Γύψινες νιφάδες.
Γέμισε ο κόσμος κι ο ντουνιάς μαρτάκια και χιονισμένα τοπία.
Η κυρία Τράμπ συνεχίζει ν αγαπάει το λευκό χρώμα .
Στη Βόρεια Ελλάδα αποφάσισε ν αρχίσει ο χειμώνας.
Θα οφείλουμε πετρέλαιο,αέριο και ρεύμα μέχρι τον χειμώνα του 19.
Δύο μήνες τώρα κλεισμένη στο σπίτι απόκτησα δεξιότητες ακροβάτισσας .
Κρατάω με το στόμα και το δεξί χέρι τις δύσκολες καταστάσεις όπως το βάζο του καφέ.
Χάνω στροφές όταν ντύνομαι και εκνευρίζομαι που δεν μπορώ πια κατα την συνήθεια μιας ζωής να κάνω σαράντα πράγματα ταυτόχρονα.
Κάτι θέλει να μου πει να με διδάξει λέει .
Κουραφέξαλα λέω εγώ.
Προχθές ο ορθοπεδικός εβγαλε εναν τροχό και με δαιμόνιο χαμόγελο έκοψε τον γύψο .
Στην αρχή κοίταζα.
Μετά γύρισα απ την άλλη και κοίταζα απ το παράθυρο.
Εξω χιόνιζε .
Οταν ξαναγύρισα να δώ η μαύρη μπλούζα μου και το κοστούμι του ήταν χιονισμένα απο θρυμματισμένες γάζες και γύψινες νιφάδες.
Θυμήθηκα ενα ποίημα του Σουλιώτη .
Η κυρία Τράμπ συνεχίζει ν αγαπάει το λευκό χρώμα .
Στη Βόρεια Ελλάδα αποφάσισε ν αρχίσει ο χειμώνας.
Θα οφείλουμε πετρέλαιο,αέριο και ρεύμα μέχρι τον χειμώνα του 19.
Δύο μήνες τώρα κλεισμένη στο σπίτι απόκτησα δεξιότητες ακροβάτισσας .
Κρατάω με το στόμα και το δεξί χέρι τις δύσκολες καταστάσεις όπως το βάζο του καφέ.
Χάνω στροφές όταν ντύνομαι και εκνευρίζομαι που δεν μπορώ πια κατα την συνήθεια μιας ζωής να κάνω σαράντα πράγματα ταυτόχρονα.
Κάτι θέλει να μου πει να με διδάξει λέει .
Κουραφέξαλα λέω εγώ.
Προχθές ο ορθοπεδικός εβγαλε εναν τροχό και με δαιμόνιο χαμόγελο έκοψε τον γύψο .
Στην αρχή κοίταζα.
Μετά γύρισα απ την άλλη και κοίταζα απ το παράθυρο.
Εξω χιόνιζε .
Οταν ξαναγύρισα να δώ η μαύρη μπλούζα μου και το κοστούμι του ήταν χιονισμένα απο θρυμματισμένες γάζες και γύψινες νιφάδες.
Θυμήθηκα ενα ποίημα του Σουλιώτη .
«Ψηλά και πάνω στο παλιό το χιόνι
έπεσε το πρώτο φρέσικο χιονάκι
κατάξερο σαν κονφετί, σούσλικ
στην παλιά τη γλώσσα. Το σκάψαν
και μέσα στο σκαμμένο βάλαν στρώμα
και πάνω στο στρώμα την αγάπη τους,
αντικρισμένοι στα γόνατα,
λευκόασπρα πρόσωπα στο βουνό,
κι ασημένιες ανταύγειες της αγάπης που έπιασαν,
ο ένας τη φώτιζε εκείνην κι εκείνη τον δικό της,
ένας νέος και μια νέα,
όπως τους ψάλλει το βαλκανικό τραγούδι,
πάνω στο μισοχωμένο στρώμα,
πάνω στο περσινό σκαμμένο χιόνι,
που είχε πέσει πριν από το πρώτο φετεινό,
με λόγια κι αξιώσεις για αιωνιότητα
στην κορυφή του άσπιλου βουνού»
έπεσε το πρώτο φρέσικο χιονάκι
κατάξερο σαν κονφετί, σούσλικ
στην παλιά τη γλώσσα. Το σκάψαν
και μέσα στο σκαμμένο βάλαν στρώμα
και πάνω στο στρώμα την αγάπη τους,
αντικρισμένοι στα γόνατα,
λευκόασπρα πρόσωπα στο βουνό,
κι ασημένιες ανταύγειες της αγάπης που έπιασαν,
ο ένας τη φώτιζε εκείνην κι εκείνη τον δικό της,
ένας νέος και μια νέα,
όπως τους ψάλλει το βαλκανικό τραγούδι,
πάνω στο μισοχωμένο στρώμα,
πάνω στο περσινό σκαμμένο χιόνι,
που είχε πέσει πριν από το πρώτο φετεινό,
με λόγια κι αξιώσεις για αιωνιότητα
στην κορυφή του άσπιλου βουνού»
Μετά γλιστρώντας βγήκα στην παγωνιά .
Πήρα ταξί .
Επιασα νοερά το ζεστό χέρι σου.
Συνέχιζα νάμαι παγωμένη.
Πήρα ταξί .
Επιασα νοερά το ζεστό χέρι σου.
Συνέχιζα νάμαι παγωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου