Singer
To 1962 κάπου στη Βενιζέλου ψηλά προς την Εγνατίας , κοντά στη στοά Μπεζεστένι ήταν η αντιπροσωπία της Σίνγκερ.
Επτά εγώ, τριαντα τριών εκείνη.
Μ έπαιρνε και πηγαίναμε με το λεωφορείο,κατεβαίναμε στάση Αλκαζάρ και κατηφορίζαμε λίγο την Βενιζέλου.
Καθόμουν για δύο ώρες περίπου σε μια καρέκλα ακίνητη σχεδόν και παρακολουθούσα την δασκάλα να της εξηγεί και να της διδάσκει τα μυστικά της ραπτομηχανής .
Φιλτιρέ,πουαντερί,πλακέ,κουμπότρυπα,πουαντόμπρ,γαζί,ζίγκ ζάγκ ,καπιτονέ,καρίκωμα.
Η μητέρα μου έλαμπε απο χαρά .
Μάθαινε τα εξαρτήματα ,τις μασουρίστρες,τις σαϊτες.Μάθαινε πως να την λαδώνει να την καθαρίζει.Μαζί της μάθαινα κι εγώ.
Απο μακριά.
Τα ήξερα όλα απ έξω.
Σπάνια υπόθεση το 62 μια ηλεκτρική αυτόματη του είδους.
Η ραπτομηχανή γυάλιζε,μύριζε,μιλούσε,θύμωνε,κεντούσε, μερικές φορές μου φαινόταν οτι ταξίδευε.
Μετά ξεκουραζόταν στο λακαρισμένο ξύλινο σπιτάκι της και σώπαινε.
Η μάνα μου καμάρωνε .
Γύριζε με κοίταζε ,χαμογελούσε και τόνιζε με σιγανή φωνή :
«Εσύ μικρό απο μακριά»
Υπάκουα κι έβραζα στο ζουμί μου.
Ωσπου μια μέρα στα οχτώ μου χρόνια έμεινα μόνη στο σπίτι για μια ώρα.
Την άνοιξα .
Ηταν βαριά για μένα ,το θυμάμαι, αλλά τα κατάφερα.
Την έστησα ,έβαλα την πρίζα ,στρογγυλοκάθησα κι άρπαξα το πρώτο ύφασμα που βρήκα μπροστά μου.
Εστησα την κλωστή ,η μασουρίστρα ηταν έτοιμη και γεμάτη και πάτησα με το πόδι μου στο κάτω μέρος όπως πατάμε πρώτη φορά το γκάζι όταν μαθαίνουμε οδήγηση.
Ηξερα οτι έπρεπε να το κάνω μαλακά,απαλά .
Στην αρχή μόλις που το άγγιξα.
Δεν ακούστηκε τίποτε.
Μετά πίεσα το πεδιλάκι μου πιό πολύ κι η Singer ανταποκρίθηκε ,η βελόνα ανεβοκατέβαινε,η κλωστή βούταγε πάνω κάτω ,το γαζί έγινε άσπρο δρομάκι κι εγώ ταξίδευα σ έναν κόσμο άπιαστο πρωτόγνωρο ευτυχισμένη.
Ενοιωσα απαλή την παλάμη της στον ώμο μου.
Πετάχτηκα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Συνάντησα τα δικά της γαλάζια ,καθαρά ,έκπληκτα να με κοιτούν ορθάνοιχτα και την άκουσα να ψιθυρίζει.
«Συνέχισε κορίτσι μου μόνο πρόσεχε τα δαχτυλάκια σου στη βελόνα»
Σήμερα χάρισα τη μηχανή της σε μια νέα γυναίκα.
Μια άξια γυναίκα που σπούδασε στο Πολυτεχνείο.
Που έχασε την δουλειά της.
Ανεργη και πικραμένη.
Που παλεύει με τη ζωή γενναία.
Που δεν το βάζει κάτω κι αποφάσισε να ράβει.
Και ξέρω πως η γαλανομάτα Αφροδίτη μου στα δικά της τ αλώνια χάρηκε.
To 1962 κάπου στη Βενιζέλου ψηλά προς την Εγνατίας , κοντά στη στοά Μπεζεστένι ήταν η αντιπροσωπία της Σίνγκερ.
Επτά εγώ, τριαντα τριών εκείνη.
Μ έπαιρνε και πηγαίναμε με το λεωφορείο,κατεβαίναμε στάση Αλκαζάρ και κατηφορίζαμε λίγο την Βενιζέλου.
Καθόμουν για δύο ώρες περίπου σε μια καρέκλα ακίνητη σχεδόν και παρακολουθούσα την δασκάλα να της εξηγεί και να της διδάσκει τα μυστικά της ραπτομηχανής .
Φιλτιρέ,πουαντερί,πλακέ,κουμπότρυπα,πουαντόμπρ,γαζί,ζίγκ ζάγκ ,καπιτονέ,καρίκωμα.
Η μητέρα μου έλαμπε απο χαρά .
Μάθαινε τα εξαρτήματα ,τις μασουρίστρες,τις σαϊτες.Μάθαινε πως να την λαδώνει να την καθαρίζει.Μαζί της μάθαινα κι εγώ.
Απο μακριά.
Τα ήξερα όλα απ έξω.
Σπάνια υπόθεση το 62 μια ηλεκτρική αυτόματη του είδους.
Η ραπτομηχανή γυάλιζε,μύριζε,μιλούσε,θύμωνε,κεντούσε, μερικές φορές μου φαινόταν οτι ταξίδευε.
Μετά ξεκουραζόταν στο λακαρισμένο ξύλινο σπιτάκι της και σώπαινε.
Η μάνα μου καμάρωνε .
Γύριζε με κοίταζε ,χαμογελούσε και τόνιζε με σιγανή φωνή :
«Εσύ μικρό απο μακριά»
Υπάκουα κι έβραζα στο ζουμί μου.
Ωσπου μια μέρα στα οχτώ μου χρόνια έμεινα μόνη στο σπίτι για μια ώρα.
Την άνοιξα .
Ηταν βαριά για μένα ,το θυμάμαι, αλλά τα κατάφερα.
Την έστησα ,έβαλα την πρίζα ,στρογγυλοκάθησα κι άρπαξα το πρώτο ύφασμα που βρήκα μπροστά μου.
Εστησα την κλωστή ,η μασουρίστρα ηταν έτοιμη και γεμάτη και πάτησα με το πόδι μου στο κάτω μέρος όπως πατάμε πρώτη φορά το γκάζι όταν μαθαίνουμε οδήγηση.
Ηξερα οτι έπρεπε να το κάνω μαλακά,απαλά .
Στην αρχή μόλις που το άγγιξα.
Δεν ακούστηκε τίποτε.
Μετά πίεσα το πεδιλάκι μου πιό πολύ κι η Singer ανταποκρίθηκε ,η βελόνα ανεβοκατέβαινε,η κλωστή βούταγε πάνω κάτω ,το γαζί έγινε άσπρο δρομάκι κι εγώ ταξίδευα σ έναν κόσμο άπιαστο πρωτόγνωρο ευτυχισμένη.
Ενοιωσα απαλή την παλάμη της στον ώμο μου.
Πετάχτηκα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Συνάντησα τα δικά της γαλάζια ,καθαρά ,έκπληκτα να με κοιτούν ορθάνοιχτα και την άκουσα να ψιθυρίζει.
«Συνέχισε κορίτσι μου μόνο πρόσεχε τα δαχτυλάκια σου στη βελόνα»
Σήμερα χάρισα τη μηχανή της σε μια νέα γυναίκα.
Μια άξια γυναίκα που σπούδασε στο Πολυτεχνείο.
Που έχασε την δουλειά της.
Ανεργη και πικραμένη.
Που παλεύει με τη ζωή γενναία.
Που δεν το βάζει κάτω κι αποφάσισε να ράβει.
Και ξέρω πως η γαλανομάτα Αφροδίτη μου στα δικά της τ αλώνια χάρηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου