με βλεμμα που έλεγε «μη δινεις σημασια ...δεν παει καλά το μυαλό της».
Πρόσεξα οτι το μικρο παιδακι ειχε ενα ελαφρο μελανί χρώμα σ ολο του το προσωπο,στα νυχια και κυρίως στα χείλη του.
-Πρεπει να κανει παλι εγχειρηση στην καρδιά ειπε χωρίς να με κοιτάει.
Σαστισα,τρόμαξα,ενιωσα τα πόδια μου κομμένα...
-Παλι;Μα πόσο ειναι;
-Τριων.
-Απο που εισαι;Που ειναι οι δικοι σου;
-Απο το Πανδροσο Φλώρινας...ο άντρας μου ειναι στα πρόβατα...μαζι με την πεθερά μου...
Και μετα ακουσα εναν αγγελο να λέει μεσα μου την προσευχή του.
«Η μανα του με βαράει κι αυτός το ιδιο.Καθε μέρα.Δεν ξερω γιατί.Εγω φταίω που το παιδί ειναι καρδιακό;Καθε μέρα με βαράνε κι αυτος κι εκεινη.Αλλα θα φύγω.Θα βρω δυο σκάλες στη Φλώρινα ,να σφουγγαρίζω,θα το βάλω στον παιδικό σταθμό .Μόνο να ζήσει.Μόνο μη μου πεθάνει.Εγω ομως θα φύγω...δεν θα με χτυπάνε αλλο εμέ.Δυό σκάλες μονο να βρώ.
Κι ουτε ενα δάκρυ.
Τα μάτια της καρφωμένα στα μάτια μου.Μου το υποσχόταν...
Κι εγω τάχα χαμένα!Τι να έλεγα;
Οτι ήθελα να πέσω στα γόνατα της και να φιλήσω τα χερια της;Οτι εκείνη η αξιοπρεπεια κι η αποφασιστικότητα της με ξεκολούσαν απο τον βάλτο που ζούσα;Πως θα μπορούσα να εκφραστω μπροστά σ ενα πλάσμα που όρθωνε το ανάστημά του με τέτοιο θάρρος απέναντι στη ζωή;Χωρίς χρήματα,χωρίς δουλειά,με άρρωστο παιδι,απο το πουθενά,μονο με το τσιτάκι της που μύριζε πρασινο σαπούνι.Ομως εκείνη η γυναίκα έρριξε όλο της το φώς μέσα μου.Με πήρε απο το χέρι και με τράβηξε απο μια στάση ζωης γεμάτη με φόβους και με αναστολές .Με ενοχές και μιζέριες ,με κλισέ και συμβάσεις.Απο μιά ζωη που δεν ηταν ζωη αλλα κοινωνικη πρόφαση και δειλία.
Της αφησα οτι ειχα και δεν ειχα μαζί μου.Τη νυχτικιά μου,τα παιγνίδια του παιδιού μου, ο,τι χρήματα ειχα επάνω μου,τα τηλεφωνά μου,την διευθυνση μου...
Ποτέ απο τότε τίποτα.Κανένα σημάδι της.Καμμιά είδηση.Οταν την αναζητησα στο νοσοκομείο μου είπαν οτι το παιδι της πέθανε πάνω στην εγχείρηση.
Καμμια φορά βλέπω στα όνειρα μου το προσωπό της,τα μάτια της ...
Με κοιτουν βαθειά και μου λένε.
Νατάσσα μη με ξεχάσεις......μη ξεχάσεις...
Μετά πέθανε.
Οι γονείς μπήκαν στο θάλαμο κλαίγοντας ,το τύλιξαν σ ενα μεγάλο κάτασπρο χαρτοβάμβακο κι έφυγαν φαρμακωμένοι.
Ο Νικος μου κοιμόταν βαθειά.Η κρίση αλλεργίας που μας ειχε φέρει εκει την προηγούμενη μέρα τον εγκατέλειπε λυτρωτικά.Η αναπνοή του γινόταν ολο και πιο ήσυχη.Ηταν πέντε ετών τότε και παιδευόταν κατα καιρούς απο τέτοια φαινόμενα...Εξαντλημένη απο την αυπνία έγειρα δίπλα του.
Θυμήθηκα την άνοιξη του 1981 και τα μάτια μου βούρκωσαν.Εγκυος τότε στον έβδομο μήνα προσπαθούσα να συμβιβασω μέσα μου τα ασυμβίβαστα με παιδικό πείσμα .Απέκλεια τον εαυτό μου απο καθε ειδος αίσθησης ,μισώντας την αλλαγή του σώματός μου.Φοβόμουν την παραμορφωση της κοιλιας μου ,το φούσκωμα των χεριών και των ποδιών μου .Νόμιζα πως ασχημαίνω ανεπανόρθωτα...Σφράγιζα τις αισθήσεις μου ματωνοντας τον εαυτό μου καθημερινά...με ανελεητο τρόπο.Δεν ξέρω γιατι οταν παρουσιάστικε για πρώτη φορα η δυσανεξία του Νίκου στις μυρωδιές και στα λουλούδια της ανοιξης ,την συσχέτισα με κείνη την δική μου...Ισως να ήταν ετσι ,ισως κι οχι.
Χάραζε εξω.
Μέσα στο ημίφως του θαλάμου διέκρινα στο διπλανό κρεββατι ενα κουλουριασμένο πλάσμα με λυτά μακριά μαλλια.Μικρόσωμο κι ακίνητο.Σε στάση εμβρύου.Κρατούσε μες τον κορφο του ενα αλλο πλάσμα.Απόκοσμα και τα δυο λες και κολυμπούσαν στην ιδια μήτρα...σχεδον χωρίς να αναπνέουν.Κι οταν ξημέρωσε ...ειδα μια γυναίκα να σηκώνεται ακροπατώντας .Φορουσε μια κομπινεζόν απ αυτες που πουλούν στις λαϊκές αγορες ,που ειναι συνηθως βεραμαν η ροζ χρωμα.Βγήκε και σε λίγο επέστρεψε ντυμένη μ ενα τσιτάκι που μύριζε πράσινο σαπούνι και που προσπαθούσε να το σιδερώσει με τα δαχτυλά της όπως οπως.Μου φάνηκε βρεμένο.Εδεσε τα μαλλιά της πίσω .Εστρεψε το κεφάλι της και με κοίταξε.
Άφωνη.
Ολο της το πρόσωπο ηταν δυό μεγάλα μάτια σκούρα που έκαιγαν.Τόσο που μ έκαναν να χαμηλώσω το βλέμμα μου ...Παρακολουθουσα ομως με την άκρη του ματιού μου όλες τις κινήσεις της.Την είδα να σκίβει κάτω απο το κρεββάτι και να βγάζει ενα ταψί απ αυτά τα πολυ ρηχα που ειναι απο μπακίρι ,γεματο χώμα.Το ακούμπησε πάνω στο σεντόνι και το παιδακι της που ειχε ξυπνήσει εβαλε τα χεράκια του εκει μέσα στο χώμα κι άρχισε να παιζει.
Αναρωτιόμουν αν ονειρεύομαι...Μου ηταν αδύνατον να καταλαβω τι συμβαίνει.
Η πρωινη νοσοκομα που μπήκε στο δωμάτιο έβαλε αμέσως τις φωνές.
-Παλι τα ιδια βρε κοπέλα μου;Δεν είπαμε να το πετάξεις αυτο;Ειναι δυνατόν να κουβαλάς χώματα μέσα στο νοσοκομείο;
Η γυναικα έσκυψε το κεφάλι της.
-Τι να κανω...δεν ησυχάζει αλλιώς ...ψυθιρισε.
Η νοσοκομα φεύγοντας με κοιταξε με βλεμμα που έλεγε «μη δινεις σημασια ...δεν παει καλά το μυαλό της».
Πρόσεξα οτι το μικρο παιδακι ειχε ενα ελαφρο μελανί χρώμα σ ολο του το προσωπο,στα νυχια και κυρίως στα χείλη του.
-Πρεπει να κανει παλι εγχειρηση στην καρδιά ειπε χωρίς να με κοιτάει.
Σαστισα,τρόμαξα,ενιωσα τα πόδια μου κομμένα...
-Παλι;Μα πόσο ειναι;
-Τριων.
-Απο που εισαι;Που ειναι οι δικοι σου;
-Απο το Πανδροσο Φλώρινας...ο άντρας μου ειναι στα πρόβατα...μαζι με την πεθερά μου...
Και μετα ακουσα εναν αγγελο να λέει μεσα μου την προσευχή του.
«Η μανα του με βαράει κι αυτός το ιδιο.Καθε μέρα.Δεν ξερω γιατί.Εγω φταίω που το παιδί ειναι καρδιακό;Καθε μέρα με βαράνε κι αυτος κι εκεινη.Αλλα θα φύγω.Θα βρω δυο σκάλες στη Φλώρινα ,να σφουγγαρίζω,θα το βάλω στον παιδικό σταθμό .Μόνο να ζήσει.Μόνο μη μου πεθάνει.Εγω ομως θα φύγω...δεν θα με χτυπάνε αλλο εμέ.Δυό σκάλες μονο να βρώ.
Κι ουτε ενα δάκρυ.
Τα μάτια της καρφωμένα στα μάτια μου.Μου το υποσχόταν...
Κι εγω τάχα χαμένα!Τι να έλεγα;
Οτι ήθελα να πέσω στα γόνατα της και να φιλήσω τα χερια της;Οτι εκείνη η αξιοπρεπεια κι η αποφασιστικότητα της με ξεκολούσαν απο τον βάλτο που ζούσα;Πως θα μπορούσα να εκφραστω μπροστά σ ενα πλάσμα που όρθωνε το ανάστημά του με τέτοιο θάρρος απέναντι στη ζωή;Χωρίς χρήματα,χωρίς δουλειά,με άρρωστο παιδι,απο το πουθενά,μονο με το τσιτάκι της που μύριζε πρασινο σαπούνι.Ομως εκείνη η γυναίκα έρριξε όλο της το φώς μέσα μου.Με πήρε απο το χέρι και με τράβηξε απο μια στάση ζωης γεμάτη με φόβους και με αναστολές .Με ενοχές και μιζέριες ,με κλισέ και συμβάσεις.Απο μιά ζωη που δεν ηταν ζωη αλλα κοινωνικη πρόφαση και δειλία.
Της αφησα οτι ειχα και δεν ειχα μαζί μου.Τη νυχτικιά μου,τα παιγνίδια του παιδιού μου, ο,τι χρήματα ειχα επάνω μου,τα τηλεφωνά μου,την διευθυνση μου...
Ποτέ απο τότε τίποτα.Κανένα σημάδι της.Καμμιά είδηση.Οταν την αναζητησα στο νοσοκομείο μου είπαν οτι το παιδι της πέθανε πάνω στην εγχείρηση.
Καμμια φορά βλέπω στα όνειρα μου το προσωπό της,τα μάτια της ...
Με κοιτουν βαθειά και μου λένε.
Νατάσσα μη με ξεχάσεις......μη ξεχάσεις...
Τετάρτη 7 Μαΐου 2008
Γαλάζια και ταξιδεμένα
Σάββατο 3 Μαΐου 2008
Υφαινω με νερο κι αλατι...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Επαφές
του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
Το σούρουπο έπεσε πάνω στο απέναντι σπίτι... έρημο το καντούνι...ψυχή έξω και το ψιλόβροχο πλένει μαλακά τά γκρίζα πετρόκτιστα... Μέρες τώρα...
-
Σήμερα στο Homefood η συνέχεια του άρθρου της Φαραώνας «τα καραβάνια » -------------------------------------------------------------------...
-
Ευτέρπη και Τζώρτζης ή αλλοιώς παρλεβου φρανσε Η αλάνα Στην οδό Μακεδονίας ,μετέπειτα Δελφών,εκει που αρχίζει σήμερα η οδός Ζαϊμη, υπήρχε ...
-
Το φως και τη φωτια της Την τρελλα και την ευλογια της Την τρυφεροτητα και τα δακρυα της Την καρτερια και τον θυμο της Το μισος και τον ερωτ...
-
Τα μεσημέρια του Σαββάτου η μάνα ετοίμαζε πάντα κάτι πρόχειρο για φαγητό.Ερχόταν η Κυριακή για το πιό βαρύ,ενα ταψί συνήθως με ψητό και π...
-
Ενας χρόνος. Ενας χρόνος κοντά σας. Για ενα χρόνο ηταν Μ οιρασμενες οι χαρές Π λούσιες οι εμπειρίες Λ ατρεμένες οι στιγμές με Ο λόφωτες ...
-
Συναντήσεις. Σε ένα ταξίδι αστραπή Θεσσαλονίκη-Καβάλα-Θάσο. Μέσα στο φέρυ της επιστροφής μου. Συνάντησα μια γυναίκα για όσο διαρκεί το ...
-
Όποιος μιλάει πολύ αδειάζει γρήγορα, Κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει για όποιον θέλει να κρατηθεί στο κέντρο . «Τάο Τέ Τσίνγκ - κεφάλαιο 5ο - π...
-
16 ΣΚΑΛΟΠΆΤΙΑ Ησύχασε, δεν είναι τίποτα. Τα 16 σκαλοπάτια φταίνε και το μπετόν που είναι άφθαρτο. Και οι μυγοπαγίδες του μυαλού σου. Κ...