Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019




Τη γνώρισα πριν μερικά χρόνια τυχαία, κάπου στο διαδίκτυο. Είχε ανοίξει blog και έγραφε στίχους. Στίχους νυχτωμένους, κάπου δειλά ξεμύτιζε κι ένα φεγγάρι σε φάση δρεπανιού, να σου ξεσχίζει αργά τις φλέβες και την ψυχή...

Αγαπηθήκαμε σαν φίλοι. "Με θαύμαζε" έλεγε, την κορόιδευα, μπέρδευε την ευχέρεια με το ταλέντο μάλλον, μα όποτε της το επισήμαινα θύμωνε κι επέμενε. Τη θαύμαζα κι εγώ, της το έλεγα, λάτρευα το πόσο γρήγορα μπορούσε από τη θλίψη να περάσει στη χαρά, αρκούσε ένα πείραγμα, ένα όνειρο, μια ευχή, ένα "όλα θα πάνε καλά" κι αμέσως άλλαζε και σε γέμιζε φιλιά κι "ευχαριστώ".

"Δεν υπάρχει ευχαριστώ μεταξύ φίλων..." απαντούσα. Χαμογελούσε.

Και μια μέρα τη γνώρισα από κοντά. Έμενε τότε σ' ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Θυμάμαι είχα χαθεί καθώς πήγαινα, την πήρα τηλέφωνο και βγήκε τρέχοντας στην άκρη του χωματόδρομου, στάθηκε πάνω στα βράχια στην ακροθαλασσιά για να τη δω. "Ξωτικό" την είχα αποκαλέσει, γελούσε, της άρεσε να τη λέω ξωτικό, μα κι αυτή με φώναζε "Άγγελο", ξέροντας ότι το πραγματικό μου όνομα δεν ήταν αυτό...

Σ' αυτή την πρώτη μας συνάντηση θυμάμαι, απ' την πολλή χαρά της είχε αγοράσει ένα φούρνο για να μας κεράσει! Τσουρέκια, κέικ, κουλούρια Θεσσαλονίκης, κρουασάν, θυμάμαι καθώς έμπαινα στο σπίτι της ένα τραπέζι γεμάτο καλούδια, έκανα να βγάλω λεφτά, "τι κάνεις εκεί;" με ρώτησε, "ν' αγοράσω κάτι" της είπα και γελούσε, γελούσε, μας αγκάλιαζε σφιχτά.

Έπειτα έπιασε να μας κάνει ελληνικό καφέ, στο μπρίκι, στο καμινέτο. Δεν έχω δει άνθρωπο να πετάει απ' τη χαρά του πιο πολύ από τη Μαρίνα εκείνη τη μέρα! Έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι, ερχόταν να πει κάτι, έφευγε πάλι,  κουνούσε χέρια όλο ευτυχία, τόσο, που πήγε ν' ανάψει το γκαζάκι με το σπίρτο κι έβαλε φωτιά στο χαρτί κουζίνας! Από τη χαρά της έβλεπε το χαρτί να καίγεται και γελούσε! Όρμηξε η καλή μου και το έριξε στο νεροχύτη να το σβήσει, "είπαμε να το κάψουμε αλλά όχι κι έτσι βρε" της είπα και δεν σταματούσε να γελάει! Όταν έγινε ο καφές καθίσαμε δίπλα δίπλα κι αρχίσαμε να μιλάμε. Μιλήσαμε για τους φίλους, για τα όνειρα, για τις ζωές μας λίγο, πολύ λίγο, όσο να νιώσουμε σιγουριά πως δεν θα προδώσει ο ένας τον άλλον, αν και με κάποιους ανθρώπους η εμπιστοσύνη κερδίζεται από τα μάτια, την πρώτη φορά που συναντιούνται.

Έπειτα θέλησε να φάμε. Πήρε τηλέφωνο, έδωσε μια παραγγελία και κατέφτασαν γύρω στις 10 μπριζόλες! Γελούσα, γελούσε, της είπα "καλά, είσαι τρελή; Ποιος θα τις φάει όλες αυτές;" Γελούσε, γελούσα, "δεν πειράζει" έλεγε, "θα δώσουμε και στους γείτονες, θα φάει κι ο σκύλος, χαμένες δεν θα πάνε!" Φάγαμε, ήπιαμε μπίρα (την ιστορία με το βαρέλι μπίρα που το άδειασα κατά λάθος στο ταβάνι θα σας την πω μια άλλη φορά). Στο τέλος κατεβήκαμε στη θάλασσα, να παίξει ο μικρός λίγο, να χωνέψουμε.

Τη θυμάμαι να στρίβει τσιγάρο καθισμένη σ' έναν ψηλό βράχο ενώ τα κύματα προσκυνούσαν κι έλιωναν στα πόδια της. Είχα μείνει λίγο πιο πίσω, να προσέχω το μικρό μη χτυπήσει κι έβγαζα φωτογραφίες. Θαρρείς κι εκείνη τη μικρή στιγμή, δίπλα στο στοιχειό, γινόταν κι εκείνη ξωτικό και χανόταν στις δικές της σκέψεις.  Την άφησα για λίγο μόνη, όσο κρατάει ένα στριφτό τσιγάρο, έπειτα σηκώθηκε και ήρθε ξανά κοντά μου.
"Μη φύγετε" είπε σχεδόν παρακαλώντας με.
"Πρέπει. Ο μικρός δεν θα αντέξει άλλο. Εξάλλου είμαστε εδώ από το πρωί!" της απάντησα.
"Θα ξανάρθετε; Πότε θα ξανάρθετε; Θα έρθετε το επόμενο Σάββατο πάλι;" με ρώτησε σαν μικρό παιδί.
Ανταλλάξαμε εκατοντάδες mails από τότε. Φιλοσοφίες για τη ζωή, για τις δυσκολίες, νουθετήσεις, σκέψεις, όνειρα, μια μέρα μου είπε να τα εκδώσουμε, όποτε το έλεγε αυτό την κορόιδευα, γελούσε, γελούσα, κι η θλίψη έφευγε. Το είχα γράψει κάποτε, για εκείνη, πως
 "όταν οι άνθρωποι συναντιούνται, ακόμα κι ο Θεός σωπαίνει".

Η μοίρα τα έφερε να γίνει στ' αλήθεια ξωτικό.
 Έφυγε ξαφνικά μια μέρα για το αιώνιο ταξίδι, αυτό που νομίζουμε μάταια οι θνητοί πως θ' αποφύγουμε.
 Τα τελευταία λόγια της που θυμάμαι στο τηλέφωνο λίγες μέρες πριν, ήταν τρία "σ' αγαπάω".
 Ακόμα και τώρα μερικές φορές, τις νύχτες, νομίζω πως την ακούω να τα λέει με τη βραχνή φωνή της. Ακόμα και τώρα μερικές φορές, τις νύχτες, νομίζω πως ακούω το γέλιο της να γεμίζει την έρημη δύση...

Η ιστορία με τη φίλη μου τη Μαρίνα μου έδωσε ένα μεγάλο μάθημα.
 Δεν αξίζει να μην εκδηλώνεσαι, δεν αξίζει να μη συναντάς, δεν αξίζει να μην αγκαλιάζεις, δεν αξίζει να μη δίνεσαι ολοκληρωτικά στους φίλους σου, στους ανθρώπους που αγαπάς.
 Το σύμπαν κάνει πάντα τα δικά του σχέδια, κι ό,τι αξίζει σ' αυτό το γέρικο πλανήτη είναι οι μικρές στιγμές. Αυτές οι στιγμές, που αν χαθούν "επειδή είσαι πολύ απασχολημένος με μαλακίες", δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά.

Κι η αγάπη, αυτή η άναρχη αγάπη που ένιωθε για τους ανθρώπους, αυτή έχει μείνει ακόμα να γεμίζει την ψυχή μου.
Είμαστε όλοι ξωτικά, φτιαγμένα από συναισθήματα και σκόνη.
Και για τα ξωτικά, ξέρεις, "τέλος" δεν υπάρχει ποτέ.

http://www.aggelosspyrou.net







Επαφές

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

του Nickie Zimov ενας νεαρός εξαιρετικά αισθησιακός καλλιτέχνης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις