Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Αιρετικόν
04-04-2020
11 χρονών ήμουν.
Το Κολοσσαίον στη Θεσσαλονίκη γεμάτο.
Η θείτσα με είχε πάει να δω τα πάθη του Χριστού.
‘Εκλαιγα γοερά.
Της ζήτησα να φύγουμε πριν τελειώσει η ταινία.
Όχι μου είπε κάθισε να το δούμε όλο, θα δείς, στο τέλος θα χαρείς.
Υπάκουσα έκλεισα τα μάτια μου με την παλάμη και δεν έβλεπα που τον μαστίγωναν, του έσκιζαν τα ρούχα, τον έφτυναν, τον χλεύαζαν, του φόρτωσαν τον σταυρό.
Με το άλλο χέρι κρατούσα το χέρι της.
Άκουσα τον χτύπο των σφυριών κι άνοιξα λίγο τα δάχτυλά μου.
Είδα να τον καρφώνουν, αίματα παντού στο πρόσωπο, στο σώμα του, το στήθος μου πονούσε απ’ το κλάμα και το σφίξιμο.
Μετά είδα τις γυναίκες κάτω απ’ το σταυρό να τον κοιτάνε και τον ουρανό να σκοτεινιάζει.
Άρχισε να με πιάνει πανικός απ’ το φόβο.
Είδα τον τάφο του ν’ ανοίγει κι έναν άγγελο να λέει οτι ο Χριστός σηκώθηκε, αναστήθηκε κι αντί να χαρώ φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
Πως γίνεται να σηκωθεί ένας νεκρός από τον τάφο του κι εγώ να χαίρομαι;
Τίποτε δεν καθόταν σωστά μέσα στο μυαλό των έντεκα χρόνων μου.
Ακόμη το ίδιο μου συμβαίνει τέτοιες μέρες.
Οι επιτάφιοι και οι τελετές αναπαράστασης του δράματος του Θεανθρώπου στις εκκλησίες με θλίβουν.
Τίποτε απο τότε που είδα την ταινία δεν μ’ έκανε να χαρώ το Πάσχα.
Θα περάσουν εκατοντάδες, χιλιάδες χρόνια.
Η έρημος θάναι πάντα τόπος δοκιμασίας για τους ολομόναχους.
Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα πουλάν το ξύλο του σταυρού του σε χαϊμαλιά για καλό σκοπό.
Αυτός δεν θάναι εκεί να τους διώξει.
Τόκανε μια φορά κι απέτυχε.
Κάποια Σαλώμη θα χορεύει με τα επτά πέπλα μπροστά στους βασιλείς, οι Μαγδαληνές θα σκουπίζουν το αίμα του με τα μαλλιά τους, οι αιμοσταγείς θα σκοτώνουν τα βρέφη, οι Μυροφόρες θα ραίνουν τους τάφους με αρώματα κι εκείνος θα βγαίνει απ’ τον τάφο και θα πηγαίνει στον ουρανό.
Το Φλαμπουράρι ανήκει στα Ανατολικά Ζαγόρια.
Είναι χωριό στα πόδια του βουνού Τσούκα Ρόσσα.
Βρέθηκα εκεί Μεγάλη Παρασκευή το 1983.
Υπήρχε ενα παμπάλαιο ξωκκλήσι και μια εικόνα του Αη Γιάννη του Βαπτιστή. Άγνωστος ο αγιογράφος, ανεκτίμητης αξίας η εικόνα, ξεκλείδωτο το εκκλησάκι.
Του 1770 μας είπαν.
Ο Άγιος κρατούσε το κεφάλι του κομμένο, με το δεξί του χέρι, όχι σε δίσκο όπως συνήθως απεικονίζεται.
Απ’ τα μαλλιά.
Ήταν τόσο ζωντανός σαν να είχε κατεβεί μόλις απ’ τη μηχανή του μετά από μεγάλο ταξίδι.
Αναμαλλιασμένος, άγριος, με διαπεραστικό βλέμμα και σμιχτά φρύδια, με μια ρυτίδα κούρασης ανάμεσά τους.
Ήταν η μέρα;
Ο τόπος;
Η ησυχία της εκκλησιάς;
Δεν ξέρω τι ήταν.
Θυμάμαι όμως μετά από εκείνη την ταινία με τα Πάθη, που μόνο φόβο και λύπη μου προξένησε, πως ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα με ανακούφιση οτι μπορεί η Μεγάλη Εβδομάδα να έχει δύναμη και φως.
Ότι ο προσωπικός δρόμος της μοναχικότητάς μας είναι η πιο ακέραια ιερή και γενναία πράξη προς τον εαυτό μας.
Ότι είμαστε τυχεροί οσοι γνωρίζουμε έστω κι έναν άνθρωπο που βαδίζει σ’ αυτό το μονοπάτι.
Όπως ο Χριστός τον Ιωάννη Βαπτιστή.
Την επόμενη χρονιά μάθαμε οτι άγνωστοι έκλεψαν την εικόνα.
Δημοσιευμένο σήμερα στο the Greek CLOUD

Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις